Η γόησσα καταχνιά
Το βιβλίο του Νίκου Μάντζιου προκαλεί το ενδιαφέρον ως αφορμή για ανατοποθέτηση των ειδολογικών ορισμών στην πεζογραφία. Συνήθως, μια από τις κριτικογραφικές στοχεύσεις είναι η ταξινόμηση του κειμένου. αν με άλλα λόγια ανήκει στο διήγημα , τη νουβέλα ή το μυθιστόρημα. Στην τελευταία δε περίπτωση τι είδους μυθιστόρημα είναι.
Το βιβλίο του Μάντζιου θέτει εξ αρχής εν αμφιβόλω τα ειδολογικά κριτήρια. Το χαρακτηρίζει σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Πρόκειται επί της ουσίας για αυτόνομες ιστορίες που θα μπορούσαν να ταξινομηθούν ως διηγήματα, που αναπτύσσονται γύρω από βασικούς θεματικούς άξονες. Πέραν τούτου, ένας άλλος συνεκτικός ιστός των ιστοριών είναι τα ονόματα. Σε καθεμιά από τις δεκαπέντε ιστορίες πρωταγωνιστούν ένα ή δύο πρόσωπα, τα οποία επανεμφανίζονται σε άλλες ιστορίες ως συμπληρωματικά πρόσωπα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, όλες οι αυτόνομες ιστορίες λειτουργούν ως ψηφίδες ενός ευρύτερου αφηγηματικού γεγονότος.
Ελάχιστη σημασία έχει η ειδολογική ταξινόμηση του βιβλίου. Πρωτίστως ενδιαφέρει το ίδιο το πεζογράφημα, που αιφνιδιάζει με τον μεστό λόγο του συγγραφέα αλλά και την αφηγηματική του δεξιότητα, η οποία τον διευκολύνει να απεμπλακεί από μια νεορομαντική προβολή των ηθών. Πρόκειται για ένα εγγενές γνώρισμα της πρόσφατης διηγηματογραφίας, η οποία επιστρέφει στην ύπαιθρο εστιάζοντας στον ιδιωματικό λόγο ή ανακαλύπτοντας μια πρόσφορη θεματολογία.
Ο Μάντζιος αποφεύγει αυτούς τους σκοπέλους βυθίζοντας την αφηγηματική του γραφίδα βαθιά στο κοινωνικό πλαίσιο. «Όσο για το καλό και το κακό, κατέληξε πως δεν υπάρχουν κακοί άνθρωποι. Κακός είναι ο κόσμος». Αυτό είναι το απόσταγμα της βιοφιλοσοφίας του παπά. Έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία του ελεγκτικού μηχανισμού της τοπικής κανονικότητας, ώστε να εξουδετερωθεί η επικίνδυνη ετερότητα, η οποία μπορεί να προβλέψει τα οικεία κακά.
Οι ιστορίες του Μάντζιου θέτουν ζητήματα δικαιοσύνης, σχέσεις με το θείο, τα όρια της αμαρτίας, τη μοναξιά και τη συντριβή του ατόμου μέσα σ’ ένα ασφυκτικό κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Κακός είναι ο κόσμος, συμπεραίνει ο παπάς. Κόσμος είναι οι συλλογικές νοοτροπίες, που δεν αφήνουν περιθώρια στους ανθρώπους να εκφραστούν και να διαμορφώσουν την προσωπικότητά τους. Ή που επιβάλλουν επιλογές. Οι ήρωες του συγγραφέα είναι θύτες και θύματα ενός εξουσιαστικού πλέγματος που ακρωτηριάζει το σώμα και την ψυχή. Ακρωτηριασμένος είναι ο Σωτηριάς αλλά και ο Θράσος που επέστρεψαν από τον πόλεμο της Κορέας με λειψό το σώμα αλλά και ψυχή παραδομένη στην απληστία και στον θάνατο, στο όνομα του ελεύθερου κόσμου. Ακρωτηριασμένος είναι και ο Ταξιάρχης, που δεν έχει μάθει να εκφράζει τα συναισθήματά του. Οδηγείται στο κακό, στο έγκλημα, αδυνατώντας να επουλώσει τις πληγές του. Ακρωτηριασμένος είναι και γιατρός Μάξιμος που το ερωτικό τραύμα τον οδηγεί στην εξιλέωση μέσω της ταυτόχρονης αυτοκτονίας με τη νεαρή Λούνα του τσίρκου, το ερωτικό υποκατάστατο του ανεκπλήρωτου έρωτα.
Ο συγγραφέας αποφεύγει να ταξινομήσει τους ήρωές του σε κύκλους. Είναι ταυτόχρονα θύτες και θύματα. Η θέση τους δεν είναι μόνιμα στον κόσμο του καλού ή του κακού. Ούτε εξ ορισμού κάποιοι φέρουν τα διακριτικά γνωρίσματα της καλοσύνης. Κουβαλάνε τη ζωή τους. «Είναι αμαρτία να μην κάνει ο άνθρωπος αμαρτίες», αντιτείνει η «αμαρτωλή» Σόνια που εμπορεύεται το σώμα της. «Δεν το θέλει ούτε κι ο ίδιος ο Θεός, κι εσύ που μιλάς μαζί Του αν θέλεις ρώτησέ Τον».
Ο Μάντζιος λοιπόν δεν σύρει μια σαφή γραμμή ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Δεν τον ενδιαφέρουν οι αμετάβλητοι πόλοι της ηθικής, οι οποίοι ορίζονται κάθε φορά από εκείνους που ασκούν την εξουσία. Επιπλέον, η διάπραξη οιασδήποτε αμαρτίας, δηλαδή πράξης που δεν συνάδει με τα κρατούντα, δεν συνιστά αφορμή για ταξινόμηση. Τουναντίον μπορεί να γίνει αφετηρία για να κατανοήσουν περισσότερο όσους έχουν εξωθηθεί στο περιθώριο.
Το σπονδυλωτό μυθιστόρημα του Μάντζιου είναι μια ευχάριστη έκπληξη. Λόγος καίριος, ανατέμνει τις ψυχές μετακινούμενος από τον ρεαλισμό στον συμβολισμό. Λόγος υπαινικτικός που δημιουργεί ατμόσφαιρα μυστηρίου, μέσα στο οποίο αποσυντίθεται οι ζωές των ηρώων του. Εγκιβωτίζει τις ζωές των ανθρώπων μέσα στην αντάρα, που καταπίνει τις ζωές. « Ήταν μια νύχτα που η ομίχλη είχε ζώσει το χωριό. Το πήρε όπως το έφερε», γράφει ο συγγραφέας για τον Σίμο. Η καταχνιά ορίζει τον χρόνο της συλλογικής μνήμης , ενώ την ίδια στιγμή λειτουργεί ως ο απώτατος κριτής των πράξεων. Η αντάρα που εμφανίζεται με διάφορες εκδοχές, τελικά, είναι από μόνη της ένας παράγοντας που διαμορφώνει συνθήκες εμφάνισης του κακού. Ουσιαστικά, λειτουργεί ως ένα υπερφυσικό στοιχείο που καθορίζει τις ζωές των ανθρώπων. Κι αυτό αποδίδεται με εξαιρετικό τρόπο από τον συγγραφέα.
Στον αφηγηματικό κόσμο του συγγραφέα, η πυκνή ομίχλη δεν είναι μια απλή περιβαλλοντική συνθήκη. Έχει καθοριστικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων. Είναι αυτό με το οποίο όλοι είναι συμβιβασμένοι. Αν ο Θεός μπορεί να αποτελέσει στόχο αμφισβήτησης για τη δικαιοκρισία του στη ζωή των ανθρώπων, η καταχνιά είναι ο κόσμος τους.
Το σπονδυλωτό μυθιστόρημα του Μάντζιου τον κατατάσσει στις ελπιδοφόρες πεζογραφικές φωνές, που δεν προσχωρεί στη νοσταλγική ευκολία του παρελθόντος. Θα έλεγα πως είναι ένα βαθύτατα πολιτικό πεζογράφημα, καθώς η ανάγνωσή του, εκτός των άλλων, μπορεί να συνδράμει στην κατανόηση της νεοελληνικής οντολογίας.