Όπως και στο προηγούμενο βιβλίο του με τίτλο «Η Κασσάνδρα στη μαύρη άμμο», ο Μάνος Κοντολέων δημιουργεί μια δική του Κασσάνδρα, μια μυθική, σημερινή και παντοτινή λογοτεχνική ηρωίδα, έτσι και στο πρόσφατο μυθιστόρημά του, «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας», αποπειράται το ίδιο. Μας προσφέρει μια λογοτεχνική ηρωίδα, βουτώντας στην ολόπλευρη προσωπικότητα και τον ψυχισμό της γυναίκας Κλυταιμνήστρας.
Δεν στοχεύει να αναμετρηθεί με τον Ευριπίδη, αλλά να πάρει τον μύθο εκείνου και να τον μεταπλάσει σε σημερινό, λαμβάνοντας τα αρχέτυπα της μεγάλης τραγωδίας.
Κλυταιμνήστρα, κόρη της Λήδας και του Τυνδάρεω, αδελφή της Ελένης που επικράτησε στην ιστορία με το προσωνύμιο «Ωραία». Εντυπωσιακός ο τρόπος που εισχωρεί ο συγγραφέας στην ψυχοσύνθεση της Κλυταιμνήστρας σε κάθε φάση της ζωής της αλλά και στην αναμέτρησή της με την ομορφιά της αδελφής της. «…Κι ήταν περίεργο! Κανείς δεν αναφερότανε σε ξεχωριστά χαρακτηριστικά-χρώμα ματιών και μαλλιών, απαλότητα δέρματος και σχήμα χειλιών. Τίποτα. Η ομορφιά της Ελένης ήταν πλήρης-μόνο ομορφιά. Τίποτε άλλο. Ακριβώς όπως αρμόζει να περιγράφονται θεοί και οι ημίθεοι- στο σύνολό τους.»
Ζώντας λοιπόν η Κλυταιμνήστρα στη σκιά της Ελένης, γίνεται εσωστρεφής και τα μυστικά που ανακαλύπτει γυρνώντας μέσα στις σκιές του παλατιού τα μοιράζεται μόνο με τον εαυτό της. Περιπλανιέται και τρέφεται με ιστορίες άλλων τόπων, έτσι όπως τις αφηγούνται οι δούλες οι φερμένες από άλλους πολιτισμούς. Μεγαλώνει παρατηρώντας και έτσι σιγά σιγά αποκτά την ικανότητα να διευθύνει βασιλικούς οίκους. Με μαεστρία ο συγγραφέας αφηγείται δια στόματος της ηρωίδας, την κατάκτηση της γνώσης και της θηλυκής εξουσίας.
Μέσα στην αφήγηση αναδύεται άλλοτε ευώδης και άλλοτε βρωμερή από σκοτωμένο αίμα, η αχλή του μύθου των Ατρειδών με αφετηρία τον Τάνταλο, από όπου αρχίζει και η μακριά αιμάτινη διαδρομή του βασιλικού οίκου.
Στέκομαι στο γεγονός πως ακόμα και ο Ορέστης, που εισχωρεί στο κείμενο εναλλάξ με τη μητέρα του σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δεν λέει σπίτι, ή παλάτι, αλλά οικία και οίκος.
Ο Μάνος Κοντολέων αναπτύσσει μια γυναίκα που προορίζει τον εαυτό της για άνασσα και η Κλυταιμνήστρα έχει απόλυτη συνείδηση αυτού του ρόλου. Βλέπουμε το μεγάλωμά της, την ανακάλυψη του σώματος και συνάμα της γυναικείας της υπόστασης, που ερωτεύεται, πονάει, γεννάει, εχθρεύεται κρατάει στην αγκαλιά της το φονευμένο από τον Αγαμέμνονα παιδί που απόκτησε από τον πρώτο γάμο της με τον Τάνταλο τον νεώτερο.
Έτσι λοιπόν στο μυθιστόρημα ανακαλύπτουμε την Κλυταιμνήστρα παιδί, έφηβη, γυναίκα, ερωμένη, μάνα, βασίλισσα ξακουστή, προδομένη από τον Αγαμέμνονα και εν τέλει θύτη, η οποία βρίσκει τον θάνατο από τον έτερο θύτη της ιστορίας τον γιο της Ορέστη.
Στην τριτοπρόσωπη αφήγηση του συγγραφέα, εγκιβωτίζεται η πρωτοπρόσωπη ιστόρηση των γεγονότων από τον Ορέστη, χαμένος και αυτός στα δάση των σκιών του βασιλικού οίκου. Εντυπωσιακή είναι η εναρκτήρια και η ακροτελεύτια ρήση του βασιλοπαίδου. «Ανήρ Ειμί» και οι δυο αυτές κομβικές λέξεις αποτυπώνουν το αιώνιο στερεότυπο. Ο Ορέστης έπρεπε να γίνει άντρας, που θα ηγείται και θα κυριαρχεί πάνω στους άλλους.
Λήδα και Τυνδάρεω
Κλυταιμνήστρα και Ελένη
Ορέστης και Πυλάδης
Ιφιγένεια και Ηλέκτρα.
Ένας αέναος χορός αντιθέσεων, έρωτα, πάθους, μίσους, ανοσιουργημάτων και πράξεων μιαρών που ακροβατεί πάνω στο αιμάτινο νήμα της ιστορίας.
Λόγος καίριος, ηδυσμένος, αντάξιος της παράδοσης του αρχαίου λόγου, η νέα ιστορία της Κλυταιμνήστρας δια χειρός του Μάνου Κοντολέων, συνιστούν ένα έργο που το μυρίζεις, το νιώθεις, το αισθάνεσαι και εν τέλει ως αναγνώστης συμμετέχεις στην των τοιούτων παθημάτων κάθαρση.
«Την άκουσα.
Κι ενώ εκείνη άφηνε το δαχτυλίδι να κυλήσει από το δάχτυλό της, εγώ….
…Έσκαψα με το μαχαίρι το στήθος που με είχε θρέψει….
Κι έβγαζα κραυγές- ήχους αγάπης, πόνου, θυμού, εξιλέωσης….
Η Κλυταιμνήστρα…..
Η Κλυταιμνήστρα τύλιγε, ήδη, με τον μελανόχρου χιτώνα το σώμα μου και μέσα στο αυτί μου η ύστατη ανάσα και η προειδοποίηση….