Μόλις είχα ολοκληρώσει το διάβασμα του βιβλίου του Νορβηγού Στίαν Μπρούμαρκ (Εκδόσεις Εστία), με τίτλο «Επαναπατρισμοί. Η Μικρασιατική καταστροφή και η ανταλλαγή των πληθυσμών μέσα από τα μάτια ενός Νορβηγού». Ο συγγραφέας που έζησε δυο χρόνια στην Ελλάδα, ως παιδί, γράφει στον πρόλογό του για την ελληνική έκδοση «Για τους Νορβηγούς σαν του λόγου μου, η λέξη «νοσταλγία» συνδέεται μόνο με το γήρας και την αναπόληση. Για εσάς τους Έλληνες, η λέξη είναι μέρος του πολιτισμικού σας DNA. Όπως η λέξη διασπορά». Η νοσταλγία είναι ένα βασικό στοιχείο στη σκέψη του Έλληνα-και όχι μόνο-, όχι ως δομικό βιολογικό στοιχείο αλλά ως γνώσιμα κοινωνικό και πολιτισμό. Είναι ένας τόπος που οι άνθρωποί της γνώρισαν τα ταξίδια της μετανάστευσης και της προσφυγιάς. Ο τόπος δεν μπορούσε να τους κρατήσει κι έτσι αναζητούσαν άλλους τόπους, για να χορτάσουν ψωμί. Κι εκεί καζάντισαν. Όμως, ποτέ δεν ξέχασαν τον τόπο τους. Τον κουβαλούσαν μαζί τους κι όταν είχαν την ευκαιρία ανταπέδιδαν με διάφορες μορφές ως αντίδωρο που η σκέψη του τους κράτησαν όρθιος.
Όμως, ο τόπος γνώρισε και προσφυγιά. Και δεν περιορίζομαι μόνο στο 1922 . Υπενθυμίζω την αναγκαστική προσφυγιά κατά τον Εμφύλιο, που εκδηλώθηκε ως εκκένωση ή ως μετακίνηση στο μεγάλο αστικό κέντρο, ώστε να προστατευθούν από το τοξικό κλίμα της εποχής.
Έχει δίκιο, λοιπόν, ο Νορβηγός συγγραφέας. Η νοσταλγία στη χώρα μας δεν ήταν ένας στείρος συναισθηματισμός. Δημιούργησε τα δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς. Προπάντων, είναι η νοσταλγία ένας τρόπος ένταξης στην οικογενειακή ενότητα ή στην ομάδα του χωριού που βρίσκεται διεσπαρμένη στη διασπορά. Αυτή η νοσταλγία γίνεται και αφορμή για δημιουργία. Έχουν γραφτεί πολλές μονογραφίες για τον λαϊκό πολιτισμό ενός μικροτόπου. Αναβιώθηκαν πανηγύρια, καταγράφηκαν δημοτικά τραγούδια. Αποκαταστάθηκε η ενότητα ανάμεσα στην πολιτισμική μήτρα και τον τόπο διαμονής με την επανακατασκευή των πατρογονικών εστιών. Γράφτηκε λογοτεχνία, ακόμη κι από νεότερους που αντλούν τη θεματολογία τους από τον μικροτόπο. Κάτω από την επιφάνεια όλων αυτών διαχέεται άλλοτε μια υπερχειλίζουσα κι άλλοτε μια υπόρρητη κι ελεγχόμενη νοσταλγική διάθεση.
Αυτή η νοσταλγική διάθεση συμπλέκεται συχνά και με την υποχρέωση να αναδειχτούν πλευρές της τοπικής ιστορίας. Τέτοια είναι η περίοδος της Κατοχής και του Εμφυλίου, για την οποία έχουν γραφτεί αρκετά μελετήματα επιστημονικά ή και λογοτεχνήματα.
Σ’αυτό το κλίμα εντάσσεται το βιβλίο του Βασίλη Μαστρογιάννη. Πρόκειται για μια οικογενειακή ιστορία, η οποία όμως συναντά την ελληνική ιστορία. «Πρόκειται για μία τρυφερή αφήγηση ενός παιδιού, που όταν μεγάλωσε θέλησε να δει, με τα μάτια ενός ώριμου άντρα καταστάσεις, αισθήματα και βιώματα μιας ταραγμένης εποχής», γράφει στο προλόγισμά του ο καθηγητής Γιάννης Πανούσης. Κι έτσι είναι. Η ανιστόρηση των γεγονότων, στο μεγαλύτερο μέρος, γίνεται σε τρίτο πρόσωπο από τον συγγραφέα. Κάποιες φορές επιλέγεται η πρωτοπρόσωση αφήγηση. Μιλάει η μάνα και τότε βγαίνει στην επιφάνεια το τραύμα αλλά και η επική αφηγηματική διάσταση, όταν εξιστορείται η πορεία προς την ανατίναξη της γέφυρας του Ασπροποτάμου, στην οποία συμμετέχει και η ίδια με τη μεταφορά πυρομαχικών.
Το βιβλίο, λοιπόν, του Μαστρογιάννη είναι ωδή κι συνάμα ελεγεία. Ωδή στον ηρωισμό του απλού ανθρώπου στην Κατοχή. Έχουν γραφτεί πολλά. Λίγες, ωστόσο, είναι οι φορές που δίνεται φωνή σε μια κοπέλα. Παρακολουθούμε ότι αυτό που κάποιοι χρωματίζουν ως ηρωισμό είναι η αίσθηση του καθήκοντος και της αλληλεγγύης, όπως διαμορφώθηκε στις αγροτικές κοινότητες. Είναι η οικογενειακή κληρονομιά. Ο Μαστρογιάννης δεν κραυγάζει, δεν μυθοποιεί. Χωρίς συναισθηματισμούς επιτυγχάνει να δώσει μορφή στη διαδικασία συνειδητοποίησης της μικρής Βάνας. Είναι η μάνα πλασμένη από οστά αλλά και αρχές . Είναι η γυναίκα που φοβάται αλλά που η συλλογικότητα μετατρέπει τον φόβο σε δύναμη. Η ανιστόρηση της πορείας της ομάδας των κοριτσιών από το χωριό τους στη γέφυρα του Γοργοπόταμου είναι μια ευτυχής στιγμή για τον συγγραφέα. Το φυσικό περιβάλλον, το σκοτάδι, τα περιγράμματα των βουνών, οι χτύποι της καρδιάς και ο φόβος, καθώς και οι λάμψεις από τους πυροβολισμούς και τα εκρηκτικά συνθέτουν μιαν επική αφήγηση, που δεν έχει σχέση με τη μεγαλοστομία. Είναι ένας τρόπος να μάθει κάποιος την ιστορία, που γράφεται με τις μικροϊστορίες.
Την ίδια στιγμή το βιβλίο είναι και μια ελεγεία για τη θέση της γυναίκας στην αγροτική ύπαιθρο. Η Βάνα έτσι αναλαμβάνει να αντιπροσωπεύσει τις συνομήλικές της. Τις γυναίκες εκείνες που στράγγισαν την ψυχή τους θέτοντας το σώμα, τα συναισθήματα και τα αισθήματα στην υπηρεσία της πατρικής οικογένειας, των αρσενικών. Επιπλέον, η Βάνα έχει απέραντη δύναμη, που της επιτρέπει να υπερβεί τις δυσκολίες, τις ατυχίες. Παίρνει τη ζωή στα χέρια της. Κι αυτό γιατί έχει απέραντη αγάπη για τα παιδιά της.
Και κάτι ακόμη. Το βιβλίο του Μαστρογιάννη είναι ένα βιβλίο για όσα πληγώνουν τις τοπικές κοινωνίες. Για τις αντιφάσεις και τις εξάρσεις. Είναι μια ιστορία που πλέκεται γύρω από τη μεγάλη ιστορία της χώρας στη διάρκεια σημαντικών γεγονότων, όπως είναι η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η μετεμφυλιακή κατάσταση και άλλα.
Είναι ένα βιβλίο που μπορεί να λυτρώσει στην εποχή που ζούμε. Η ανάγνωση της ιστορίας της Βάνας μπορεί να μαλακώσει την ψυχή μας. Επίσης, η προσήλωση του Βάιου στη μάνα είναι κι ένα κερί σ’ όλες τις μανάδες.
O Ευάγγελος Αυδίκος είναι πεζογράφος και ομοτ. καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.