Παιδάκια μου, παιδιά μου, για σας υπάρχει
πια μια πόλη και ένα σπιτικό,2
όπου εγκαταλείποντας εμένανε τη δόλια,
θα μείνετε παντοτινά έρημα από μητέρα.
Κι εγώ θα πορευτώ διωγμένη σ’ άλλους τόπους,
πριν σας χαρώ και πριν σας δω να ζείτε ευτυχισμένα·
προτού τους γάμους σας και τις γυναίκες σας
και τα κρεβάτια σας τα νυφικά να τα λαμπροστολίσω,
και πριν του γάμου τις λαμπάδες να τις κρατήσω αψηλά.3
Άχου η μαύρη, η δύστυχη, άχου αυτό μου το γινάτι!
Του κάκου, τελικά, παιδιά μου, σας ανάθρεψα,
του κάκου μόχθησα και μ’ έφαγαν οι κόποι
και τους σφοδρούς πόνους της γέννας πέρασα.
Στ’ αλήθεια, κάποτε η έρμη πολλές ελπίδες στήριζα σ’ εσάς,
να με γηροκομήσετε και σαν πεθάνω,
με τα χέρια σας να με νεκροστολίσετε,
τύχη απ’ όλους τους ανθρώπους ζηλευτή.
Μα τώρα χάθηκε η σκέψη ετούτη η γλυκιά.
Γιατί χωρίς να ’χω εσάς, θα ζήσω μια ζωή μέσα στη θλίψη και τον πόνο.
Κι εσείς δεν πρόκειται τη μάνα σας να τηνε δείτε πια ξανά
με τα ματάκια σας τ’ αγαπημένα,
αφού θε να βαδίσετε σε μιαν αλλιώτικη ζωή.
Αλίμονο, αλίμονο! Τι με κοιτάζουνε τα μάτια σας, παιδιά μου;
Τι μου χαμογελάτε με το χαμόγελό σας το στερνό;
Αααχ, τι να κάνω;! Την έχασα, γυναίκες, την καρδιά μου,
μόλις αντίκρισα το χαρωπό το προσωπάκι των παιδιών μου.
Όχι, δε θα ’χω το κουράγιο…
Να πάνε στο καλό όσα σχεδίαζα πιο πριν.
Θα πάρω τα παιδιά μου μακριά από τον τόπο αυτό.4
Γιατί, για να πικράνω τον πατέρα τους με τις δικές τους συμφορές,
να πρέπει εγώ διπλά δεινά επάνω μου να ρίξω;
Α όχι, όχι βέβαια! Να πάνε στο καλό όσα σχεδίαζα πιο πριν.
Μα τι παθαίνω, τι; Θέλω να γίνω περιγέλασμα
αφήνοντάς τους τούς εχθρούς μου ατιμώρητους;
Πρέπει να το τολμήσω! Μα φταίει η λιποψυχιά μου
που λόγια μαλακά αφήνω να περνούν μες στο μυαλό μου.
Πηγαίνετε, παιδιά, στο σπίτι. Κι όποιος δεν το νομίζει
πρέπον και σωστό να είναι στη θυσία μου παρών,
αυτό δικό του θέμα. Το χέρι εγώ δε θα το έχω αδύναμο!
Αχ, αχ!
Αχ μη, καρδιά μου, μη, αυτό το πράγμα μην το κάνεις!
Άσ’ τα, βαριόμοιρη, λυπήσου τα παιδιά σου.
Εκεί,5 μαζί μας ζώντας, θε να σου δίνουνε χαρά.
Μά τους αφανιστές, τους καταχθόνιους του Άδη δαίμονες,
ποτέ, ποτέ δεν πρόκειται να γίνει αυτό,
ν’ αφήσω στους εχθρούς μου τα τέκνα μου εγώ
να τα εξευτελίσουν! Λοιπόν, το δίχως άλλο,
είναι ανάγκη να πεθάνουν!
Κι εφόσον πρέπει, θα τα σκοτώσω εγώ,
εγώ που τα ’φερα στον κόσμο!
Τα πράγματα τελειώσαν δίχως άλλο,
και τρόπος να ξεφύγεις απ’ αυτά πια δεν υπάρχει.
Άλλωστε το στεφάνι τώρα το έχει στο κεφάλι της
και η βασιλοκόρη νύφη ‒ πολύ καλά το ξέρω εγώ ‒
μέσα στα πέπλα αφανίζεται.6
Όμως αφού πλέον πορεύομαι τον πιο πικρό το δρόμο
και σε ακόμη πιο πικρό ετούτα τα παιδιά σκοπεύω να τα στείλω,
θέλω να τους μιλήσω και να τα χαιρετήσω.
Δώστε, παιδιά μου, δώστε στη μανούλα σας
το χέρι το δεξί σας να φιλήσει.
Ω λατρεμένο μου χεράκι και τρισαγαπημένο στόμα,
ω των παιδιών μου αρχοντικό κορμί και πρόσωπο,
να είστε ευτυχισμένα! ‒ όμως εκεί…7
γιατί τα εδώ πέρα σας τα ’χει ο πατέρας σας στερήσει.
Ω αγκαλιά γλυκιά, ω δερματάκι τρυφερό
κι ευφραντική ανάσα των παιδιών μου!
Πηγαίνετε, πηγαίνετε. Δεν το αντέχω πια
άλλο να σας κοιτάζω· τσακίζω από τα βάσανα.
Και βέβαια, έχω επίγνωση σαν τι κακούργημα μέλλω εγώ να κάνω·
μα είναι ο θυμός μου από την κρίση μου πιο δυνατός, ναι ο θυμός,
που φέρνει στους ανθρώπους τα μεγαλύτερα δεινά.8
1) Η Μήδεια κυριευμένη από παράφορη οργή και απύθμενο μίσος για τον άντρα της, τον Ιάσονα, ο οποίος την εγκατέλειψε και παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά της Κορίνθου, του Κρέοντα, παραδίνεται στην ηδονή της εκδίκησης· θα σκοτώσει τον Κρέοντα και τη θυγατέρα του και, για να πονέσει βαθιά, να συντρίψει ολοκληρωτικά τον άντρα που την πρόδωσε, θα σφάξει τα παιδιά τους. Στην πιο τραγική σκηνή του δράματος, η Μήδεια, λίγο πριν διαπράξει το αποτρόπαιο φονικό, βρίσκεται μαζί με τα παιδιά της μπροστά στις Κορίνθιες γυναίκες που απαρτίζουν τον Χορό της τραγωδίας και συγκλονίζει εκδηλώνοντας τον πόλεμο που έχει ξεσπάσει μέσα της. Παλινδρομεί ανάμεσα στη μητρική αγάπη και τον δαίμονα της εκδίκησης, τη μια στιγμή λιώνοντας σαν κερί από τη λιποψυχία, την άλλη θεριεύοντας και σκληραίνοντας σαν το ατσάλι. Είναι συνταρακτική η ένταση με την οποία συγκρούονται οι αντίμαχες δυνάμεις της ανθρώπινης ψυχής στη σκηνή του παρατιθέμενου αποσπάσματος, τη μοναδική όχι μόνο στην αρχαία ελληνική αλλά και στην παγκόσμια δραματουργία.
2) Υπονοεί τον Κάτω κόσμο, τον Άδη.
3)Στην αρχαία Αθήνα μετά τον γάμο, μια γαμήλια πομπή οδηγούσε τους νιόπαντρους στο καινούργιο για τη νύφη σπίτι, δηλαδή στο σπίτι του γαμπρού. Η μητέρα της νύφης τη συνόδευε κρατώντας αναμμένη λαμπάδα· αλλά και η μητέρα του γαμπρού υποδεχόταν το ζευγάρι στην πόρτα του σπιτιού με λαμπάδα στο χέρι.
4-5) Εννοεί ότι, ακολουθώντας τον δρόμο της εξορίας κατά τη διαταγή του Κρέοντα, θα πάρει τα παιδιά της μαζί της στην Αθήνα, ο βασιλιάς της οποίας, ο Αιγέας, της έχει προσφέρει άσυλο (βλ. το κείμενό μας με θέμα τη λέξη ἡδύπνοος, 5/9/2020).
6) Η Μήδεια έχει στείλει τα παιδιά της στη νεόνυμφη Κορίνθια βασιλοκόρη με δώρα, έναν αραχνοΰφαντο πέπλο και ένα χρυσό στεφάνι αλειμμένα με φαρμάκια που, σαν τα φορέσει, θα τη θανατώσουν.
7) Βλ. σχ. 2.
8) Αυτοί οι δύο στίχοι έχουν γίνει διάσημοι:
θυμὸς δὲ κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων,
ὅσπερ μεγίστων αἴτιος κακῶν βροτοῖς.
1