Κόντευε να βραδιάσει όταν πάρκαρα το αυτοκίνητο μου έξω απ’ το πατρικό μας σπίτι. Τα γκρίζα σύννεφα που απλώνονταν απ’ το πρωί στον χειμωνιάτικο ουρανό πύκνωσαν, βάρυναν και έφεραν μαζί τους ένα ψυχρό ψιλοβρόχι. Ένα γκρίζο μισόφωτο απλώθηκε παντού, μια μουντάδα που ταίριαζε απόλυτα με την άσχημη ψυχολογική μου διάθεση.
Κρυφοκοίταξα το σπίτι μέσα απ’ το βρεγμένο παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Τα παράθυρά του ήταν σκοτεινά και η πρόσοψή του είχε ήδη αρχίσει να παρουσιάζει σημάδια παραμέλησης. Οι γλάστρες που στόλιζαν την είσοδο είχαν μισοξεραθεί και η αυλή του είχε γεμίσει με σαπισμένα φύλλα. Θα ’λεγε κανείς πως πέθαινε κι αυτό, πως ακολουθούσε απρόθυμα τη μοίρα που είχε σημαδέψει την ιδιοκτήτριά του. Η σκέψη αυτή με θύμωσε. Δεν είχε περάσει ούτε μια βδομάδα από τότε που η μάνα μας είχε αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο και ο αδελφός μου δεν έκανε καν μια στοιχειώδη προσπάθεια να σεβαστεί τη μνήμη της, να ποτίσει έστω τ’ αγαπημένα της λουλούδια ή να σκουπίσει λιγάκι την αυλή. Όπως πάντα, άφηνε τα πάντα στην τύχη τους και περίμενε από μένα να βγάλω το φίδι από την τρύπα. Το ίδιο είχε κάνει και με την κηδεία, με τις αναγκαίες συνεννοήσεις με το γραφείο κηδειών, με τη νεκρώσιμη ακολουθία, με την υποδοχή των οικογενειακών μας φίλων και με οτιδήποτε άλλο. Ο πάντα τεμπέλης και ευθυνόφοβος Θανάσης.
Τον θυμό μου διαδέχτηκε ένα παράξενο μούδιασμα καθώς θυμήθηκα τη στιγμή που το ξύλινο φέρετρο βυθιζόταν αργά μέσα στην κρύα και σκοτεινή γη. Γύρω μας σφούγγιζαν τα μάτια τους γνωστοί και φίλοι ενώ ένας παπάς με μάτια αρπακτικού μόλις είχε σταματήσει να ψέλνει μέσα απ’ τη μύτη του. Το μόνο που μπορούσα να νιώσω καθώς έριχνα την πρώτη χούφτα με χώμα πάνω στην μακρόστενη κάσα ήταν ένα ανυπόφορο συναίσθημα μοναξιάς. Ήμασταν μόνα μας τώρα, εγώ και ο Θανάσης, τα δίδυμα αλλά τόσο ανόμοια αδέλφια.
Ξανακοίταξα το σπίτι, πιο προσεκτικά αυτή τη φορά καθώς το ψιλοβρόχι που έπεφτε στην οροφή του αυτοκινήτου μου κροτάλιζε απαλά, γεμίζοντας τη σιωπή μ’ ένα διάχυτο ψιθύρισμα. Μια αχνή λάμψη έβγαινε μέσα απ’ το μεγάλο παράθυρο του ισογείου με τις λευκές κουρτίνες. Ο Θανάσης καθόταν στο σαλόνι και έβλεπε τηλεόραση.
Βγήκα απ’ το αυτοκίνητο και διέσχισα τη μικρή απόσταση που με χώριζε απ’ το σπίτι με βαριά καρδιά καθώς ήξερα λίγο-πολύ το θέαμα που θ’ αντίκριζα μόλις θα έμπαινα στο εσωτερικό του. Ακαταστασία, σκόνη και θλίψη και το Θανάση απλωμένο στον καναπέ να κοιτάζει με αδιαφορία την αναμμένη τηλεοπτική οθόνη. Αυτός ήταν ο αδελφός μου, ο μοναδικός συγγενής πρώτου βαθμού που μου είχε απομείνει, το αίμα μου.
«Μπορείς σε παρακαλώ να κλείσεις το φως; Βλέπω καλύτερα έτσι!» Κάτω απ’ τη λάμψη του πολύφωτου που μόλις είχα ανάψει, αντίκρισα ένα μικρό χάος: Πλαστικά ποτήρια, χρησιμοποιημένα μαχαιροπίρουνα και μια μισοφαγωμένη πίτσα πάνω στο λεκιασμένο τραπεζάκι. Τσαλακωμένα ρούχα που είχαν αφεθεί πάνω σε πολυθρόνες και καναπέδες, κουτάκια μπύρας και αναψυκτικών πάνω στο χαλί, συμπλήρωναν την άσχημη εκείνη εικόνα.
«Πότε ήρθες εδώ;» τον ρώτησα κοιτάζοντας γύρω μου με αποδοκιμασία. Ο Θανάσης γύρισε το κεφάλι του και μου έριξε ένα βαριεστημένο βλέμμα. Του έριξα μια επικριτική ματιά με τη σειρά μου και για μια στιγμή μου φάνηκε ότι αντίκριζα έναν ξένο, έναν κακό-γερασμένο μεσήλικα με κοιλίτσα και καράφλα, αξύριστο, με σακούλες κάτω απ’ τα μάτια και απεριποίητο μαλλί. Ο θυμός σπινθήρισε για άλλη μια φορά μέσα μου αλλά προσπάθησα να δώσω τόπο στην οργή.
«Ωχ, δεν θ’ αρχίσεις πάλι να κάνεις τη στριμμένη γεροντοκόρη, έτσι;» μουρμούρισε εκείνος με ύφος βαρύ και ασήκωτο. Το προσβλητικό αυτό σχόλιο με χτύπησε κατάμουτρα, σαν χαστούκι.
«Να σου πω,» του απάντησα με τον ίδιο τόνο φωνής, «δεν θ’ αρχίσω να κάνω τη γεροντοκόρη αν εσύ σταματήσεις να φέρεσαι σαν το κακομαθημένο κωλόπαιδο που περιμένει απ’ όλους τους άλλους να το φροντίσουν!»
Εγκατέλειψα το σαλόνι κρατώντας το κεφάλι μου ψηλά και μπήκα στην κουζίνα αφήνοντας επίτηδες τα φώτα αναμμένα. Το γεγονός ότι δεν σηκώθηκε για να τα κλείσει μ’ έκανε να θυμώσω ακόμα περισσότερο. Η κουζίνα βρισκόταν στο μεταξύ σε ακόμα χειρότερη κατάσταση απ’ ότι το σαλόνι. Ο νεροχύτης ξεχείλιζε με άπλυτα πιάτα και ποτήρια και το ψυγείο ήταν σχεδόν άδειο. Ένα τοπίο εγκατάλειψης και ακαταστασίας. Αναστέναξα βαθιά και χωρίς να δώσω συνέχεια σε μια έτσι κι αλλιώς άσκοπη αντιπαράθεση, σήκωσα τα μανίκια μου, φόρεσα μια ποδιά και ένα ζευγάρι γάντια κουζίνας, μια και αυτά υπήρχαν ακόμα στο ντουλάπι, και άρχισα να βάζω τάξη στο χάος.
Είναι περίεργο πως το μυαλό του ανθρώπου, όταν απασχολείται με δουλειές ρουτίνας μπαίνει στον αυτόματο πιλότο ενώ ένα κομμάτι του μπορεί και χάνεται σ’ έναν ωκεανό αναμνήσεων και σκέψεων. Ήταν η πρώτη φορά που είχα ξαναμπεί στο σπίτι από τότε που είχε πεθάνει η μητέρα μας. Τώρα η μορφή της φώτιζε τις σκέψεις μου σαν φάρος μέσα στο σκοτάδι. Γιατί αυτό ήταν το στοιχείο με το οποίο πάντα ταύτιζα τη μητέρα μου, το φως. Ήταν μια γυναίκα που είχε παραμείνει όμορφη μέχρι τα βαθιά της γεράματα, ψηλή, με κορμοστασιά ολόισια, που θύμιζε λαμπάδα. Το πρόσωπό της ήταν εντυπωσιακό, με αυστηρά αλλά αρμονικά χαρακτηριστικά που τα γλύκαιναν τα πιο όμορφα μάτια που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, μεγάλα τρυφερά και σκούρα. Κάθε φορά που εστιάζονταν επάνω μου ένιωθα να με τυλίγει ένας ωκεανός ανεξάντλητης αγάπης. Ήταν μια δυνατή και στωική γυναίκα με μια έμφυτη αρχοντιά που ενέπνεε τον σεβασμό όπου και να πήγαινε. Πιστεύω μάλιστα ότι αυτές οι αρετές του χαρακτήρα της ήταν που της είχαν δώσει τη δύναμη να σταθεί στα πόδια της και να επιβιώσει στο ασφυκτικό περιβάλλον της μικρής μας κωμόπολης όταν ο άντρας της, ο πατέρας μας δηλαδή, μη αντέχοντας την ευθύνη της συντήρησης μιας οικογένειας, ξεκίνησε ένα πρωινό για να πάει στη δουλειά του και εξαφανίστηκε για πάντα. Όπως έμαθα πολύ αργότερα, είχε αγοράσει ένα ναύλο για την Αυστραλία χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν.
Εκείνη, μια νιόπαντρη και άπειρη κοπέλα, κατάφερε να μεγαλώσει δύο παιδιά κάνοντας δουλειές του ποδαριού στην αρχή και ανοίγοντας ένα μικρό κατάστημα στη συνέχεια. Δεν είχε λυγίσει ποτέ, δεν τη θυμάμαι ποτέ να έχει αρρωστήσει και ποτέ δεν βγήκε κακή κουβέντα απ’ το στόμα της. Τα βράδια καθόταν στον καναπέ του σαλονιού, εκεί όπου τώρα ξαπλάρωνε ο Θανάσης, και μας κοίταζε χαμογελώντας καθώς εμείς διαβάζαμε τα μαθήματά μας ξαπλωμένοι στο χαλί. Θυμάμαι επίσης ότι δεν έχανε ποτέ την ψυχραιμία της. Ακόμα και όταν ο Θανάσης άρχισε να μην πηγαίνει καλά στο σχολείο, ακόμα και όταν τα παράτησε ξαφνικά και άρχισε να βολοδέρνει από ’δω και από ’κει, εκείνη απλώς αναστέναζε και με συμβούλευε να κάνω υπομονή, μου έλεγε ότι δεν είχε ξεπεράσει ακόμα την απουσία του πατέρα του και ότι μια μέρα θα έβρισκε και αυτός το δρόμο του στη ζωή.
Η σχέση μου με τον αδελφό μου διαβρώθηκε σιγά-σιγά, ύστερα από έναν πακτωλό αλλεπάλληλων απογοητεύσεων. Στην αρχή ήμασταν πολύ αγαπημένοι, έκανα ό, τι μπορούσα για να τον βοηθάω με τα μαθήματα του και να τον υπερασπίζομαι ενάντια στους κακεντρεχείς συμμαθητές μας που γελούσαν με τις χαμηλές του επιδόσεις. Κάποια στιγμή όμως έφτασε η ώρα που, έχοντας μπουχτίσει απ’ τις μάταιες προσπάθειές που έκανε να σταθεί αντάξιος των προσδοκιών μας, στράφηκε εναντίον μου, έπαψε να μου μιλάει και με το πέρασμα του χρόνου γίναμε σχεδόν εχθροί.
Σταμάτησα να πλένω τα πιάτα πλημμυρισμένη από μια θύελλα συναισθημάτων. «Κι όμως», σκέφτηκα, «μαμά, έκανες λάθος, τελικά δεν τον βρήκε το δρόμο του. Έγινε πια σαράντα-πέντε ετών και ακόμα δεν έχει κάνει τίποτα στη ζωή του. Εγώ είμαι αυτή που τον συντηρώ και μάλλον θα κάνω αυτή τη δουλειά μέχρι να πεθάνουμε και οι δυο μας. Ο Θανάσης σκότωσε μια-μία τις ελπίδες που έτρεφες γι’ αυτόν.»
Εγώ τα είχα καταφέρει καλύτερα. Πληρώνοντας ένα βαρύ τίμημα φυσικά. Από πολύ μικρή αποφάσισα να κάνω τη μάνα μου περήφανη για μένα. Αφιερώθηκα λοιπόν με μανία στα διαβάσματα και στις σπουδές μου, πέρασα ατελείωτα βράδια μελετώντας μέχρι τα ξημερώματα, μπήκα με την πρώτη στη Νομική Αθηνών, δεν κόπηκα ποτέ σε κάποιο μάθημα, κάποια στιγμή άνοιξα δικό μου γραφείο και να ’μαι τώρα, μια ώριμη δικηγόρος, επιτυχημένη και εύπορη, μ’ έναν τεράστιο κύκλο γνωριμιών, αλλά μόνη. Μια αυστηρή και δύστροπή γεροντοκόρη.
Υπήρχαν στιγμές που ένιωθα μια παράξενη αγωνία, τώρα τελευταία ειδικά, και μου φαινόταν πως η γη έτριζε κάτω απ’ τα πόδια μου. Άλλες φορές πάλι, σε ανύποπτο χρόνο, άκουγα μια παιδική φωνούλα να κλαίει σαν αβοήθητο νήπιο χαμένο στο σκοτάδι. Κάτι φώναζε αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό. Έσφιγγα τα δόντια, αφιερωνόμουν στις δικογραφίες μου και πάλευα ν’ αγνοήσω την παράλογη εκείνη παραίσθηση. Έλεγα στον εαυτό μου ότι δεν μπορούσα με τίποτα να χάσω τον έλεγχο της ζωής μου, ότι ο προβληματικός μου αδελφός με χρειαζόταν και ότι έπρεπε να στηρίζω και τους δυο μας. Έκανα υπομονή λοιπόν, ακριβώς όπως έκανε και η μάνα μας για μια ολόκληρη ζωή.
Κάποια στιγμή τελείωσα με τα πιάτα, καθάρισα το τραπέζι, σκούπισα και το πάτωμα και μετά αποφάσισα να ρίξω και μια ματιά στο μπάνιο. Άναψα το φως, κοίταξα τον εαυτό μου στον λεκιασμένο καθρέφτη και αντίκρισα μια γυναίκα με αγέλαστο πρόσωπο, άψογο χτένισμα και περιποιημένη επιδερμίδα. Στήριξα τα χέρια μου στο νιπτήρα και τα νύχια μου, κομμένα στην εντέλεια και βαμμένα μ’ ένα μοντέρνο σκούρο χρώμα μου φάνηκαν αλλόκοτα ξαφνικά, ξένα, σαν εξωγήινα εξαρτήματα που αντανακλούσαν θαμπά το κιτρινωπό φως του ηλεκτρικού.
«Η μαμά πέθανε».
Αυτή η σκέψη αναδύθηκε μέσα μου με κρυστάλλινη καθαρότητα, για πρώτη φορά απαλλαγμένη απ’ τους αντιπερισπασμούς των αναρίθμητων υποχρεώσεων και των δουλειών που έπρεπε να διεκπεραιωθούν, ξεκάθαρη σαν ένα πολυεδρικό κομμάτι από πάγο που μ’ έκοβε σαν μαχαίρι. Ο θυμός και η οργή ενάντια στον τεμπέλη και ασεβή αδελφό μου υποχώρησαν ξαφνικά και έμεινα μόνη, αντιμέτωπη με το είδωλό μου που με κοιτούσε παγερά μέσα απ’ τον βρώμικο καθρέφτη του μπάνιου. Βύθισα το βλέμμα μου στις μαύρες λίμνες των ματιών του και εκείνες μου φάνηκαν απύθμενες ξαφνικά, ερεβώδεις, δύο πανομοιότυπα παραθυράκια που οδηγούσαν σ’ ένα παράλληλο σύμπαν που δεν επρόκειτο να φωτιστεί ποτέ απ’ την απαλή φωταύγεια των άστρων.
Εκείνη τη στιγμή έκανα και μια άλλη, ακόμα πιο παράξενη διαπίστωση: Δεν μπορούσα να κλάψω. Αλλά και πάλι αυτό ήταν αρκετά λογικό αφού ποτέ δεν είχα καταφέρει να κλάψω μέχρι τώρα στη ζωή μου.
Εγκατέλειψα το μπάνιο, βγήκα στο διάδρομο και μπήκα στο δωμάτιο της μητέρας μου, εκεί όπου την είχαν βρει νεκρή, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, με το πρόσωπό της ήρεμο και ευγενικό και χαραγμένο με κάτι που έμοιαζε με απαλό χαμόγελο. Ο θάνατος της είχε φερθεί καλύτερα από ότι η ζωή, αυτό ήταν το σίγουρο. Την είχε πάρει ανώδυνα και γλυκά, είχε μπει στην κάμαρά της σαν τρυφερός εραστής. Ανακοπή μας είχε πει ο γιατρός που την είχε εξετάσει, πέθανε στον ύπνο της χωρίς να καταλάβει το παραμικρό.
Εκείνο το δωμάτιο ήταν τακτοποιημένο στην εντέλεια, καθαρό και όμορφο, όπως το διατηρούσε εκείνη. Φαίνεται ότι ο αγαπητός μου αδελφός δεν είχε προλάβει ν’ απλώσει την αρίδα του εκεί μέσα. Ένιωσα ένα αυθόρμητο κύμα ευγνωμοσύνης για τις γειτόνισσες που είχαν μπει στον κόπο να το τακτοποιήσουν μετά την αποχώρηση των γιατρών και του ασθενοφόρου που την είχαν πάρει μαζί τους. Αυτό το δωμάτιο ήταν το προσωπικό της ησυχαστήριο, ένας χώρος διακοσμημένος με παλιές φωτογραφίες, με κάποια αγαπημένα της βιβλία απ’ τα παιδικά της χρόνια που γέμιζαν ένα ράφι, με όμορφες δαντελωτές κουρτίνες στα παράθυρα και μ’ ένα ραδιόφωνο-αντίκα. Τη φανταζόμουν εκεί μέσα να διαβάζει ξαπλωμένη με τα γυαλιά της πρεσβυωπίας της, τυλιγμένη απ’ το απαλό φως ενός παλιομοδίτικου αμπαζούρ, ν’ ακούει αφηρημένη τη φλυαρία των ερτζιανών ενώ οι σκέψεις της κλωθογύριζαν γύρω μας. Γιατί ήξερα ότι πάντα μας σκεφτόταν. Είχαμε συνάψει μάλιστα μια συμφωνία οι τρεις μας και κάθε βράδυ στις εννέα, ότι και να κάναμε, σταματάγαμε για πέντε λεπτά και σκεφτόμασταν ο ένας τον άλλο. Ήταν το προσωπικό μας παιχνίδι, μια ακόμα μορφή του ιερού δεσμού που μας έδενε για μια ζωή. Κοίταξα το παλαιικό ρολόι που στεκόταν πάνω στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι της και είδα ότι έδειχνε εννέα παρά πέντε. Όμως απόψε εκείνη δεν βρισκόταν εκεί για να μου στείλει τις γλυκές της σκέψεις.
Κάθισα στο κρεβάτι και πλησίασα τη μύτη μου στο προσκεφάλι του. Τα ρουθούνια μου αναρίγησαν ξαφνιασμένα καθώς η ευωδιά του γνώριμου αρώματος που πάντα φορούσε, ένα μείγμα από λεβάντα γιασεμί και τριαντάφυλλα, αναδύθηκε μέσα απ’ τα καλοστρωμένα στρωσίδια και γέμισε το δωμάτιο σαν μια γλυκιά και αόρατη καταχνιά. Μου έκανε εντύπωση αυτό το γεγονός, ότι ύστερα από μια ολόκληρη βδομάδα εκείνο το άρωμα εξακολουθούσε να ευωδιάζει με τέτοια ένταση.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι και βύθισα το πρόσωπο μου στα πεντακάθαρα στρωσίδια του.
«Μαμά φοβάμαι,» ψιθύρισα, «μου λείπεις πολύ. Δεν θέλω να ζω μόνη μου.» Και τότε ήταν που μου ήρθε να κλάψω. Να κλάψω πραγματικά. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα κάτι ζεστό και υγρό να φουσκώνει μέσα στο στήθος μου και να πασχίζει να βρει το δρόμο του προς τα πάνω. Πάλεψα με μανία να καταπνίξω τον ωκεανό των δακρύων που απειλούσε να με πνίξει γιατί δεν ήθελα ο Θανάσης να μ’ ακούσει απ’ το σαλόνι και ν’ ανησυχήσει. Σκούπισα λοιπόν τα μάτια μου και έριξα μια ματιά στον πίσω κήπο, μέσα απ’ το βρεγμένο παράθυρο. Το ψιλοβρόχι είχε κοπάσει και ο ουρανός είχε ανοίξει λιγάκι. Το φεγγάρι κρυφό-κοιτούσε τον κόσμο ανάμεσα απ’ τα σύννεφα που κάλπαζαν σαν άλογα στον ουρανό και έντυνε τον κήπο με μια χλωμή ασημένια λάμψη. Ο πίσω κήπος ήταν η αγαπημένη γωνιά όλων μας. Όταν ήταν νιόπαντρη, είχε φυτέψει εκεί μια αμυγδαλιά που είχε θεριέψει με τα χρόνια και είχε απλώσει τα κλαδιά της τόσο πολύ που τον σκέπαζε ολόκληρο.
«Είναι παιδί μου και αυτή», μας έλεγε κάθε φορά που καθόμασταν κάτω απ’ τα κλωνάρια της, «τη φύτεψα την ημέρα που έμαθα ότι μεγαλώνατε μέσα μου. Έχετε και οι τρεις την ίδια ηλικία!»
Εκείνη τη στιγμή ένιωσα μια πολύ έντονη παρόρμηση ν’ αναζητήσω παρηγοριά μέσα στις γνώριμες σκιές του. Οτιδήποτε ήταν καλύτερο από το σπίτι που το ένιωθα να γίνεται όλο και πιο ασφυκτικό και πνιγηρό με το κάθε λεπτό που περνούσε.
Έκανε ψύχρα και μια διάχυτη υγρασία απλώθηκε γύρω μου μόλις βγήκα απ’ την πίσω πόρτα του σπιτιού. Περπάτησα πάνω στο νοτισμένο χορτάρι και άγγιξα τον κορμό της αμυγδαλιάς με τις άκρες των δαχτύλων μου. Τα κλαδιά της έσταζαν απ’ τη βροχή και οι σταγόνες που έπεφταν στο κεφάλι και στους ώμους μου έμοιαζαν με χλιαρά δάκρυα. Κι όμως ο οξύς πόνος που με είχε κατακλύσει μέσα στην κάμαρά υποχώρησε ξαφνικά, νικημένος απ’ την ειρηνική ομορφιά που με κύκλωσε από παντού. Κοίταξα τον ασημένιο δίσκο της σελήνης που φεγγοβολούσε ανάμεσα απ’ τα γυμνά κλωνάρια και μια ακόμα πολύτιμη ανάμνηση αναδύθηκε στο μνημονικό μου: Ένα ανοιξιάτικο απομεσήμερο που είχε βρέξει, καλή ώρα όπως και τώρα. Ο ήλιος έλαμπε σαν χρυσαφένιο νόμισμα στον φρεσκοπλυμένο ουρανό που απλωνόταν καταγάλανος και λαμπερός ανάμεσα απ’ τ’ ανθισμένα κλαδιά της αμυγδαλιάς μας και εμείς στεκόμασταν όρθιοι, εγώ η μαμά και ο Θανάσης, γύρω από μια τριανταφυλλιά. Ήμασταν έξι ετών. Εκείνη μας έδειχνε πώς να φροντίζουμε το όμορφο εκείνο φυτό, πως να κόβουμε τα λουλούδια του χωρίς να το τραυματίζουμε περισσότερο απ’ ότι ήταν αναγκαίο. Εκείνη τη στιγμή, καθώς κοίταζα με δέος τα ολόδροσα πέταλα που έμοιαζαν με τις πτυχές κάποιου βελούδινου φορέματος, είδα μια πεταλούδα. Ξεμύτισε μέσα απ’ τις πορφυρές εκείνες πτυχώσεις σαν ένα λεπτεπίλεπτο κομψοτέχνημα που άστραφτε πολύχρωμο. Τα διάφανα φτερά της έτρεμαν και γυάλιζαν στον ήλιο. Τ΄ ανοιγόκλεισε δυο και τρεις φορές, κούνησε τις κεραίες της και μετά πετάρισε γύρω μας σαν να μας αποχαιρετούσε, προτού απομακρυνθεί για πάντα, βγάζοντας ένα απαλό θρόισμα που θύμιζε μεταξωτή κουρτίνα που κυματίζει στον άνεμο. Η μητέρα μας χαμογέλασε. Ένα μικρό δίχτυ από λεπτές ρυτίδες χαράχτηκε γύρω απ’ τα γλυκά της μάτια:
«Είδατε; Την τρομάξαμε την κακομοίρα!»
Εκείνη τη στιγμή τα δάκρυα φούσκωσαν για μια ακόμα φορά μέσα στο στήθος μου. Άκουσα μέσα απ’ το σπίτι τον μονότονο βόμβο της τηλεόρασης. Ο Θανάσης είχε ξανακλείσει το φως και παρακολουθούσε κάποιο ηλίθιο πρόγραμμα το δίχως άλλο.
«Μαμά, τι να κάνω»; ψιθύρισα μέσα στο υγρό σκοτάδι, «έτσι θα είναι η ζωή μου από’ δω κι εμπρός; Θα φροντίζω μόνη και έρημη έναν αδελφό που δεν του κόβεται καρφί για το παραμικρό»; Έκλεισα τα μάτια μου με την εντελώς παράλογη ελπίδα ότι με κάποιο τρόπο ίσως θα μου ερχόταν κάποιου είδους απάντηση.
Ένιωσα μια παράξενη αλλαγή στην ατμόσφαιρα. Ένα απαλό αεράκι γέμισε τον κήπο, έκανε μια βόλτα γύρω απ’ την γυμνή αμυγδαλιά και άγγιξε το πρόσωπό μου σαν στοργικό χάδι. Τα κλαδιά του δέντρου έτριξαν και η νυχτερινή ατμόσφαιρα πλημμύρισε από ένα γνώριμο άρωμα. Το δικό της άρωμα. Το φεγγάρι κρύφτηκε πίσω από μια μάζα από σύννεφα. Άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου και κοίταξα τρομαγμένη το σκοτάδι… Μετά, καθώς το άρωμα της μητέρας μου γινόταν όλο και πιο δυνατό, άκουσα τη φωνή της, απαλή και γλυκιά σαν το θρόισμα μιας μυρωμένης αύρας που ταξιδεύει πάνω από κάποιον ανθόσπαρτο αγρό, να ψιθυρίζει μέσα στ’ αυτί μου:
«Πρέπει να προσέχεις τον αδελφό σου. Σε χρειάζεται».
Ένας λυγμός δραπέτευσε απ’ το στήθος μου, μια πνιχτή κραυγή έκπληξης και φόβου. Το αεράκι έσβησε και μαζί του αποχώρησε και η ευλογημένη εκείνη ευωδιά. Μου φάνηκε πως κάτι πέρασε περπατώντας από δίπλα μου και μπήκε στο σπίτι. Στηρίχτηκα στον κορμό του δέντρου καθώς ένιωσα τα πόδια μου να λυγίζουν. Ίσως και να είχα τρελαθεί. Εδώ που τα λέμε, καιρός ήταν.
Άκουσα την πίσω πόρτα του σπιτιού ν’ ανοίγει και μέσα στο χλωμό φως του φεγγαριού που ξανά-φώτισε τη νύχτα, είδα τη σιλουέτα του αδελφού μου να βγαίνει παραπατώντας στον κήπο. Μέσα απ’ το άνοιγμα της μισάνοιχτης πόρτας διέκρινα και την οθόνη της τηλεόρασης να τρεμοπαίζει αδιάφορα μέσα στο σκοτάδι. Όταν με πλησίασε πρόσεξα ότι το πρόσωπό του ήταν ιδρωμένο και αλλοιωμένο από μια έκφραση ατόφιου τρόμου. Άπλωσα τα χέρια μου προς το μέρος του και εκείνος έπεσε στην αγκαλιά μου σαν βαρίδι.
«Τι έπαθες καλέ μου; Τι συμβαίνει;» τον ρώτησα όπως τότε που ήμασταν μικροί και τον έβλεπα στεναχωρημένο κάθε φορά που μας ερχόταν οι βαθμοί του σχολείου και εκείνος δεν τα είχε πάει καλά ή τον είχαν προσβάλει οι άκαρδοι συμμαθητές μας.
Αυτός κούρνιασε στην αγκαλιά μου και, καθώς γονατίζαμε και οι δυο πάνω στο χορτάρι, μουρμούρισε τα εξής:
«Έγινε κάτι πολύ τρομαχτικό, μόλις τώρα! Καθόμουν και έβλεπα τηλεόραση και ξαφνικά μύρισα το άρωμα της μαμάς, ξέρεις, αυτό που έβαζε κάθε μέρα. Ένιωσα κάτι σαν αεράκι και μετά την άκουσα να μου ψιθυρίζει κάτι…»
«Τι σου είπε»; Τον ρώτησα αναρριγώντας άθελά μου, πλημμυρισμένη από ένα υπερφυσικό δέος.
«Πρέπει να προσέχεις την αδελφή σου. Σε χρειάζεται», απάντησε.
(Η συγκεκριμένη ιστορία αποτελεί τμήμα της συλλογής διηγημάτων μου με τον τίτλο «Η κυρά της Πόλης» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άλλωστε.
Σχετικό λινκ: https://alloste.gr/logotexnia/24–.html