ΜΥΣΤΙΚΗ ΠΥΛΗ
I
Γένος δίχως ρίζα κι αδελφό
γείρε να αποκοιμηθείς
τελείωσε ο χρόνος σου,
άλλος δε σου πρέπει…
Στο εδώλιο διαμαρτύρεσαι
πότε θύτης πότε θύμα
άγγελος και δήμιος,
καρτερικά περιμένεις.
Ελευθερία!
II
Φύτεψες δέντρο
όλο ανθίζει προς τέρψη
της αισθητικής.
Σκοτείνιασε η μυστική πύλη,
Στης καρτερίας τον οίκτο…
μαζεύεις τη σοδειά σου
μάνα δεν είναι,
κι ούτε γλυκό της ανταπόδοσης,
πικρό τ΄ αναγκαίο φάρμακο.
Ριζωμένος για πάντα στο χώμα
σβήνεις το φως.
III
Γεννάς βωβά πουλιά
στέρεψες τις πηγές.
Για πάντα κλείστηκες,
γιγαντώνεις την έλξη
στο μικρόκοσμο του σπόρου.
Κι όλο φέγγουν τα τρίστρατα…
IV
Ήρθες πάλι μικρή μου γλαύκα
φωνάζοντας κατά πάνω μου
κι εγώ άνοιξα τα χέρια να μαζέψω
όλη την απόγνωση της σκοτεινιάς.
Κι ευθύς έλαμψε η νύχτα…