Τι ντροπή μοναχός σινεμά να πηγαίνεις
δίχως φίλο, φιλενάδα, σύζυγο,
οι παραστάσεις σύντομες
με ατέλειωτη αναμονή.
Τι ντροπή-
σε κλειστό πόλεμο νεύρων
με σχόλια ειρωνικά στο φουαγιέ
να μασουλάς ντροπαλά ένα γλυκό στη γωνία…
σαν να ήταν αυτό αμαρτία.
Εμείς,
στενεμένοι απ’ τη μοναξιά,
και την μελαγχολία,
ριχνόμαστε σε κάποιες παρέες,
και φιλίες άνοστων υποχρεώσεων,
δεσμευτικές
σε καταδίωξη μέχρι τον τάφο.
Ανόητα οι παρέες σχηματίζονται-
Σε κάποιες πίνουν και πίνουν,
δεν συνετίζονται.
Σε άλλες ασχολούνται με ρουχαλάκια
και κοριτσάκια,
σε τρίτες-
τάχαμου διαφωνούν στις ιδέες,
μα αν τις προσέξεις-
τα ίδια γνωρίσματα έχουν…
αλλάζουν μορφές οι ματαιότητες!
Πότε η μια,
πότε η άλλη φασαριόζικη παρέα…
Από πόσες πρόλαβα να ξεφύγω-
αμέτρητες!
Ήδη σε νέο δόκανο σαν να έπεσα,
αλλά γλύτωσα,
μικρές οι απώλειες.
Γλύτωσα!
Είσαι μπροστά, έρημη
λευτεριά…
Ποιος διάολος σε χρειάζεται;
Εσύ είσαι αγαπημένη,
αλλά είσαι και μισητή,
σαν γυναίκα αντιπαθητική και πιστή.
Και εσύ αγαπημένη,
Πως τα περνάς εσύ;
Το έσκασες από τα σούρτα φέρτα;
Σε ποιόν ανήκουν τώρα τα σχιστά σου μάτια
κι οι άσπροι ώμοι σου οι υπέροχοι;
Νομίζεις, πως εγώ, μάλλον τιμωρός,
πως τώρα κάπου στο ταξί- σε εκδικούμαι,
μα κι αν σε τιμωρώ,
πού να κατέβω;
Αφού παντού από σένα είμαι σκλαβωμένος!
Απομακρύνονται οι γυναίκες από μένα,
το νιώθουν,
πως μου είναι τώρα τόσο ξένες.
Στα γόνατά τους γέρνω το κεφάλι,
μα δεν είμαι δικός τους –
ανήκω σε σένα…
Ήμουν με μια, τώρα κοντά
σ’ ένα άχαρο σπιτάκι στην οδό …
Σε λυπημένα κέρατα κρέμασα το παλτό.
Κάτω από έλατο μισό με λαμπάκια
σβησμένα,
φέγγοντας με άσπρα παπουτσάκια,
καθόταν μια γυναίκα,
σαν κοριτσάκι, αυστηρή.
Τόσο εύκολα μου επέτρεψε
να έρθω,
που ήμουν σίγουρος
και αρκετά μεθυστικά μοντέρνος-
λουλούδια δεν της έφερα,
αλλά κρασί.
Μα αποδείχτηκε πως όλα –
ήταν πολύ πιο δύσκολα…
Εκείνη σώπαινε,
και εντελώς ορφανές
δυο διάφανες σταγόνες-
δυο ανθάκια
τρεμόσβηναν στα αυτάκια της τα ροδαλά.
Και σαν άρρωστη, με βλέμμα ακατανόητο,
ανασηκώνοντας το σώμα της το παιδικό,
Είπε πνιχτά:
« Φύγε…
Δεν είναι ανάγκη…
Το βλέπω-
δεν είσαι δικός μου,
δικός της είσαι…»
Ένα κορίτσι με αγάπησε
με συμπεριφορά αγορίστικη,
μ’ ένα τσουλούφι πεταχτό
και μάτια παγωμένα
απ’ το φόβο,
και χλωμή απ’ την τρυφεράδα.
Είμασταν στην Κριμαία.
Νύχτα με καταιγίδα,
και το κορίτσι
κάτω από την αστραπή
μου ψιθύρισε:
«μικρέ μου!
μικρέ μου!»-
και μου έκλεισε τα μάτια με τα χέρια.
Όλα γύρω ήταν φοβερά
και επίσημα,
και η καταιγίδα,
και της θάλασσας το πνιχτό βογγητό,
και εκείνη ξαφνικά,
γεμάτη γυναικεία διαίσθηση,
μου φώναξε :
«Δεν είσαι δικός μου!
Δεν είσαι!»
Αντίο, αγαπημένη!
Δικός σου είμαι
Σκυθρωπός,
πιστός,
κι η μοναξιά-
η πιο μεγάλη πίστη.
Ας μείνει για πάντα στα χείλη μου
του αποχαιρετισμού το χιόνι από το γάντι σου.
Ευχαριστώ τις γυναίκες,
υπέροχες και άπιστες,
για ότι,
υπήρξε ακαριαίο,
για κείνο,
το «αντίο» τους!
όχι «εις το επανιδείν!»
για ότι, μες την βασιλική τους περηφάνια της ψευτιάς,
βάσανα ευτυχισμένα μας χαρίζουν
και υπέροχους καρπούς της μοναξιάς.
1959
Σύμφωνα με σημείωση του Γιεφτουσένκο, αυτό το ποίημα, άρεσε περισσότερο από τα άλλα του, που διάβασε στον Παστερνάκ, όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά το 1959, στο Περεντέλκινο.