ΤΡΟΦΟΣ:
Μακάρι να μην πέταγε το σκάφος της Αργώς
ανάμεσα απ’ τις μαύρες Συμπληγάδες
με προορισμό του τη μακρινή Κολχίδα.
Μήτε να έπεφτε ποτέ πεύκο κομμένο
στις λαγκαδιές του Πηλίου,
για ν’ αρματώσει με κουπιά χέρια
πανάξιων αντρών, που πήγανε να φέρουνε
από μακριά, για χάρη του Πελία,
το δέρας το χρυσόμαλλο.
Γιατί τότε η δέσποινά μου η Μήδεια
δεν θα ‘χε φτάσει στης Ιωλκού τ’ ανάκτορο
τρελή από έρωτα για τον Ιάσονα.
Ούτε θα έπειθε τις κόρες του Πελία
να σφάξουν τον πατέρα τους
κι ούτε θα κατοικούσε τώρα εδώ
στην κορινθιακή τη γη
με άντρα και παιδιά,
εδώ που μ’ αγάπη τη δεχτήκανε οι ντόπιοι
κι εκείνη σ’ όλα τα πράγματα ήτανε ομόγνωμη με τον Ιάσονα.
Ετούτο φέρνει πάντοτε μεγάλη ευτυχία,
όταν η γυναίκα συμφωνεί σε όλα με τον άντρα της.
Μα τώρα έχτρα έπεσε και πάσχει η αγάπη.
Γιατί ο Ιάσονας πρόδωσε τη γυναίκα του μαζί και τα παιδιά του
και χαίρεται γάμο βασιλικό,
αφού παντρεύεται του Κρέοντα την κόρη,
του βασιλιά που κυβερνά τούτη τη χώρα.
Κι η Μήδεια η δύστυχη, ατιμασμένη
όρκους φωνάζει και του θυμίζει σημάδια πίστης
που με το δεξί του χέρι σφράγισε
και τους θεούς για μάρτυρες καλεί
να δουν ποια πληρωμή ο Ιάσονας της φύλαγε.
Στο στρώμα κείτεται νηστική με το κορμί
στον πόνο του παραδομένο,
χύνοντας μαύρο δάκρυ νυχθημερόν,
αφότου καλά κατάλαβε πως την αδίκησε ο άντρας της.
Ούτε το βλέμμα της ούτε το πρόσωπό της σηκώνει από τη γη
κι όσο ακούει ο βράχος και τα κύματα
τόσο κι αυτή ακούει τις συμβουλές των φίλων της.
Κι όταν καμιά φορά ορθώσει τον κάτασπρο λαιμό της,
είναι για να θρηνήσει μοναχή πατέρα αγαπημένο,
πατρίδα και το σπίτι, που τα πρόδωσε
για να ‘ρθει εδώ με τον άντρα που τώρα την ατιμάζει.
Έτσι έμαθε η δόλια απ’ τη δική της συμφορά
τι σημαίνει ν’ αρνείσαι την πατρίδα σου.
Τώρα μισεί τα αγόρια της και δεν χαίρεται να τα βλέπει.
Τρέμω μη μηχανευτεί τίποτα κακό·
έτσι που είναι χολωμένη δεν θ’ ανεχτεί την ατίμωση
εγώ καλά την ξέρω, γι’ αυτό και τη φοβάμαι.
Είναι για όλα ικανή· κι όποιος τα βάλει μαζί της
δεν πρόκειται εύκολα να πάρει στεφάνι νίκης.
Μα να τα παιδιά που ‘ρχονται απ’ τα παιχνίδια τους
χωρίς να ξέρουν τίποτα από της μάνας τους τις συμφορές.
Τα νιάτα δεν το συνηθούν με έγνοιες να λυπούνται.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ.
Παλιό απόκτημα στο σπίτι της κυράς μου,
τι στέκεις μόνη και θρηνείς κοντά στις παραστάδες;
ΤΡ.
Γέροντα, φύλακα καλέ των τέκνων του Ιάσονα,
η συμφορά των αφεντάδων συμφορά λογίζεται
και για τον δούλο τον πιστό και του τρυπάει την καρδιά.
Εγώ πάντως σε τόσο μεγάλη θλίψη έπεσα
που θέλησα να’ ρθω εδώ να πω σε γη και σ’ ουρανό
τα πάθια της κυράς μου.
ΠΑΙΔ.
Ακόμα δεν σταμάτησε η δύστυχη τον θρήνο;
ΤΡ.
Πώς σε ζηλεύω που δεν ξέρεις ότι είναι
ακόμα στην αρχή τα βάσανά της,
μήτε στη μέση δεν έφτασαν ακόμα.
ΠΑΙΔ.
Την άμυαλη! Αν επιτρέπεται έτσι για αφεντάδες να μιλάω·
δεν ξέρει ακόμη τίποτα απ’ τις καινούργιες συμφορές.
ΤΡ.
Μα τι συμβαίνει, γέροντα; Μην αρνηθείς να μου τα πεις.
ΠΑΙΔ.
Τίποτα! Μετάνιωσα για όσα ώς τώρα σου’ πα.
ΤΡ.
Μη, σε ικετεύω, μην τα κρύβεις, δούλα είμαι κι εγώ,
κι αν πρέπει, θα τα κρατήσω μυστικά.
ΠΑΙΔ.
Να, άκουσα κάποιον γέροντα, εκεί που παίζαν τους πεσσούς,
γύρω απ’ της Πειρήνης το ιερό νερό, καθώς πλησίαζα τάχα αδιάφορα,
να λέει πως ο Κρέοντας, ο βασιλιάς τούτης της χώρας,
σκοπεύει να εξορίσει τη μάνα μαζί με τα παιδιά της.
Δεν ξέρω αν αυτή η είδηση είναι αληθινή..
Εγώ πάντως θα ‘θελα να μην είναι.
ΤΡ.
Και θ’ ανεχτεί ο Ιάσονας να κακοπάθουν τα παιδιά του,
επειδή έχει αμάχη με τη μάνα τους;
ΠΑΙΔ.
Οι παλιές αγάπες εξατμίζονται μπρος στις καινούργιες,
γι’ αυτό κι εκείνος δεν αγαπάει πια το σπίτι τούτο.
ΤΡ.
Χαθήκαμε, λοιπόν, αν προστεθεί νέο στο παλιό κακό,
πριν τούτο καν τελειώσει.
ΠΑΙΔ.
Λοιπόν, δεν είναι η ώρα βέβαια να μάθει ετούτα η κυρά,
γι’ αυτό κράτα το στόμα σου κλειστό.
ΤΡ.
Αχ, παιδιά μου, ακούτε ποιος έγινε ο πατέρας σας.
Δεν λέω «μακάρι να χαθεί», γιατί είν’ αφέντης μου,
αλλά αποδείχτηκε άσπλαχνος για τους δικούς του ανθρώπους.
ΠΑΙΔ.
Και ποιος δεν είναι άσπλαχνος απ’ τους θνητούς;
Τώρα το μαθαίνεις πως ο καθένας αγαπάει περισσότερο
τον εαυτό του απ’ τους άλλους;
(Άλλος δίκαια κι άλλος από συμφέρον).
Έτσι και τούτος προτιμά το νυφικό κρεβάτι απ’ τα παιδιά του.
ΤΡ.
Άντε παιδιά μέσα στο σπίτι κι όλα καλά θα πάνε.
Μόνο εσύ, όσο μπορείς, κρύψε τα από τη μάνα τους
και μην τα πας κοντά της όσο είναι ανταριασμένη.
Γιατί το είδα εγώ το μάτι της, σαν τ’ άγριο θηρίο
τα κοίταζε, σαν να ‘θελε κάτι κακό να κάνει.
Και δεν θα της περάσει η οργή, εγώ καλά την ξέρω,
πριν χτυπήσει κάποιον με τους κεραυνούς της.
Μακάρι όμως το κακό να πάει σε εχθρούς κι όχι σ’ αγαπημένους.
ΜΗΔ.
Αλίμονο! Η δύστυχη εγώ, από τις συμφορές μου
πόσο υποφέρω!
Αλίμονο! Μακάρι να μπορούσα να πέθαινα!
ΤΡ.
Να το , παιδάκια μου, εκείνο που σας έλεγα·
σκίζεται της μάνας σας η καρδιά και από θυμό νικιέται.
τρέξτε γρήγορα μέσα στο σπίτι και μην περάστε
από κοντά της και σας δει· καθόλου μην την πλησιάσετε.
Φυλαχτείτε από την οργή και τη μοχθηρή τη φύση
του σκοτισμένου του μυαλού που ψήλωσε.
Άντε λοιπόν, μπείτε μέσα γρήγορα,
γιατί απ’ την αρχή είναι ολοφάνερο πως
το σύννεφο του θρήνου της γρήγορα θα τιναχτεί
ψηλά μ’ ορμή. Άραγε τι μηχανεύεται
στα μαύρα σπλάχνα τα μεγάλα
ψυχή αδάμαστη που τη δαγκώνει η συμφορά;
ΜΗΔ.
Αλίμονο! Τι έπαθα ! Έπαθα η ταλαίπωρη πολλά
αξιοθρήνητα· ω παιδιά καταραμένα
μάνας μισητής, μακάρι να χαθείτε
μαζί με τον πατέρα σας κι όλο το σπίτι να χαθεί.
ΤΡ.
Αλίμονό μου, αλίμονο δύστυχη.
Τι φταίνε τ’ αγόρια σου για του πατέρα τους τις ανομίες;
Γιατί τα μισείς; Αχ, παιδιά μου,
τρέμω μην πάθετε κακό.
Φοβερές είναι οι σκέψεις των αρχόντων,
γιατί σπάνια δέχονται να ακούσουν, συνηθισμένοι
καθώς είναι να διατάζουν, γι’ αυτό
δύσκολα αλλάζουν τα οργισμένα τους μυαλά.
Είναι καλύτερο να συνηθίζει ο άνθρωπος να ζει
με ίσα δικαιώματα· κι εγώ μακάρι να γερνάω όχι μέσα σε μεγαλεία,
αλλ’ άτρωτη από τις συμφορές .
Γιατί όσα ορίζονται απ’ το μέτρο είναι ονομαστά,
και άριστα για τους ανθρώπους, όταν τα εφαρμόζουν..
Η υπερβολή δεν ωφελεί καθόλου τους θνητούς·
δεινά μεγάλα φέρνει στα σπίτια ο θεός
σαν οργιστεί.