TO ΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
Μπορεί να κάνω και λάθος, όμως, νομίζω, πως τους ανθρώπους μας που φεύγουν απ’ τη ζωή, ιδιαίτερα τους μεγάλους, τους ενταφιάζουμε δυο φορές κι όχι μια. Γιατί, αφού καταλαγιάσει η θλίψη και ο πόνος, αρχίζουν, μετά, ν’ αδειάζουν τα δωμάτιά τους, οι ντουλάπες και τα συρτάρια τους από τα πράγματά τους και να διαμορφώνονται, εκ νέου, οι χώροι, έτσι όπως κρίνουν αυτοί που μένουν πίσω.
Δεν ξέφυγα κι εγώ απ’ αυτόν τον κανόνα, όταν πέθανε η Μάνα μου, η κυρα-Παναγιώτα. Μόνο λίγα πράγματα προσωπικά της έμειναν σαν ενθύμιο μέσα σε κάποια συρτάρια και … φωτογραφίες.
Από κει κι ύστερα η ζωή παίρνει το δρόμο της, που σε κάποιες στροφές του, όμως, συναντάς σημάδια του «Χθες». Έτσι, ανοίγοντας, τις προάλλες, το συρτάρι μιας σιφονιέρας, βρήκα μέσα του (ανάμεσα σ’ άλλα θυμήματα), ένα παλιό ξυπνητήρι της Μάνας μου.
Το πήρα στα χέρια μου … το περιεργάστηκα… θυμήθηκα:
Είναι ένα βαρύ, μεταλλικό, στρογγυλό ρολόι-ξυπνητήρι, κουρδιστό. Πίσω του έχει δυο κουρδιστήρια, ένα για το ρολόι κι ένα για το ξυπνητήρι, μαζί και δυο βίδες για να γυρίζουν οι δείκτες του ρολογιού και ο δείκτης του ξυπνητηριού. Παραδίπλα από τα κουρδιστήρια έχει χαραγμένα βελάκια που δείχνουν κατά πού πρέπει να κουρδίσεις και κατά πού να στρίψεις. Κάτω, στο πίσω μέρος πάντα, έχει ένα μικρό μοχλό, τον οποίο μετακινείς δεξιά ή αριστερά, ανάλογα με το αν το ρολόι «χάνει» ή «πάει μπροστά», για να μετρά σωστά το χρόνο. Πάνω στο «κεφάλι» του, το ρολόι-ξυπνητήρι της Μάνας μου, έχει το κλασικό στρογγυλό κουμπάκι, για να δουλεύει και να κλείνει το ξυπνητήρι.
Μπροστά, στην πλάκα του, έχει μεγάλους και ευδιάκριτους τους αριθμούς των ωρών, σημειωμένους μάλιστα ΚΑΙ με κουκίδες φωσφόρου, ώστε να μπορείς να βλέπεις την ώρα τη νύχτα, στο σκοτάδι. Ξυπνάς, λες: «τι ώρα να ’ναι;», κοιτάς το παλιό ρολόι δίπλα σου και βλέπεις την ώρα, σαν σε όνειρο, και μάλιστα φωτεινή. Φινετσάτοι και γεμάτοι με φώσφορο στο εσωτερικό τους, για τον ίδιο λόγο, είναι και οι δείκτες του όμορφου αυτού επιτραπέζιου ρολογιού, το οποίο είναι ρώσικης μάρκας “Vityaz“, που σημαίνει «ιππότης» και είναι φτιαγμένο στην πρώην Σοβιετική Ένωση, («made in USSR»), συγκεκριμένα στη βιομηχανία ρολογιών της πόλης Ροστόφ.
Μάλιστα, το ρολόι αυτό, έχει (όπως αναγράφει στην πλάκα του) και τέσσερα ρουμπίνια – 4 Jewels (όπως είχαν, άλλωστε, όλα τα παλαιά ρολόγια), για να λιγοστεύει η τριβή μεταξύ των εξαρτημάτων που απαρτίζουν τον μηχανισμό του.
Εν ολίγοις, είναι ένα από εκείνα τα σοβιετικά προϊόντα μιας άλλης εποχής, που μπορεί να μην είχαν «ντιζάιν», αλλά ήταν αξιόπιστα, καλοκατασκευασμένα και (κυρίως) γερά, προορισμένα να κρατάνε μια ζωή και παραπάνω, ακόμα.
Δεν θυμάμαι πότε και από πού είχε αγοράσει η Μάνα μου αυτό ρολόι: Απ’ του ΜΙΧΕΛΑΚΟΥ; Απ’ του ΠΑΝΑΓΟΥ; Απ’ του ΠΡΙΣΤΟΥΡΗ; Απ’ του ΧΑΤΖΗ; Απ’ το πανηγύρι του Μυστρά; Δεν ξέρω. Θυμάμαι, όμως, καλά, πως το είχε πάνω στο τζάκι του παλιού μας σπιτιού και πως κάθε πρωί που σηκωνότανε, η πρώτη δουλειά της ήτανε να «κουρντίσει» το ρολόι της, μη τυχόν και σταματήσει. Και το βράδυ, πριν ξαπλώσει για να ξεκουραστεί απ’ τις δουλειές της μέρας, η πρώτη της σκέψη ήτανε να κουρντίσει, και πάλι, το ρολόι αλλά και το ξυπνητήρι του, βάζοντας τον δείχτη στην ώρα που ήθελε να σηκωθεί το πρωί. Την ώρα εκείνη του κουρντίσματος ήτανε σαν ν’ αποκτούσε, η Μάνα μου, μια δύναμη μεγάλη και μιαν εξουσία πάνω στον πανδαμάτορα χρόνο, τέτοια, που να μπορεί να τον σταματάει όποτε αυτή ήθελε (ή όποτε τον ξέχναγε) αλλά και να τον «ξαναζωντανεύει».
Σήμερα, τα σύγχρονα ρολόγια δεν έχουν ψυχή. Παίρνουν ζωή από μια μπαταρία ή από μια πρίζα, δεν χάνουν λεπτό (ούτε καν δευτερόλεπτο), δεν χρειάζονται καμιά φροντίδα και δεν έχουν και φωνή. Απλώς στέκουν μακριά μας, εκεί που τα βάζουμε, και μετρούν τον χρόνο μ’ έναν τρόπο σαδιστικά ακριβή και άπονο. Άσε που κι αυτά, πλέον, ξεπεράστηκαν από τα «έξυπνα κινητά» τηλέφωνα, τα οποία δυναστεύουν τη ζωή μας.
Όμως, εκείνο το παλιό ρολόι της Μάνας μου, ήτανε ζωντανό, ήτανε μέλος του σπιτιού μας και καθοδηγούσε ολόκληρη τη μικροζωή της οικογένειας, τότε, που τα ρολόγια του χεριού ήτανε πολυτέλεια για τις λαϊκές, φτωχές οικογένειες. Για οποιαδήποτε δουλειά, για οποιαδήποτε υποχρέωση (μικρή ή μεγάλη), αυτό το ρολόι έδινε με τους δείχτες του τις διαταγές, αυτό το ρολόι ήτανε ο σύντροφος στις στιγμές της μοναξιάς αλλά και της συντροφικότητας, αυτό το ρολόι σημάδευε τις μικρές και τις μεγάλες στιγμές της οικογένειας και των ανθρώπων της, αυτό το ρολόι σημάδευε τις λύπες αλλά και τις χαρές της, τις γιορτές αλλά και τις καθημερινές. Και το πρωί, όταν ήτανε ανάγκη να σηκωθούμε (για τις δουλειές τους οι μεγάλοι, για το σχολείο τα παιδιά), τούτο δω το παλιό ξυπνητήρι, με το κουδούνι που είχε μέσα του, χτύπαγε δυνατά μέχρι ή να ξεκουρντιστεί και να σταματήσει το κουδούνισμα από μόνο του ή να του πατήσει κάποιος το κουμπί στο κεφάλι του και να σιωπήσει. Δεν υπήρχε περίπτωση (όπως συμβαίνει σήμερα) να μην σε ξυπνήσει τούτο το ξυπνητήρι. Όσο βαριά κι αν κοιμόσουν, όσο κι αν νύσταζες και ήθελες να χουζουριάσεις, ήτανε τόσο επιτακτικό το εγερτήριό του, που πεταγόσουν απ’ το κρεβάτι σαν ελατήριο.
Γι’ αυτό, δεν είναι καθόλου τυχαίο, που ένα ρολόι σαν αυτό της Μάνας μου, μπήκε, κάποτε, μέσα στο παλαιό και πολυαγαπημένο «αλφαβητάριον» με την Άννα, τον Μίμη, την Έλλη και τη Λόλα, για να διδάξει τα πρωτάκια εκείνου του καιρού το γράμμα ωμέγα.
Σαν μεγαλώσαμε και γκρεμίσαμε το σπίτι μας το πατρικό για να φτιάξουμε το καινούριο, η Μάνα μου, το πρώτο πράγμα που φρόντισε να βάλει στο δωμάτιό της, πάνω στο κομοδίνο του κρεβατιού της, ήτανε τούτο δω το ξυπνητήρι. Βλέπεις, εκείνοι οι παλαιοί, είχανε μέσα τους μια σοφία θεόσταλτη, που τους έκανε να μοιράζονται τη ζωή τους, όχι μόνο με τους ανθρώπους, αλλά και με τα πράγματα, τα πράγματα εκείνα που είχαν «περάσει» απ’ τα χέρια τους και που είχανε γίνει μέρος του «είναι» τους. Έτσι, η ζωή τους, μοιρασμένη σαν Άρτος κάποιου Δείπνου Μυστικού, δεν κινδύνευε να χαθεί μεμιάς, όταν τη χτυπάγανε οι κεραυνοί. Μπορεί να χανότανε ένα κομμάτι της, όμως, όλα τ’ άλλα κομμάτια, τα μοιρασμένα σε ανθρώπους και πράγματα, ζούσανε και βοηθάγανε, όλα μαζί, να ξαναζωντανέψει το κλαρί εκείνο της ζωής που είχε κάψει ο κεραυνός. Έτσι, και για τη Μάνα μου, το παλιό αυτό ρολόι, δεν ήτανε μόνο ένα «ρολόι» αλλά ένα κομμάτι της ζωής της, που το χρειαζότανε πλάι στο προσκεφάλι της, να τη συντροφεύει, να ζει μαζί του τα περασμένα και να ονειρεύεται τα μελλούμενα.
Γι’ αυτό, ΚΑΙ στο καινούριο μας το σπίτι, κάθε πρωί και κάθε βράδυ, έκανε, η Μάνα μου, ό,τι έκανε και στο σπίτι μας το παλιό: Κούρντιζε, δηλαδή, και φρόντιζε το ρολόι της κι όταν τη νύχτα όλα ησύχαζαν, ακουγότανε μέσα στο καινούριο μας σπίτι το «Τικ τακ-τικ τακ-τικ τακ…» του παλιού ρολογιού, που «έσπαγε» την ερημιά και το φόβο του σκοταδιού, διηγιότανε παλιές ιστορίες, μας νανούριζε γλυκά στην αγκαλιά του και συντρόφευε τα όνειρά μας. Μόνο όταν έπαψε να ζει η Μάνα μου, έπαψε να ζει και το ρολόι της. Εκείνη μπήκε στη μαύρη γης κι αυτό μέσα σ’ ένα συρτάρι.
Όλα τούτα (κι άλλα πολλά) μου ψιθύρισε αυτό το παλαιό ρολόι της Μάνας μου, που τόσα χρόνια «κοιμόταν» άψυχο και βουβό μέσα στο σκοτεινό συρτάρι. Κι ύστερα, σαν η Μάνα να οδήγησε το χέρι μου, έπιασα το κουρδιστήρι κι άρχισα να το γυρίζω. Με τις πρώτες στροφές το ρολόι πήρε ζωή. Η φωνή του, που είχε σωπάσει για πέντε ολόκληρα χρόνια, ξανακούστηκε δυνατή, καθαρή και ρυθμική: «Τικ τακ-τικ τακ-τικ τακ…». Ένα αεράκι μυστικό κυμάτισε ανάλαφρα τις κουρτίνες και το δωμάτιο της Μάνας μου γέμισε φως. Έβαλα το ρολόι δίπλα στη φωτογραφία της και μου φάνηκε πως ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της. Κι από τότε, τα βράδια, μαζί με τη φωνή του ρολογιού, ακούω από δίπλα και την ανάσα της Μάνας μου, σαν τότε που την είχα κοντά μου.
Βλέπεις, η ζωή μας χρειάζεται ΚΑΙ ψευδαισθήσεις, για να γίνεται υποφερτή.
«Ό,τι βλέπουμε δεν είναι παρά ένα όνειρο μέσα σε όνειρο.»
Έντγκαρ Άλλαν Πόε
Σπάρτη 14-2-2023