Σε σκηνοθεσία Μικ Τζάκσον (Mick Jackson, Volcano 1997, The Bodyguard 1992, Temple Grandin 2010) το βιβλίο της Αμερικανίδας (εβραϊκής καταγωγής) ιστορικού και συγγραφέως, Ντέμπορα Λίπσταντ (Deborah Esther Lipstadt) με τίτλο «History on Trial: My Day in Court with a Holocaust Denier» (2005) μεταφέρθηκε και στη μεγάλη οθόνη με τίτλο «Άρνηση» («Denial», 2016) και με πρωταγωνιστές τη βραβευμένη με Όσκαρ, Ρέιτσελ Βάις (Rachel Weisz, The Deep Blue Sea, The Favorite), τον Τομ Γουίλκινσον (Tom Wilkinson, In the Name of the Father, Shakespeare in Love, The Patriot, Eternal Sunshine of the Spotless Mind) και τον Τίμοθι Σπαλ (Timothy Spall, The King’s Speech). Το εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία, με την ταινία να λαμβάνει υποψηφιότητα για τα βραβεία BAFTA, και να απασχολεί τη διεθνή κριτική με το περιεχόμενό της και την αλήθεια της. Η «Άρνηση» αποτελεί ένα δικαστικό δράμα, βιογραφική ιστορία όπως ξετυλίγεται από το βιβλίο της Ντέμπορα Λίπσταντ, η οποία εξιστορεί την τετραετή δικαστική διαμάχη της με τον Βρετανό «ιστορικό» (όχι όμως μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας) Ντέιβιντ Ίρβινγκ (David Irving) μέχρι την ημέρα της δίκης, το 2000 στο Λονδίνο.
Η ταινία διαθέτει εξ ορισμού ένα ιδιαίτερο συναισθηματικό βάρος, καθότι θεματικό πυρήνα αυτής αποτελεί η άρνηση της βαναυσότητας και της ύπαρξης του Ολοκαυτώματος, το οποίο όμως κατορθώνει να περιορίσει σημαντικά με τη συνεχή σκηνοθετική υπενθύμιση της δικαστικής απόδειξης του Ολοκαυτώματος (ερμηνείες των ηθοποιών, ειδικά των δικηγόρων, πλάνα από το Άουσβιτς και των επιμέρους σημείων του, εστίαση στο εσωτερικό του δικηγορικού γραφείου και στα αποδεικτικά μέσα), με αφορμή μια αγωγή συκοφαντικής δυσφήμησης. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η πρώτη σκηνή ξεκινά με τον Βρετανό, αυτοαποκαλούμενο ιστορικό και αδιαμφισβήτητα αρνητή του Ολοκαυτώματος, Ντέιβιντ Ίρβινγκ, να δηλώνει «Δεν βλέπω κανένα λόγο να μιλάω με όμορφο τρόπο για το Άουσβιτς. Σας λέω με πολύ όμορφο τρόπο ότι περισσότερες γυναίκες πέθαναν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του γερουσιαστή Edward Kennedy στο Chappaquiddick απ’ όσες πέθαναν σε έναν θάλαμο αερίων στο Άουσβιτς». Και ακολουθεί εκκωφαντικός γέλωτας κοινού. Από τα πρώτα μόλις δευτερόλεπτα της ταινίας, ένας ευαισθητοποιημένος θεατής θα έρθει αντιμέτωπος με τη συναισθηματική φόρτιση, ενδεχομένως και την οργή, όχι τόσο για τον ίδιο τον Ίρβινγκ, που ως ένα βαθμό είναι αναμενόμενη, αλλά για το γεγονός ότι το ζήτημα του Ολοκαυτώματος θα κατέληγε να γίνει αντικείμενο χλευασμού. Διεισδύοντας επομένως από τα πρώτα κιόλας λεπτά στο γενικότερο κλίμα αμφισβήτησης που διέπει την ιστορία, παρακολουθούμε τη διάλεξη της ιστορικού και μέλους της ακαδημαϊκής κοινότητας, Ντέμπορα Λίπσταντ (καθηγήτρια των μελετών του Ολοκαυτώματος), την οποία μάλιστα θα διακόψει ο Ίρβινγκ αμφισβητώντας τη διδασκαλία της, αλλά και την αποδόμηση των λεγομένων του από την ίδια. Ο ίδιος θα σπεύσει να καταθέσει αγωγή συκοφαντικής δυσφήμησής του από την Λίπσταντ και τον εκδότη της, στο Ανώτατο Δικαστήριο του Λονδίνου, με την κατηγορία ότι τον χαρακτηρίζει αρνητή του Ολοκαυτώματος στα συγγράμματά της.
Η συκοφαντική δυσφήμηση του ιστορικού που επιμελώς και επίμονα αρνείται το Ολοκαύτωμα, χωρίς να θέλει ωστόσο να χαρακτηρίζεται ως τέτοιος, θα αποτελέσει την κύρια νομική βάση για αποδειχθούν οι ανακρίβειες και τα ψέματα που εξαπολύει για τη θηριωδία του Ολοκαυτώματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Λίπσταντ θα αποκτήσει μια πολύ ικανή ομάδα δικηγόρων, με επικεφαλής τον δικηγόρο Άντονι Τζούλιους και τον δικηγόρο Ρίτσαρντ Ράμπτον, η οποία από την πρώτη στιγμή εστιάζει στο στόχο, που δεν είναι άλλος από την ανταπόδειξη των επιχειρημάτων του Ίρβινγκ, ώστε να αποδειχθούν αληθείς οι ισχυρισμοί της ιστορικού για τον ίδιο, και όχι η συλλογή αποδείξεων για την ύπαρξη του Ολοκαυτώματος. Καταληκτικά, τα δύο γεγονότα αλληλοσυμπληρώνονται και οδηγούν αβίαστα το ένα στο άλλο. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή κατά την οποία η Λίπσταντ θα απαιτήσει να καταθέσουν αυτόπτες μάρτυρες του Ολοκαυτώματος ση δίκη, ενώ οι δικηγόροι της θα επιμείνουν στην απομάκρυνση αυτών ώστε να μην υποστούν κακομεταχείριση από τον Ίρβινγκ, ο οποίος διέθετε την τάση να διαστρεβλώνει την πραγματικότητα και να παραποιεί κάθε αληθινό στοιχείο που ρίχνει φως στη βαναυσότητα που έλαβε χώρα στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς. Πράγματι, η δίκη ήταν συγκλονιστική και η υπόθεση «Irving v Penguin Books Ltd» προσέλκυσε το ενδιαφέρον των διεθνών ΜΜΕ.
Η ταινία αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τον τρόπο προετοιμασίας της υπερασπιστικής γραμμής της Λίπσταντ, καθότι η αγγλική νομοθεσία περί συκοφαντίας ορίζει ότι το βάρος της απόδειξης το έχει ο εναγόμενος, και όχι ο ενάγων. Για την προετοιμασία τους, λοιπόν, επισκέπτονται το πρώην στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς στην Πολωνία, υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Ρόμπερτ βαν Πελτ, ο οποίος αναλύει τη λειτουργία των θαλάμων αερίων. Παράλληλα, λοιπά μέλη της δικηγορικής ομάδας ερευνούν τα προσωπικά ημερολόγια του Ίρβινγκ, οποίος παρίσταται στο δικαστήριο εκπροσωπώντας ο ίδιος τον εαυτό του. Άλλωστε ποιος να γνώριζε τη δική του υπερασπιστική γραμμή καλύτερα από εκείνον;
Τόσο η ερμηνεία της Ρέιτσελ Βάις, όσο και του Τίμοθι Σπαλ, των κεντρικών συγκρουσιακών χαρακτήρων της ταινίας, είναι καθηλωτικές και δεν αργούν να επιδράσουν στο συναίσθημα του θεατή. Ωστόσο η προσέγγιση της υπόθεσης από τον σκηνοθέτη κρίθηκε από τους κριτικούς αμφιλεγόμενη για πολλούς λόγους. Αδιαμφισβήτητα, η αρκετά προσεκτική, έως και χειρουργική, αποδόμηση των ισχυρισμών για την ανυπαρξία του Ολοκαυτώματος, προσφέρει στο τέλος μια ανακούφιση και αποκαθιστά τη γαλήνη που διαταράσσει η απουσία σεβασμού στον άδικο θάνατο και η επιμονή στη θηριωδία και τη βαναυσότητα, ως εξωραϊσμένες πρακτικές παρά ως αυτό που είναι, αξιόποινες πράξεις. Σε κάθε περίπτωση η ταινία αξίζει την προβολή για έναν βαθύτερο προβληματισμό. Ποια η τύχη του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης όταν εισέρχεται στο πεδίο του ιστορικού αναθεωρητισμού; Υπάρχουν όρια μεταξύ έκφρασης και δυσφήμησης;
Πέραν των ερμηνειών και της βαθύτερης πληγής του ιστορικού αναθεωρητισμού ειδικά για αναμφισβήτητα εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας, όπως το Ολοκαύτωμα, η ταινία προσφέρεται για ουσιαστικό προβληματισμό και περαιτέρω διάλογο. Το βέβαιο είναι ότι πρόκειται για ένα έργο που θυμάσαι και συζητάς για καιρό.
«Για εμένα είναι ασύλληπτο να ακούω ότι δεν υπήρχαν θάλαμοι αερίων. Όχι μόνο διότι εκεί έχασαν τη ζωή τους τόσοι πολλοί άνθρωποι, αλλά διότι είναι μια απόπειρα να τους κλέψουν τον ίδιο τον θάνατό τους».
Benjamin Orenstein, Επιζών του Άουσβιτς
[1] Η Ελένη Χρυσουλάκη είναι Δικηγόρος και Δημοσιολόγος και ο Γεώργιος Ζώης είναι Συνταγματολόγος.