Ο Τόλης Νικηφόρου επανέρχεται λογοτεχνικά με μία ακόμη ποιητική συλλογή που συστήνεται με τον μονολεκτικό – γι’ αυτό ακριβώς και δυναμικό – τίτλο Ανώνυμοι. Η λέξη, όπως αποδεικνύεται και από το ομώνυμο ποίημα, αναφέρεται στους ανθρώπους κάθε εποχής, στον άνθρωπο γενικά και, συνεκδοχικά, στο φευγαλέο της ύπαρξης και της υπόστασής του που, σε πρώτο επίπεδο, του στερεί το όνομα και, σε δεύτερο, την ίδια του την ταυτότητα. Σε αυτήν την οπτική και την προοπτική που υιοθετεί ο Νικηφόρου μπορεί κανείς να εντοπίσει μια ομηρική απήχηση, την περίφημη παρομοίωση των ανθρώπων με τα φύλλα των δέντρων που λειτούργησε και λειτουργεί σαν το αρχέτυπο εκείνο που καταδεικνύει και αναδεικνύει την αλήθεια της ανθρώπινης ζωής, την πικρή συνειδητοποίηση της ασημαντότητάς της: είμαστε όλοι ανώνυμοι/ εναλλασσόμενες σκιές της ύπαρξης/ φαντάσματα σε θέατρο του παραλόγου («Ανώνυμοι») Η διαπίστωση, βέβαια, αυτή δεν μένει αναπάντητη. Γιατί ο ποιητής, δεν αφήνει τη διάθεσή του να λιμνάσει και να τον οδηγήσει σε αδιέξοδο, αλλά ενεργοποιείται και αναζητά στην ανθρώπινη ψυχή το αντίδοτο σε αυτήν την πραγματικότητα και την αλήθεια: κληρονομήσαμε/ τις πέντε αισθήσεις μας/ και μέσα μας μιαν άβυσσο/ έναν απρόσιτο ορίζοντα/ κι έναν μοναδικό οδηγό/ που ονομάζεται ψυχή («Μες στο σκοτάδι και το φως») Πέρα όμως από την ψυχή ο Νικηφόρου αναγνωρίζει και στην ποιότητα ή την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου τη δυνατότητα υπέρβασης ή λείανσης των αιχμηρών πλευρών της ζωής, προτείνοντας και προκρίνοντας την αισιοδοξία ως τον μόνο ασφαλή δρόμο που, μαζί με την αναπόληση και την «επιστροφή» στην παιδικότητα, μπορεί να απαλύνει τα τραύματα.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό και με σαφή τον προσανατολισμό του στην ανθρώπινη συγκυρία και συνθήκη, ο Νικηφόρου εμπλέκεται ποιητικά σε ένα είδος φιλοσοφικής ενατένισης όλων των ζητουμένων και ζητημάτων που απασχόλησαν διαχρονικά και εξακολουθούν να απασχολούν τον άνθρωπο. Η τύχη και η ανθρώπινη επιλογή, η ελεύθερη βούληση και το πεπρωμένο, ο χρόνος και καταλυτική του επενέργεια, η παιδική αθωότητα και η νόθευση της είναι μερικά από τα θέματα γύρω από τα οποία ο ποιητής «περιστρέφει» τους ποιητικούς του λογισμούς και λόγους. Η περιστροφή αυτή φαίνεται πως αποτελεί, μάλιστα, μία πάγια μέθοδο και μεθόδευση του Νικηφόρου στην οικοδόμηση των ποιημάτων του. Γιατί σε πολλά από αυτά ο αναγνώστης μπορεί να διαπιστώσει ότι η ποιητική δημιουργία θυμίζει τους ομόκεντρους κύκλους που η ρίψη μιας πέτρας στο νερό δημιουργεί στην επιφάνειά του. Το θέμα, με άλλα λόγια, αποτελεί το κέντρο της δημιουργίας η οποία «απλώνεται» μέσα στο ποιητικό πεδίο πάντα σε αναφορά και σε συνάρτηση με τον πυρήνα του αυτό.
Στη συλλογή του Νικηφόρου προεξάρχει η συγκίνηση, ένα αίσθημα ανάμεικτο από γλυκασμό και πόνο σε απόλυτη ισορροπία που αποπνέει ακριβώς την πρόθεση του ποιητή, τη θέλησή του να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη και να καταστήσει την ποίηση του οδηγό και εγχειρίδιο ζωής, μία πρόταση διαφυγής μέσα από τις λειτουργίες του έρωτα, της ανάμνησης, της φαντασίας και της τέχνης. Η τελευταία, εν προκειμένω η τέχνη του λόγου, χωρίς να χάνει τη μοναδική και ξεχωριστή της θέση παρουσιάζεται αδύναμη να υπερκεράσει, να υπερβεί και να νικήσει ένα χαμόγελο, μια φωτεινή στιγμή, ένα στιγμιότυπο που βρίθει από αίσθημα: και γράφω/ γράφω αν και γνωρίζω/ ποια είναι τα αληθινά ποιήματα/ πόσο αδύναμες είναι οι λέξεις/ μπροστά στη θλίψη και το φως («Η θλίψη και το φως») Στην πραγματικότητα ο Νικηφόρου, μέσα από αυτή την επισήμανση, επιχειρεί να προσλάβει το ρόλο ενός υμνητή της ζωής, ενός θαυμαστή της που μένει ενεός και πλήρης μπροστά ακόμα και στην πιο μικρή της έκφανση ή εκδήλωση. Από αυτή την άποψη, φαίνεται πως η ποίηση μπαίνει σε δεύτερο πλάνο ή έστω υπολείπεται. Η εντύπωση όμως αυτή είναι μάλλον βεβιασμένη. Γιατί ακριβώς ο μόνος δρόμος, ο μόνος τρόπος που έχει ο ποιητής για να μιλήσει για τη ζωή είναι η τέχνη του, η ποίηση, η οποία προσιδιάζει σε ένα είδος θαύματος, από τη στιγμή που έχει την ικανότητα να μεταπλάθει και να μετουσιώνει το ωραίο σε άσχημο, να διασώσει τη στιγμή μες στην διάρκεια: μέσα στο φως/ αναπέμπεται η μουσική/ και σε αφήνει εκστατικό/ το ποίημα με την αλήθεια του// δακρύζεις τώρα/ γιατί άγγισες το θαύμα.
Στην πραγματικότητα, αυτό που επιδιώκει και επιζητά ο ποιητής είναι η αναζήτηση όχι τόσο του νοήματος της ύπαρξης, όσο της ευτυχίας της, του τρόπου δηλαδή με τον οποίο αυτή πληρώνεται και περατώνεται, φτάνει και αγγίζει το τέλος, δηλαδή τον σκοπό της. Η ευτυχία αυτή δεν μπορεί παρά να αναζητηθεί στα μικρά, στα ασήμαντα, στα αμελητέα, σε όσα μοιάζουν ανάλαφρα, στην πραγματικότητα, όμως, λυγίζουν από το βάρος της σημασίας τους. Ο Νικηφόρου φωτίζει αυτές ακριβώς τις όψεις και αντλεί από αυτές το κέρδος που χρειάζεται για να μπορέσει να προχωρήσει μέσα στη ζωή και μέσα στην τέχνη. Η άποψη και η αντίληψη αυτή, μάλιστα, αντικατοπτρίζεται και εκβάλλει, μεταξύ άλλων, και στον ποιητικό του τρόπο, στη μεθόδευση, δηλαδή, της συγγραφής η οποία κινείται προς την κατεύθυνση της σύνταξης ποιημάτων που είναι ευανάγνωστα, δίχως προσκόμματα δηλαδή στην πρόσληψή τους από τον αναγνώστη, ακριβώς για να του δώσουν τη δυνατότητα και το κέντρισμα να υπεισέλθει στο βάθος τους, να μεταφερθεί κάτω από την επιφάνεια των λέξεων για να μπορέσει εκεί να ακούσει τον παλμό τους που είναι και ο παλμός της ψυχής του ποιητή.