Μπροστά σ’ ένα βαρύ τραπέζι
γεμάτο έγγραφα, φακέλους,
στην πολυθρόνα του χωμένος,
που ’ναι στενή και πληκτική
και τον λικνίζει πέρα δώθε,
σ’ ένα λευκό χαρτί επάνω
με πένα κάτι σημειώνει,
μα η σκέψη του αλλού τον πάει,
μακριά, στις εσχατιές του κόσμου.
*
Το Ακρωτήρι, η Ιάβα,
Μαζί τους και η Κεϋλάνη
στα μάτια του μπροστά περνάνε
και τα πελάγη της Ασίας
ακόμη, όπου χίλια πλοία,
σ’ ανατολή, βορρά και νότο
και δύση, αδιάκοπα αρμενίζουν
κι αλλάζοντας συχνά τη ρότα
με όλα τα πανιά ανοιγμένα,
γυρίζουν στ’ ασφαλή λιμάνια.
*
Βλέπει και τους σταθμούς των τρένων,
που εκείνος χτίζει, και τις ράγες,
που πυρωμένες τις λυγίζει
απ’ τα εργαστήρια του να τις στείλει
μακριά πολύ, στου έβενου τις χώρες
του ήλεκτρου, του μοσκολίβανου, κι ακόμη
σ’ εκείνες τις ερήμους, όπου ο ήλιος
μόνος του, ολομόναχος κινείται.
*
Και αγνοεί ο τραπεζίτης
η τράπεζά του τι κατέχει:
τη σφαίρα αυτή όλου του κόσμου.
———————
Ο Αιμίλιος Βεραρέν (Émile Verhaeren) γεννήθηκε το 1855 στο Σεν Αμάν του Βελγίου και πέθανε το 1916 στην πόλη Ρουέν της Γαλλίας, σε σιδηροδρομικό δυστύχημα. Έγραψε θεατρικά έργα και διηγήματα και υπήρξε κριτικός τέχνης, ωστόσο έγινε περισσότερο γνωστός για το ποιητικό του έργο. Στα πρώτα του βήματα επηρεάστηκε από τη συμβολική ποίηση, εκφράστηκε όμως και μέσω του νατουραλισμού. Η ποίησή του, γραμμένη στα γαλλικά, είναι μελαγχολική, γεμάτη μουσικότητα και δυνατές εικόνες.