Για τον Δημήτρη Βλαχοπάνο δεν χρειάζονται πολλές συστάσεις. Πρόκειται για έναν συγγραφέα-σύμβολο, που με τη δυναμική της πένας του φώτισε το σκότος της δραματικής ιστορίας των μαρτυρικών μικρών πατρίδων της Ελλάδας, γνωστοποιώντας τη στην ελληνική και διεθνή ιστοριογραφία. Αποτελεί, θα λέγαμε, ένα σημείο αναφοράς στη λογοτεχνία, τη μυθιστοριογραφία, την ιστοριογραφία.
Το έργο του αδιαμφισβήτητα αποτελεί βαρυσήμαντη κληρονομιά για τους Έλληνες: μια ισχυρή υπενθύμιση της ιστορικής υπόστασής μας και των πολύτιμων κεκτημένων μας, ιδιαίτερα της ελευθερίας που προσφέρει η απόλαυση της ειρήνης. Μα όσο διδακτική και παιδαγωγική είναι η συγγραφική παρακαταθήκη του, άλλο τόσο σπουδαία είναι και η προσωπικότητά του.
Τη Δευτέρα, 30 Μαΐου 2022, στη Βίλα Ζωγράφου, πλήθος επιστημόνων, δημοτικών παραγόντων και φίλων της λογοτεχνίας έδωσαν το παρών τους για να τιμήσουν τον συγγραφέα του μυθιστορήματος «γάμος στις φλόγες», Δημήτρη Βλαχοπάνο, μα και τη μνήμη της νύφης του μαρτυρικού Κομμένου, Αλεξάνδρας Μάλλιου, η οποία δέχτηκε τη ναζιστική θηριωδία και γνώρισε το θανάσιμο πρόσωπο του πολέμου. Τη Δευτέρα 16 Αυγούστου 1943 μία μηχανοκίνητη μονάδα των Ναζί εισέβαλε στο χωριό Κομμένο της Άρτας, ισοπεδώνοντάς το και δολοφονώντας 317 κατοίκους, μεταξύ των οποίων 36 βρέφη και νήπια.
Εκείνο τον Αύγουστο το Κομμένο αλυσοδέθηκε αιματηρά με τη φρίκη του πολέμου και κληρονόμησε τον εφιάλτη του πόνου και της μνήμης. Το ιστορικό μυθιστόρημα του Δημήτρη Βλαχοπάνου «γάμος στις φλόγες» ιστορεί τον ματωμένο γάμο της νύφης Αλεξάνδρας, με φόντο το ναζιστικό έγκλημα που έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 1943 και αφάνισε 317 αθώες ζωές. «317 κορμιά πεταμένα στα σπίτια, στους δρόμους, στις αυλές, στα χαντάκια, στα χωράφια, στο ποτάμι. Σωρεία από σώματα αμάχων και ανυπεράσπιστων. Γυναικών και παιδιών. Κι ανήμπορων γέρων. Ως επί το πλείστον!», όπως αναφέρει ο συγγραφέας στο έργο του.
Θα ήταν μονοδιάστατη η οπτική του βιβλίου «γάμος στις φλόγες», αν το αντικρίζαμε μόνο ως ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Και τούτο, διότι η ιστορία μετουσιώνεται σε ένα σπουδαίο παιδαγωγικό και διδακτικό έργο για τις επόμενες γενεές. Ο συγγραφέας θέτει σε πρώτο πλάνο ένα άκρως χαρμόσυνο γεγονός, το γάμο της Αλεξάνδρας και του Θεοχάρη, δύο νέων ανθρώπων που ετοιμάζονται να ξεκινήσουν τον κοινό τους βίο και να θέσουν τα θεμέλια του σπιτικού τους, μέσα σε ένα κλίμα αγωνίας και φόβου· ακόμη και θρήνου, θα μπορούσε κανείς να πει -χωρίς ακόμη να έχουν γνωρίσει το θρήνο οι νεόνυμφοι. Γάμος υπό την απειλή μιας ενδεχόμενης σφαγής.
Από τις σελίδες του έργου αναδύονται σπίθες που αναζωπυρώνουν τη φωτιά που σιγοκαίει τόσο στη μνήμη, όσο και στην ψυχή. Οι λέξεις από τις πρώτες κιόλας σελίδες προοιωνίζονται την τραγωδία που θα ξετυλιχθεί. Η σκέψη και το συναίσθημα ενεργοποιείται, ιδίως για εκείνους που είχαν την ευκαιρία να ακούσουν τις μαρτυρίες όσων επέζησαν από τη ναζιστική βαρβαρότητα και τον εφιάλτη του πολέμου. Για το μαρτυρικό Κομμένο γράφτηκε ακόμα μια μαύρη σελίδα της Ιστορίας, με την πένα του αποτροπιασμού, του ακατανίκητου μίσους και της αδικίας. Το έργο αυτό δεν είναι παρά μία ισχυρή υπενθύμιση, μια κραυγή αγωνίας, ένα «κατηγορώ» απέναντι στα εγκλήματα του ναζισμού και στον παραλογισμό του πολέμου, που δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχει εκλείψει. Και γι’ αυτούς τους λόγους είναι σκόπιμο, έως και αναγκαίο, το εν λόγω μυθιστόρημα να μεταφερθεί και στη μεγάλη οθόνη.
Το μυθιστόρημα «γάμος στις φλόγες» συνιστά μια υπόμνηση ότι απέναντι στον κοινό εχθρό ο λαός έχει μονάχα ένα δρόμο να επιλέξει: εκείνον της ομοψυχίας, της ενότητας και της αλληλέγγυας συνεργασίας, πέρα από πολιτικές ή προσωπικές αγκυλώσεις. Ανατρέχοντας μάλιστα στις σελίδες του βιβλίου διαβάζουμε τούτα τα χαρακτηριστικά: «κυνηγημένοι στον τόπο μας άνθρωποι, σήμερα ζωντανοί, αύριο πεθαμένοι. Αντί να φοβόμαστε τον εχθρό μας και να φυλαγόμαστε απ’ αυτόν, εμείς φτάσαμε στο σημείο να φοβόμαστε τους δικούς μας και να κρυβόμαστε απ’ αυτούς».
Είναι γεγονός ότι τα έργα του Δημήτρη Βλαχοπάνου αποκτούν μια βαθύτερη, διδακτική διάσταση, ικανή να χαράξει τη μνήμη και να αγγίξει το συναίσθημα. Υπενθυμίζουν την ανάγκη ενός ολόκληρου λαού να διατηρεί ζωντανή την ιστορική του μνήμη και, με γνώμονα αυτήν, να μάχεται για τη διαφύλαξη των κεκτημένων της: την απόλαυση της ελευθερίας, της ειρήνης, της ίδιας της ζωής. Διότι, λαός χωρίς μνήμη και συνείδηση, λαός που αγνοεί το παρελθόν του, είναι ένας λαός που δεν έχει μέλλον. Παραφράζοντας, λοιπόν, τον Ποιητή, αναφωνούμε: «Μνήμη του Λαού μου, σε λένε Καλάβρυτα, σε λένε Δίστομο, σε λένε Κομμένο…».
«Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος»
Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
¬*Δικηγόρος ΔΣΑ – Δημοσιολόγος