Η μεγάλη Αφρικανική Περιπέτεια Συνεχίζεται…
Μπορείς και εσύ να τη ζήσεις!
Ένα τέλειο Σαφάρι ή μία ταξιδιωτική περιπέτεια
με αρχηγούς-συνοδούς που έχουν βαθιά γνώση της Αφρικής.
Διαφήμιση ταξιδιωτικού πρακτορείου, εφημερίδα Observer, Λονδίνο, 27/11/88
Εκείνη τη νύχτα η μητέρα μας πήγε μέχρι τον μπακάλη και δεν ξαναγύρισε. Ποτέ. Τι συνέβη; Δεν ξέρω. Κι ο πατέρας έφυγε μία μέρα και δεν ξαναγύρισε. Όμως εκείνος ήταν στρατιώτης στον πόλεμο. Και εμείς ζούσαμε τον πόλεμο αλλά ήμασταν παιδιά και, όπως η γιαγιά και ο παππούς, δεν είχαμε όπλα. Οι άνθρωποι που πολεμούσε ο πατέρας μου -οι αντάρτες όπως τους έλεγε η κυβέρνηση- έτρεχαν γύρω-γύρω παντού και εμείς τρέχαμε να φύγουμε μακριά τους, όπως οι κότες που τις κυνηγούν σκυλιά. Δεν ξέραμε πού να πάμε. Η μητέρα μας πήγε στο μπακάλικο, γιατί κάποιος της είπε πως θα έβρισκε λίγο λάδι για μαγείρεμα. Και ήμασταν πολύ χαρούμενοι γιατί είχαμε πολύ καιρό να φάμε λάδι. Ίσως πήρε το λάδι και κάποιος τη χτύπησε μέσα στο σκοτάδι και της το πήρε. Ίσως να συνάντησε ληστές. Αν τους συναντήσεις, σε σκοτώνουν. Έχουν έρθει δύο φορές στο χωριό μας και τρέξαμε να κρυφτούμε στους θάμνους, και, όταν γυρίσαμε πίσω, είχαν πάρει τα πάντα˙ αλλά την τρίτη φορά που ξαναήρθαν δεν βρήκαν τίποτα να πάρουν, ούτε λάδι, ούτε φαγητό, κι έτσι έβαλαν φωτιά στις αχυρένιες σκεπές των σπιτιών μας. Η μητέρα μου βρήκε κάτι κομμάτια λαμαρίνας και τα βάλαμε για σκεπή σε ένα μέρος του σπιτιού. Εκεί περιμέναμε τη μητέρα μας εκείνο το βράδυ˙ δεν ξαναγύρισε ποτέ.
Ήμασταν πολύ φοβισμένα για να βγούμε έξω, ακόμα και για να κάνουμε την ανάγκη μας, γιατί οι ληστές ξαναγύρισαν. σαν σαν να μην κατοικούσε κανείς. Όχι στο σπίτι μας -χωρίς τη σκεπή φαινόταν σαν να μη μένει κανείς εκεί, όλο κατεστραμμένο- αλλά σε όλο το υπόλοιπο χωριό. Ακούσαμε ανθρώπους που ούρλιαζαν και έτρεχαν. Φοβόμασταν ακόμα και να τρέξουμε, χωρίς τη μητέρα μας να μας πει πού έπρεπε να πάμε. Εγώ είμαι το μεσαίο παιδί, το κορίτσι, και ο μικρός μου αδερφός είχε κολλήσει επάνω στο στομάχι μου, με τα χέρια του γύρω από τον λαιμό μου και τα πόδια του τυλιγμένα γύρω από τη μέση μου, σαν μικρό μαϊμουδάκι πάνω στη μαμά του. Ο μεγαλύτερος αδερφός μου πέρασε όλη τη νύχτα κρατώντας ένα κομμάτι ξύλο από έναν από τους καμένους στύλους του σπιτιού μας. Το κρατούσε σαν προστασία σε περίπτωση που τον έβρισκαν οι ληστές.
Μείναμε κρυμμένοι στο σπίτι όλη μέρα. Και την περιμέναμε να γυρίσει. Δεν θυμάμαι τι μέρα ήταν˙ δεν είχαμε πια σχολείο, ούτε εκκλησία υπήρχε πια στο χωριό, έτσι δεν ξέραμε αν ήταν Κυριακή ή Δευτέρα.
Όταν άρχισε να νυχτώνει, ήρθαν η γιαγιά και ο παππούς. Κάποιος συγχωριανός τους είχε πει πως είχαμε μείνει μόνα μας, πως η μητέρα μας δεν είχε γυρίσει. Και λέω «γιαγιά» πριν από το «παππούς» γιατί έτσι είναι: η γιαγιά μας είναι μεγαλόσωμη και δυνατή, όχι ακόμα πολύ μεγάλη˙ και ο παππούς μας είναι μικροκαμωμένος, χαμένος μέσα στα φαρδιά του παντελόνια, πάντα γελάει χωρίς να έχει ακούσει τι του λες γιατί είναι λίγο κουφός, και τα μαλλιά του φαίνονται σαν να έχει ξεχάσει να ξεβγάλει τις σαπουνάδες. Η γιαγιά μάς οδήγησε –εμένα, το μωρό, τον μεγάλο μου αδερφό και τον παππού- πίσω στο σπίτι της˙ και φοβόμασταν πολύ μήπως συναντήσουμε στο δρόμο τους ληστές, όλοι, εκτός από το μωρό που κοιμόταν στην πλάτη του παππού. Μείναμε πολύ καιρό στο σπίτι της γιαγιάς. Ίσως και ένα μήνα. Πεινούσαμε. Η μητέρα μας δεν ξαναγύρισε ποτέ. Όσο την περιμέναμε να γυρίσει, η γιαγιά δεν είχε φαγητό να μας ταΐσει, ούτε φαγητό για κείνη και τον παππού. Μία γειτόνισσα που θήλαζε μας έδωσε λίγο γάλα για τον αδερφό μου, αν και στο σπίτι μας έτρωγε πια χυλό όπως κι εμείς. Η γιαγιά μάς πήρε να πάμε να ψάξουμε για άγριο σπανάκι, αλλά όλοι στο χωριό είχαν κάνει το ίδιο και δεν είχε μείνει τίποτα.
Ο παππούς μου, περπατώντας μαζί με κάποιους νεαρούς, ξαναγύρισε να ψάξει για τη μητέρα μου αλλά δεν τη βρήκε. Η γιαγιά μου έκλαψε μαζί με τις άλλες γυναίκες και έψαλα κι εγώ ύμνους μαζί τους. Αυτές οι γυναίκες έφεραν λίγο φαγητό –μερικά φασόλια- όμως μετά από δύο μέρες δεν είχαμε πάλι τίποτα. Ο παππούς μας είχε κάποτε τρία πρόβατα και μία αγελάδα και ένα μποστάνι, αλλά οι ληστές είχαν πάρει εδώ και καιρό τα πρόβατα και την αγελάδα, γιατί πεινούσαν κι αυτοί. Κι όταν ήρθε η ώρα της σποράς, ο παππούς δεν είχε σπόρους να σπείρει.
Έτσι αποφάσισαν να φύγουμε˙ η γιαγιά δηλαδή, γιατί ο παππούς έκανε μόνο κάτι μικρούς θορύβους και κουνιόταν πέρα δώθε, αλλά η γιαγιά δεν του έδωσε σημασία. Εμείς τα παιδιά ήμασταν χαρούμενα. Θέλαμε να φύγουμε μακριά από εκεί που είχε χαθεί η μητέρα μας και εμείς πεινούσαμε. Θέλαμε να πάμε εκεί που δεν είχε κλέφτες και υπήρχε φαγητό. Χαιρόμασταν και μόνο που σκεφτόμασταν ότι πρέπει να υπήρχε τέτοιο μέρος. Μακριά.
Η γιαγιά πούλησε τα καλά της ρούχα σε κάποιον για λίγα κεφάλια ξεραμένο καλαμπόκι που τα έβρασε και τα τύλιξε μέσα σε ένα πανί. Τα πήραμε μαζί μας όταν φύγαμε, και η γιαγιά πίστευε ότι θα βρούμε νερό στα ποτάμια. Αλλά δεν βρήκαμε κανένα ποτάμι και διψάσαμε τόσο, που αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε πίσω – όχι όλο το δρόμο πίσω μέχρι το σπίτι των παππούδων μας, αλλά μέχρι ένα χωριό που είχε αντλία νερού. Άνοιξε τότε το καλάθι όπου είχε βάλει μερικά ρούχα και το πανί με τα καλαμπόκια, και πούλησε τα παπούτσια της για ένα μεγάλο πλαστικό δοχείο νερό. Της είπα τότε, «Γιαγιούλα, πώς θα πας στην εκκλησία χωρίς τα παπούτσια σου», και μου είπε πως έχουμε να κάνουμε μακρύ ταξίδι και πολλά να μεταφέρουμε. Σε αυτό το χωριό βρήκαμε κι άλλους ανθρώπους που έφευγαν μακριά. Και πήγαμε μαζί τους, γιατί φαινόταν να ξέρουν καλύτερα από μας πού ήταν αυτό το καλύτερο μέρος μακριά.
Για να φτάσουμε σε αυτό το μέρος, έπρεπε να περάσουμε μέσα από το Πάρκο Κρούγκερ. Ξέραμε για το Πάρκο Κρούγκερ . Ήταν σαν μία χώρα μόνο με ζώα –ελέφαντες, τσακάλια, ύαινες, κροκόδειλους, όλα τα ζώα. Κάποια από αυτά τα είχαμε και στη χώρα μας, τα θυμούνταν οι παππούδες μας πριν από τον πόλεμο, όταν εμείς δεν είχαμε γεννηθεί ακόμα. Οι ληστές όμως είχαν σκοτώσει τους ελέφαντες και είχαν πουλήσει τους χαυλιόδοντες, και οι ληστές και οι στρατιώτες μας, είχαν φάει όλες τις αντιλόπες. Υπήρχε ένας άντρας χωρίς πόδια στο χωριό μας –του τα είχε φάει ένας κροκόδειλος στο ποτάμι μας. Όμως, όπως και να’ χει, η χώρα μας είναι μία χώρα ανθρώπων και όχι ζώων. Ξέραμε για το Πάρκο Κρούγκερ, γιατί κάποιοι άντρες από το χωριό μας έφευγαν να πάνε να δουλέψουν εκεί που έρχονταν οι λευκοί για να μείνουν και να δουν τα ζώα. Έτσι ξαναφύγαμε από το χωριό μαζί με τους άλλους. Υπήρχαν γυναίκες και παιδιά σαν κι εμένα, που έπρεπε να μεταφέρουμε τα μικρότερα στην πλάτη μας όταν οι γυναίκες κουράζονταν. Ένας άντρας μας οδήγησε μέσα από το Πάρκο Κρούγκερ, και εγώ ρωτούσα τη γιαγιά μας αν φτάνουμε. «Όχι ακόμα», απάντησε εκείνος στη γιαγιά μου όταν τον ρώτησε. Ο άντρας αυτός μας είπε ότι έπρεπε να πάμε πολύ δρόμο ακολουθώντας το φράχτη του πάρκου, και μας εξήγησε ότι θα σκοτωνόταν –θα ψηνόταν- όποιος τον ακουμπούσε, όπως τα σύρματα στους ψηλούς στύλους που πάνε το ρεύμα στις πόλεις. Είχα δει αυτό το σήμα με τον σκελετό πάνω σε ένα σιδερένιο κουτί στο νοσοκομείο της ιεραποστολής, πριν το ανατινάξουν.
Όταν ξαναρώτησα πού είμαστε, μου είπαν πως περπατούσαμε μέσα στο Πάρκο Κρούγκερ γύρω στη μία ώρα τώρα. Αλλά το τοπίο με τους θάμνους ήταν ίδιο από τότε που αρχίσαμε να περπατάμε, και δεν είχαμε δει άλλα ζώα πέρα από μαϊμούδες και πουλιά που βλέπαμε και στο σπίτι μας και, φυσικά, μία χελώνα που δεν μπορούσε να τρέξει μακριά μας. Ο μεγαλύτερος αδερφός μου μαζί με κάποια άλλα αγόρια έπιασαν τη χελώνα, και την πήγαν στον άντρα που μας οδηγούσε, για να τη σκοτώσει και έτσι να μπορέσουμε να την μαγειρέψουμε και να φάμε. Εκείνος όμως την άφησε ξανά ελεύθερη, γιατί μας είπε πως δεν μπορούσαμε να ανάψουμε φωτιά˙ όσο καιρό θα ήμασταν στο Πάρκο δεν θα έπρεπε να ανάψουμε φωτιά, γιατί ο καπνός θα μας πρόδιδε. Η αστυνομία και οι φύλακες θα έρχονταν τότε και θα μας έστελναν πίσω, εκεί απ’ όπου είχαμε έρθει. Ο οδηγός μας είπε ότι θα έπρεπε να κινούμαστε ανάμεσα στα ζώα όπως τα ζώα, μακριά από δρόμους και μακριά από τις σκηνές των λευκών ανθρώπων. Και ακριβώς εκείνη τη στιγμή, άκουσα –είμαι σίγουρη πως είμαι η πρώτη που το άκουσε- κλαδιά να σπάνε και τον ήχο από κάτι που άνοιγε δρόμο μέσα στο γρασίδι˙ και παρά τρίχα να τσιρίξω, γιατί νόμιζα ότι ήταν η αστυνομία και οι φύλακες –οι άνθρωποι που μας είχαν πει να προσέχουμε- που μας είχαν κιόλας βρει. Αλλά ήταν ένας ελέφαντας, και άλλος ελέφαντας και πολλοί άλλοι ελέφαντες, μεγάλοι μαύροι όγκοι που κινούνταν ανάμεσα στα δέντρα, όπου και να έπεφτε το μάτι σου˙ έκλειναν τις προβοσκίδες τους γύρω από τα κόκκινα φύλλα των δέντρων Μοπάνε και τα μπούκωναν στο στόμα τους. Τα πολύ μικρά ελεφαντάκια ακουμπούσαν πάνω στις μητέρες τους. Τα πιο μεγάλα πάλευαν όπως ο αδερφός μου με τους φίλους του, μόνο που χρησιμοποιούσαν προβοσκίδες αντί χέρια. Ήταν τόσο ενδιαφέρον θέαμα που ξέχασα τον φόβο μου. Ο οδηγός μας είπε να κάνουμε ησυχία και να σταθούμε ακίνητοι όσο οι ελέφαντες περνούσαν. Εκείνοι πέρασαν πολύ αργά ανάμεσά μας, γιατί οι ελέφαντες είναι πολύ μεγάλοι για να χρειαστεί να τρέξουν μακριά από κάποιον.
Οι αντιλόπες μάς προσπέρασαν. Πηδούσαν τόσο ψηλά, που νόμιζες πως πετάνε. Τα αγριογούρουνα έμειναν ακίνητα μόλις μας άκουσαν, και μετά σκορπίστηκαν τριγύρω γρήγορα, όπως έκανε ένα αγόρι στο χωριό μας με το ποδήλατο που ο πατέρας του είχε φέρει από τα ορυχεία. Ακολουθήσαμε τα ζώα εκεί που πήγαν να πιουν νερό. Όταν έφυγαν, πήγαμε να πιούμε κι εμείς. Εμείς μόνο πίναμε πια. Τα ζώα τρώγανε, τρώγανε συνέχεια. Όποτε τα έβλεπε κανείς, έτρωγαν γρασίδι, δέντρα, ρίζες. Αλλά δεν υπήρχε φαγητό για μας. Το καλαμπόκι είχε τελειώσει. Μπορούσαμε να φάμε μόνο το φαγητό που έτρωγαν οι μπαμπουίνοι, μικρά ξερά σύκα γεμάτα μυρμήγκια από τα δέντρα στο ποτάμι. Ήταν δύσκολο να ζεις σαν τα ζώα.
Όταν έκανε πολλή ζέστη την ημέρα, βρίσκαμε τα λιοντάρια να κοιμούνται. Είχαν το χρώμα του γρασιδιού και δεν τα βλέπαμε, αλλά ο οδηγός μας τα έβλεπε˙ και μας ξαναγύριζε πίσω πολύ δρόμο και γύρω από την περιοχή που κοιμόντουσαν τα λιοντάρια. Ήθελα κι εγώ να ξαπλώσω σαν τα λιοντάρια. Ο μικρός μου αδερφός είχε αδυνατίσει πολύ, αλλά ήταν ακόμα πολύ βαρύς. Όταν η γιαγιά μου με έψαχνε για να μου τον δώσει να τον πάρω στην πλάτη μου, προσπαθούσα να την αποφύγω. Ο μεγάλος μου αδερφός σταμάτησε να μιλάει και, όταν ξεκουραζόμασταν, έπρεπε να τον σκουντήξει κανείς για να ξανασηκωθεί, όπως τον παππού μας που δεν άκουγε. Έβλεπα τις μύγες να κάθονται πάνω στο πρόσωπο της γιαγιάς μου, και εκείνη να μην τις διώχνει. Φοβήθηκα και τις έδιωξα με ένα φύλλο φοίνικα.
Περπατούσαμε τόσο τη νύχτα όσο και τη μέρα. Μπορούσαμε να δούμε τις φωτιές όπου μαγείρευαν οι λευκοί άνθρωποι στις κατασκηνώσεις και μπορούσαμε να μυρίσουμε την τσίκνα από το κρέας. Βλέπαμε τις ύαινες με τις καμπουριασμένες, σαν να ντρέπονταν, ράχες τους που γλιστρούσαν μέσα από τους θάμνους προς τη μυρωδιά. Αν κάποια γυρνούσε τη μουσούδα της, έβλεπες πως είχε μεγάλα, λαμπερά, καστανά μάτια σαν τα δικά μας, όταν κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο στο σκοτάδι. Ο αέρας έφερνε φωνές που μιλούσαν τη δική μας γλώσσα από τις σκηνές όπου έμεναν οι άνθρωποι που δούλευαν εκεί. Μία γυναίκα από εμάς θέλησε να πάει να τους βρει και να τους ζητήσει να μας βοηθήσουν. «Μπορούν να μας δώσουν λίγο φαγητό», είπε, και άρχισε να βγάζει τέτοιες δυνατές κραυγές, που η γιαγιά χρειάστηκε να την αρπάξει και να της κλείσει το στόμα. Ο οδηγός μας είχε πει ότι πρέπει να μείνουμε μακριά από αυτούς που δουλεύουν στο Πάρκο Κρούγκερ˙ αν μας βοηθούσαν, θα έχαναν τη δουλειά τους. Αν μας έβλεπαν, θα έπρεπε να κάνουν πως δεν μας είδαν˙ θα έκαναν πως είχαν δει κάποια ζώα.
Μερικές φορές το βράδυ, σταματούσαμε λίγο για να κοιμηθούμε. Κοιμόμασταν ο ένας κοντά στον άλλο. Δεν ξέρω ποια νύχτα ήταν –γιατί περπατούσαμε και περπατούσαμε συνέχεια- που ακούσαμε τα λιοντάρια πολύ κοντά μας. Δεν ανάσαιναν βαριά όπως κάνουν όταν είναι μακριά. Απλώς ανέπνεαν βαθιά, όπως κάνουμε κι εμείς οι άνθρωποι όταν περπατάμε, αλλά διαφορετικά: ακούς ότι δεν τρέχουν, απλά περιμένουν κάπου εκεί κοντά. Όταν ήταν να κοιμηθούμε, κουλουριαζόμασταν όλοι σε ένα σωρό, ο ένας πάνω στον άλλο, και αυτοί που βρίσκονταν στις άκρες πάσχιζαν να βρεθούν στη μέση αυτού του σωρού. Εγώ είχα στριμωχτεί πάνω σε μία γυναίκα που μύριζε άσχημα γιατί φοβόταν, όμως ήμουν χαρούμενη που μπορούσα να σφιχτώ επάνω της. Προσευχόμουν στον Θεό να πάρουν τα λιοντάρια κάποιον από τις άκρες και να φύγουν. Έκλεινα τα μάτια μου σφιχτά, για να μη βλέπω το δέντρο απ’ όπου θα μπορούσε να πηδήξει το λιοντάρι καταμεσής μας, εκεί που βρισκόμουν εγώ. Ο οδηγός μας πήδηξε όρθιος και χτύπησε το δέντρο με ένα ξερό κλαδί. Μας είχε πει να μην κάνουμε θόρυβο, κι όμως εκείνος φώναξε. Φώναξε στα λιοντάρια, όπως φώναζε χωρίς λόγο ένας μεθυσμένος άντρας που είχαμε στο χωριό μας. Τα λιοντάρια φύγανε. Τα ακούσαμε να βρυχώνται, φωνάζοντάς του πίσω καθώς απομακρύνονταν.
Ήμασταν κουρασμένοι, πολύ κουρασμένοι. Όλη μέρα, ο μεγαλύτερος αδερφός μου και ο οδηγός μας έπρεπε να σηκώνουν τον παππού μας στα χέρια, για να περάσει τις πέτρες στις όχθες των ποταμών που συναντούσαμε. Ο παππούς μας είναι δυνατός, αλλά τα πόδια του είχαν πληγιάσει και ματώσει. Δεν μπορούσαμε να κουβαλήσουμε πια το καλάθι μας, δεν μπορούσαμε να κουβαλήσουμε τίποτα άλλο πέρα από τον μικρό μου αδερφό. Αφήσαμε τα πράγματα μας κάτω από ένα θάμνο. «Αρκεί να φτάσουν τα σώματά μας εκεί που πάμε», είπε η γιαγιά. Μετά φάγαμε κάτι άγρια φρούτα που δεν τα γνωρίζαμε, και μας πόνεσε η κοιλιά μας. Εκείνη τη μέρα που μας έπιασαν οι πόνοι, βρισκόμασταν μέσα σε γρασίδι που το έλεγαν γρασίδι του ελέφαντα, γιατί ήταν τόσο ψηλό σχεδόν όσο ένας ελέφαντας˙ και ο παππούς ντρεπόταν να κάνει τη ανάγκη του μπροστά στους άλλους, όπως ο μικρός αδερφός μου, και πήγε πιο πέρα μέσα στο γρασίδι για να είναι μόνος του. Έπρεπε όμως να προχωρήσουμε, ο οδηγός μας το έλεγε συνέχεια, για να προλάβουμε να καλύψουμε κάποια απόσταση, αλλά του ζητήσαμε να περιμένει τον παππού μας. Έτσι όλοι περίμεναν τον παππού μας να ξαναγυρίσει. Αλλά δεν γύρισε. Ήταν μεσημέρι, έντομα ζουζούνιζαν στα αυτιά μας, και δεν μπορούσαμε να τον ακούσουμε να κινείται μέσα στο γρασίδι. Ούτε μπορούσαμε να τον δούμε, γιατί το γρασίδι ήταν πολύ ψηλό και εκείνος τόσο μικροκαμωμένος! Αλλά θα πρέπει να βρισκόταν κάπου μέσα στα φαρδιά παντελόνια του και στο σκισμένο πουκάμισό του, που η γιαγιά δεν μπορούσε πια να μαντάρει γιατί δεν είχε βαμβάκι και κλωστή. Ξέραμε ότι ο παππούς μας δεν μπορεί να είχε φύγει πολύ μακριά, γιατί ήταν πολύ αδύναμος και αργός. Πήγαμε όλοι να τον ψάξουμε, μπαίνοντας όμως μέσα στο ψηλό χορτάρι σε ομάδες, για να μπορούμε να βλεπόμαστε. Το χορτάρι έμπαινε στη μύτη μας και στα αυτιά μας, τον φωνάζαμε σιγά, αλλά ο θόρυβος από τα έντομα πρέπει να κάλυπτε όλους τους άλλους θορύβους. Ψάξαμε και ψάξαμε, αλλά δεν μπορέσαμε να τον βρούμε. Μείναμε μέσα στο χορτάρι όλο το βράδυ. Στον ύπνο μου τον είδα να έχει κουλουριαστεί μέσα σε μια φωλιά, σαν τις τρύπες όπου είχαμε δει τις αντιλόπες να κρύβουν τα μωρά τους.
Όταν ξύπνησα, ο παππούς μας ακόμα δεν είχε γυρίσει. Ξαναψάξαμε να τον βρούμε, και τώρα πια υπήρχαν τόσα μονοπάτια στο γρασίδι, που ακόμα και για κείνον ήταν εύκολο να μας βρει. Όλη εκείνη την ημέρα απλώς καθίσαμε και τον περιμέναμε. Όλα είναι τόσο ήσυχα όταν ο ήλιος είναι πάνω από το κεφάλι σου, μέσα στο κεφάλι σου, ακόμα κι όταν ξαπλώνεις, σαν τα ζώα, κάτω από τα δέντρα. Ξάπλωσα και τότε είδα αυτά τα άσχημα πουλιά με τα κυρτά ράμφη και τους ξεπουπουλιασμένους λαιμούς τους, που πετούσαν από πάνω μας σε κύκλους. Τα είχαμε ξαναδεί πολλές φορές να τρώνε τα κόκαλα των νεκρών ζώων, και δεν άφηναν τίποτα για να φάμε κι εμείς. Τώρα πετούσαν γύρω γύρω, ψηλά και ξαφνικά χαμηλά και μετά ξανά ψηλά. Έβλεπα τους λαιμούς τους να γυρίζουν πότε στη μία μεριά και πότε στην άλλη, συνεχίζοντας να πετούν γύρω γύρω. Και τότε πρόσεξα πως και η γιαγιά μου, που καθόταν πάντα με το μικρό αδερφό μου αγκαλιά, τα κοιτούσε.
Το απόγευμα ο οδηγός μας ήρθε και βρήκε τη γιαγιά μου και της είπε πως πρέπει να φύγουμε. Της είπε ότι, αν τα παιδιά δεν φάνε κάτι σύντομα, θα πεθάνουν.
Η γιαγιά μας δεν απάντησε τίποτα. «Θα σου φέρω νερό πριν φύγουμε», της είπε.
Η γιαγιά μάς κοίταξε, εμένα, τον μεγάλο μου αδερφό και τον μικρό μας αδερφό στην αγκαλιά της. Είδαμε τους υπόλοιπους να σηκώνονται για να φύγουν. Δεν ήθελα να πιστέψω πως το γρασίδι θα έμενε γύρω μας άδειο. Δεν ήθελα να πιστέψω ότι θα μέναμε μόνοι μας σε αυτό το μέρος, το Πάρκο Κρούγκερ, και ότι θα μας έβρισκε η αστυνομία ή τα ζώα. Έβαλα τα κλάματα και έκρυψα το πρόσωπό μου στα χέρια μου, αλλά η γιαγιά δεν έδωσε σημασία. Σηκώθηκε, με τον τρόπο που σήκωνε τα ξύλα στο χωριό μας, έβαλε τον μικρό μας αδερφό στην πλάτη της και τον έδεσε με το φόρεμά της -το πάνω μέρος από το φόρεμά της είχε σκιστεί και τα μεγάλα στήθια της κρέμονταν, αλλά δεν είχαν γάλα για το μικρό. «Ελάτε», είπε.
Έτσι φύγαμε από εκεί που είχε ψηλό χορτάρι. Το αφήσαμε πίσω μας. Πήγαμε με τους άλλους και τον οδηγό μας. Αρχίσαμε να περπατάμε ξανά.
Υπάρχει μια μεγάλη σκηνή, τόσο μεγάλη όσο μια εκκλησία ή ένα σχολείο, πιασμένη στο έδαφος. Δεν είχα καταλάβει ότι αυτό θα ήταν το σπίτι μας, όταν φτάσαμε εκεί μακριά. Είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο μια φορά που η μητέρα μας είχε πάει στην πόλη, γιατί είχε ακούσει πως οι στρατιώτες μας ήταν εκεί, και ήθελε να τους ρωτήσει αν ήξεραν πού ήταν ο πατέρας μας. Σε εκείνη τη σκηνή, άνθρωποι προσεύχονταν και τραγουδούσαν. Αυτή τώρα είναι μπλε και άσπρη και δεν είναι για να προσευχόμαστε και να τραγουδάμε. Μένουμε μέσα σε αυτή μαζί με άλλους ανθρώπους που έφυγαν από την πατρίδα μας. Μία αδερφή μοναχή από την κλινική λέει ότι είμαστε διακόσιοι χωρίς τα μωρά. Και έχουμε καινούρια μωρά – κάποια γεννήθηκαν όταν ήμασταν στο Πάρκο Κρούγκερ.
Μέσα στη σκηνή, ακόμα κι όταν έχει ήλιο, είναι σκοτεινά και υπάρχει ένα ολόκληρο χωριό. Αντί για σπίτια, κάθε οικογένεια έχει ένα μικρό χώρο κλεισμένο με σακιά ή χοντρά χαρτόνια – ό, τι μπορούμε να βρούμε- για να δείξει στις άλλες οικογένειες πως είναι δικός της χώρος και πως δεν μπορούν να μπαίνουν μέσα. Δεν μπορούν να μπαίνουν, ακόμα κι αν δεν υπάρχει πόρτα και παράθυρα και αχυρένια σκεπή, και μπορείς να δεις μέσα σε κάθε σπίτι -αν στέκεσαι όρθιος και δεν είσαι μικρό παιδί. Κάποιοι άνθρωποι έφτιαξαν ακόμα και μπογιά από αλεσμένες πέτρες και ζωγράφισαν σχέδια πάνω στα σακιά.
Φυσικά, στην πραγματικότητα υπάρχει σκεπή –η σκεπή της σκηνής – πολύ -πολύ ψηλά. Είναι σαν ουρανός. Είναι σαν ένα βουνό και εμείς βρισκόμαστε μέσα του: ανάμεσα από τις ρωγμές των βράχων χωμάτινα μονοπάτια οδηγούν μέσα του, τόσο κακοτράχαλα, που θα μπορούσες να τα σκαρφαλώσεις. Η σκηνή κρατάει έξω τη βροχή που πέφτει, αλλά όχι και τα νερά που μπαίνουν μέσα από τα πλάγια. Και τότε στους μικρούς δρόμους ανάμεσα στα σπίτια μας –σε αυτούς μπορεί να περπατήσει ένα άτομο τη φορά- τα μικρά παιδιά σαν τον αδελφό μου παίζουν μέσα στις λάσπες. Και πρέπει να περάσει κανείς από πάνω τους. Ο μικρός μου αδερφός δεν παίζει. Η γιαγιά μας τον πάει στην κλινική κάθε Δευτέρα που έρχεται ο γιατρός. Η αδερφή μοναχή λέει πως κάτι δεν πάει καλά με το μυαλό του, πιστεύει ότι αυτό έγινε γιατί δεν είχαμε αρκετό φαγητό στο χωριό μας. Εξαιτίας του πολέμου. Επειδή ο πατέρας μας δεν ήταν εκεί. Και μετά, επειδή ήταν τόσο πεινασμένος στο Πάρκο Κρούγκερ. Του μικρού μου αδερφού του αρέσει να κάθεται όλη τη μέρα πάνω στη γιαγιά μου, στην αγκαλιά της ή να ακουμπάει επάνω της και συνέχεια να μας κοιτάει, όλη μέρα. Θέλει να μας ρωτήσει κάτι και βλέπεις ότι δεν μπορεί. Αν τον γαργαλήσω, απλώς χαμογελάει. Στην κλινική μάς δίνουν μία ειδική σκόνη που του την κάνουμε χυλό για να φάει, και ίσως γίνει καλά κάποια μέρα.
Όταν φτάσαμε ήμασταν κι εμείς σαν κι αυτόν, εγώ και ο μεγάλος μου αδερφός. Δεν θυμάμαι πια καλά εκείνες τις μέρες. Οι άνθρωποι που ζουν στο χωριό κοντά στη σκηνή μας, μας πήγαν στην κλινική όταν φτάσαμε, γιατί εκεί πρέπει να υπογράψεις πως ήρθες –από μακριά, μέσα από το Πάρκο Κρούγκερ. Καθίσαμε στο γρασίδι και όλα ήταν ένα κομφούζιο γύρω μας. Μια αδερφή μοναχή ήταν όμορφη με τα ίσια μαλλιά της και τα όμορφα παπούτσια της και μας έφερε αυτή την ειδική σκόνη. Μας είπε ότι έπρεπε να την αραιώσουμε με νερό και να πιούμε σιγά σιγά. Σκίσαμε τα πακέτα με τα δόντια μας και ήπιαμε όλη τη σκόνη έτσι˙ κολλούσε στα χείλη μου και την έγλειφα από τα χείλια και τα χέρια μου. Κάποια άλλα παιδιά που είχαμε έρθει μαζί, έκαναν εμετό. Εγώ όμως ένιωσα μόνο να γουργουρίζει πολύ η κοιλιά μου, τη σκόνη να κατεβαίνει σαν φίδι και άρχισα να έχω δυνατό λόξιγκα. Κάποια άλλη αδερφή μοναχή μάς είπε να σταθούμε σε σειρά πάνω στη βεράντα της κλινικής αλλά δεν μπορούσαμε. Απλώς καθίσαμε τριγύρω, ακουμπώντας ο ένας πάνω στον άλλο. Οι αδερφές μοναχές βοήθησαν καθέναν από εμάς να σταθούμε και μετά μας έκαναν μία ένεση. Άλλες σύριγγες τις γέμιζαν με αίμα που έβαζαν σε μικρά μπουκαλάκια. Μας έδωσαν ένα φάρμακο για τη ναυτία, αλλά κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια μου νόμιζα πως περπατούσα, νόμιζα ότι το γρασίδι ήταν ψηλό, νόμιζα ότι έβλεπα ελέφαντες. Δεν καταλάβαινα πως ήμασταν πια μακριά.
Η γιαγιά μας όμως ήταν ακόμα δυνατή, μπορούσε ακόμα να σταθεί όρθια. Ξέρει να γράφει και υπέγραψε και για μας. Η γιαγιά μας βρήκε αυτό το μέρος για να μείνουμε, σε μία από τις πλευρές της σκηνής. Είναι από τα καλύτερα σημεία γιατί, αν και η βροχή μπαίνει μέσα, όταν ο καιρός είναι καλός, μπορούμε να σηκώσουμε το ύφασμα, και τότε ο ήλιος μπαίνει μέσα και οι μυρωδιές της σκηνής βγαίνουν έξω. Η γιαγιά ξέρει εδώ μία γυναίκα, που της είπε πού θα βρει καλό χορτάρι για να φτιάξει στρώματα για να κοιμόμαστε. Μια φορά το μήνα, ένα φορτηγό με τρόφιμα έρχεται στην κλινική. Η γιαγιά τότε παίρνει μια από τις κάρτες που έχει υπογράψει και που, όταν τη χτυπήσουν στο μηχάνημα, παίρνουμε ένα σακί καλαμποκάλευρο. Υπάρχουν καροτσάκια για να το πάει κάποιος στη σκηνή. Της το πάει ο μεγάλος μου αδερφός και μετά αυτός και τα άλλα παιδιά κάνουν αγώνες, οδηγώντας τα άδεια καροτσάκια πίσω στην κλινική. Μερικές φορές είναι τυχερός, και ο άντρας που φέρνει μπύρα στο χωριό τον πληρώνει για να τη μοιράσει στους πελάτες του –παρόλο που αυτό απαγορεύεται και πρέπει να πας το καρότσι πίσω στις αδερφές μοναχές, στην κλινική. Αγοράζει τότε μία κρύα μπύρα και, αν τον τσακώσω, τη μοιράζεται μαζί μου. Κάποια άλλη μέρα, κάθε μήνα, η εκκλησία αφήνει ένα σωρό παλιά ρούχα στην αυλή της κλινικής. Η γιαγιά μου πάει με μία άλλη κάρτα που της την χτυπάνε στο μηχάνημα, και τότε μπορούμε να διαλέξουμε κάτι από αυτά τα ρούχα: έχω δύο φορέματα, δύο κολάν και ένα μπλουζάκι για να τα φοράω στο σχολείο.
Οι χωριανοί μάς άφησαν να πάμε στο σχολείο τους. Ξαφνιάστηκα όταν έμαθα ότι μιλάνε τη γλώσσα μας. Η γιαγιά μου είπε ότι γι’ αυτό μας αφήνουν να μείνουμε στη γη τους. Πολύ παλιά, την εποχή των προγόνων μας, δεν υπήρχε φράχτης που σε σκοτώνει, δεν υπήρχε κανένα Πάρκο Κρούγκερ ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους και εμάς˙ ήμασταν ένας λαός με βασιλιά, και η γη μας έφτανε από το χωριό μας μέχρι το μέρος που βρισκόμαστε τώρα.
Τώρα πια μένουμε στη σκηνή πολύ καιρό –εγώ είμαι πια έντεκα και ο μικρός αδερφός μου τριών, και είναι μικροκαμωμένος και το κεφάλι του δεν έχει γίνει καλά, είναι πολύ μεγάλο. Οι άνθρωποι έχουν σκάψει το έδαφος γύρω από τη σκηνή και έχουν φυτέψει φασόλια και έχουν βάλει φράκτες γύρω από τα μποστάνια τους. Κανείς δεν επιτρέπεται να βρει δουλειά στις γύρω πόλεις, όμως κάποιες γυναίκες βρήκαν δουλειά στο χωριό και έτσι μπορούν να αγοράζουν πράγματα. Η γιαγιά μας, που είναι ακόμα δυνατή, βρίσκει δουλειά σε μέρη που χτίζουν σπίτια –στο χωριό οι άνθρωποι χτίζουν όμορφα σπίτια με τούβλα και τσιμέντο, όχι λάσπη, όπως κάναμε στο χωριό μας. Η γιαγιά μας κουβαλάει στο κεφάλι της καλάθια με τούβλα και πέτρες, τούβλα γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Έτσι έχει λεφτά να αγοράσει ζάχαρη και τσάι και γάλα και σαπούνι. Το παντοπωλείο τής έδωσε δώρο ένα ημερολόγιο που έχει κρεμάσει στο πανί της σκηνής. Είμαι πολύ καλή μαθήτρια στο σχολείο και έξυπνη, και η γιαγιά μάζεψε όλα τα διαφημιστικά φυλλάδια που έβρισκε στο παντοπωλείο και τα έκανε κάλυμμα για τα βιβλία μου. Μας βάζει, εμένα και τον μεγαλύτερο αδερφό μου, να κάνουμε τα μαθήματά μας το απόγευμα πριν βραδιάσει, γιατί μετά δεν έχουμε χώρο στο δωμάτιό μας παρά μόνο για να ξαπλώσουμε κοντά ο ένας στον άλλο, όπως κάναμε στο Πάρκο Κρούγκερ, και τα κεριά είναι ακριβά. Η γιαγιά μας δεν έχει μπορέσει ακόμη να αγοράσει ένα ζευγάρι παπούτσια για την εκκλησία, αλλά μας αγόρασε μαύρα παπούτσια για το σχολείο, και τα γυαλίζει και τα καθαρίζει μαζί με τον μεγάλο μου αδερφό και μένα. Κάθε πρωί, όταν οι άνθρωποι ξυπνούν μέσα στη σκηνή, τα μωρά κλαίνε, οι άνθρωποι στριμώχνονται στις βρύσες απ’ έξω, κάποια παιδιά ξύνουν από τις κατσαρόλες τα αποφάγια του χθεσινού φαγητού, κι εγώ με τον μεγάλο μου αδερφό καθαρίζουμε τα παπούτσια μας. Η γιαγιά μάς βάζει να καθίσουμε στα στρωσίδια μας, με τα πόδια τεντωμένα μπροστά, για να μπορεί να εξετάσει αν τα καθαρίσαμε καλά. Δεν έχουν άλλα παιδιά στη σκηνή αληθινά παπούτσια. Κι όταν εμείς οι τρεις τα κοιτάμε, νομίζουμε ότι είμαστε πάλι πίσω στο χωριό μας, χωρίς πόλεμο και ξενιτειά.
Κάποιοι λευκοί άνθρωποι ήρθαν να μας πάρουν φωτογραφίες που μένουμε στη σκηνή, είπαν ότι κάνουν ένα φιλμ. Αν και δεν έχω δει ποτέ ταινία, ξέρω γι’ αυτές. Μια λευκή γυναίκα στριμώχτηκε μέσα στον χώρο μας και έκανε στη γιαγιά ερωτήσεις, τις οποίες μετέφραζε στη γλώσσα μας κάποιος που μιλάει τη γλώσσα της λευκής γυναίκας.
– Πόσο καιρό ζείτε έτσι;
– Εννοεί εδώ; ρώτησε η γιαγιά τον μεταφραστή. Σε αυτή τη σκηνή, δύο χρόνια και ένα μήνα.
– Και τι εύχεστε για το μέλλον;
– Τίποτα, απλά είμαι εδώ.
– Αλλά για τα παιδιά σας;
– Θέλω να μάθουν γράμματα για να βρούνε καλές δουλειές και να βγάζουν λεφτά.
– Πιστεύετε ότι θα γυρίσετε πίσω στη Μοζαμβίκη, στη χώρα σας;
– Δεν πρόκειται να γυρίσω πίσω.
– Όμως όταν τελειώσει ο πόλεμος… δεν θα σας διώξουν; Δεν θέλετε να γυρίσετε στην πατρίδα σας;
Δεν πίστευα ότι η γιαγιά μας ήθελε να μιλήσει άλλο. Δεν πίστευα ότι θα απαντούσε στη λευκή γυναίκα. Η λευκή γυναίκα γύρισε και μας χαμογέλασε.
Η γιαγιά μας κοίταξε μακριά και απάντησε.
– Δεν έχει μείνει τίποτα εκεί πίσω για να γυρίσουμε.
Γιατί η γιαγιά το είπε αυτό; Γιατί; Εγώ θα πάω πίσω. Θα γυρίσω πίσω μέσα από το Πάρκο Κρούγκερ. Μετά τον πόλεμο, όταν δεν θα υπάρχουν πια κλέφτες. Ίσως να μας περιμένει και η μητέρα μας στο χωριό. Και ίσως, όταν αφήσαμε τον παππού μας πίσω, εκείνος να βρήκε τον δρόμο του με κάποιο τρόπο και να γύρισε πίσω μέσα από το Πάρκο Κρούγκερ. Όλοι θα βρίσκονται σπίτι και θα τους ξαναβρώ.
Εξαιρετικό!!!