ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ1 ΠΑ VII,465
Το χώμα είναι νιόσκαφτο κι εκεί, πάνω στο μέτωπο της στήλης,
σαλεύουνε τα φύλλα των μισομαραμένων στεφανιών.
Ας ξεδιακρίνουμε, οδοιπόρε, αυτά που ’ναι γραμμένα
και το τι λέει ας δούμε,
ποιανού τα άθλια οστά η πέτρα αυτή σκεπάζει.
« Ξένε, είμαι η Αρετημιάς. Πατρίδα μου η Κνίδος.
Του Εύφρονα την κλίνη ως ταίρι του μοιράστηκα.
Της γέννας τις ωδίνες εγώ δεν τις στερήθηκα.
Παιδιά γέννησα δίδυμα.
Το ’να στον άντρα μου το άφησα για οδηγό στα γηρατειά του,
τ’ άλλο το παίρνω μακριά, του αντρός μου θυμητάρι».
——–
ΑΔ(Δ)ΑΙΟΣ2 ΠΑ VII, 240
Τον τάφο του Αλέξανδρου του Μακεδόνα αν κάποιος ψάλλει,
εκείνου μνήμα και τις δυο ηπείρους ας τις λέει.
———-
ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΣ Ο ΣΙΔΩΝΙΟΣ3 ΠΑ IX,66
Θαμπώθηκε η Μνημοσύνη,4 σαν τη Σαπφώ αγροίκησε
με τη μελένια τη φωνή, νιώθοντας φόβο
μήπως κι οι θνητοί έχουν τη δέκατη τη Μούσα.
ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΣ Ο ΣΙΔΩΝΙΟΣ ΠΑ IX, 7215
E μοσχαράκι, γιατί κοντοζυγώνεις τα λαγόνια μου;
Τι θες και μουκανίζεις;
Η τέχνη μέσα στους μαστούς δεν έχει βάλει γάλα.
——–
ΕΡΥΚΙΟΣ Ο ΚΥΖΙΚΗΝΟΣ6 ΠΑ VII, 230
Όταν κιοτή από τον πόλεμο η μητέρα σου σε δέχτηκε
και με χαμένη τη λαμπρή αρματωσιά σου όλη,
μεμιάς, Δημήτριε, η ίδια, τη φονική τη λόγχη έμπηξε
μες στα πλατιά λαγόνια σου πέρα για πέρα κι είπε:
«Ναι, πέθανε, κι η Σπάρτη ας μη στιγματιστεί·
γιατί δε λάθεψε εκείνη, αν έθρεψε δειλούς το γάλα το δικό μου».
———–
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Ο ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΥΣ7 ΠΑ XVI, 818
΄Η ο θεός ήλθε από τον ουρανό στη γη
για να σου δείξει την εικόνα του, Φειδία,
ή πράγματι εσύ ανέβηκες στον ουρανό
για ν’ αντικρίσεις τον θεό.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Ο ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΥΣ ΠΑ ΙΧ, 575
Πιο γρήγορα ο ουρανός τ’ αστέρια του θα σβήσει
ή μονομιάς την όψη της νυχτιάς ολόφωτη θα τηνε κάνει ο ήλιος
κι η θάλασσα θα ’χει γλυκό νερό για τους θνητούς να πίνουν
και οι νεκροί πίσω στων ζωντανών τον τόπο θα γυρίσουν,
παρά θε νά ’ρθει η στιγμή που τ’ όνομα το ένδοξο
του γιου τού Μαίονα, του Ομήρου,
μέσ’ απ’ του έργου του τις γέρικες σελίδες
θα το κατανικήσει η λήθη.
Πολύ ωραία! Το επιτύμβιο του Ηράκλειτου, για τη νέα γυναίκα που πέθανε στη γέννα, συγκλονηστικό