Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα είναι η πέμπτη ποιητική συλλογή της Κύπριας ποιήτριας Αγγέλας Καϊμακλιώτη που πρωτοεμφανίστηκε στα Νεοελληνικά Γράμματα το 2011. Ήδη, από τον τίτλο, μπορεί να διαμορφώσει κανείς κάποιες πρώτες προσδοκίες που κινούνται προς την κατεύθυνση της ανανέωσης, της αναγέννησης και της ανατροφοδότησης του φυσικού κόσμου και, συνεκδοχικά, του ανθρώπινου βίου. Πιο συγκεκριμένα, το ρήμα του τίτλου «θέλουν», με την έννοια του «χρειάζονται», αναδεικνύει ένα είδος επιταγής, μία καίρια και επιτακτική ανάγκη η οποία, εν προκειμένω, αποκτά συμβολικό χαρακτήρα. Το κούρεμα της πικροδάφνης, του γνωστού αυτού μεσογειακού φυτού με τα εντυπωσιακά άνθη, πραγματοποιείται νωρίς την άνοιξη ή, εναλλακτικά, μετά το τέλος της ανθοφορίας, προκειμένου έτσι να μπορεί να διατηρηθεί συμπαγές και ακμαίο το φύλλωμά του. Από το πρώτο, λοιπόν, αυτό επίπεδο σημαινομένων μπορεί κανείς να αποπειραθεί τη μετάβαση σε ένα δεύτερο επίπεδο, όπου η έννοια και η λειτουργία της εκκαθάρισης προβάλλει ως προϋπόθεση και ζητούμενο για τη συνέχιση της ίδιας ζωής.
Η συλλογή κινείται στο γνωστό και από το έργο άλλων Κυπρίων ποιητών κλίμα του σπαραγμού και της οδύνης για την τραγική μοίρα του νησιού της Κύπρου και αυτή η διάθεση είναι που δίνει τον ρυθμό και τον τόνο. Στην πρώτη ενότητα της συλλογής, τα ποιήματα, στην πλειοψηφία τους μάλλον ολιγόστιχα και γραμμένα σε ελεύθερη φόρμα, φέρουν έντονη τη σφραγίδα της θλίψης, της εναγώνιας θλίψης για την απώλεια του γενέθλιου τόπου. Πολλά από τα ποιήματα παρουσιάζονται σαν στιγμιότυπα, σαν μικροϊστορίες μέσα στις οποίες παρουσιάζεται, σε αδρές γραμμές, η σκληρή πραγματικότητα της εισβολής και οι αντιδράσεις των ανθρώπων: Πήγα στο σπίτι, στον συνοικισμό,/ για να τον δω./ Τον βρήκα στην αυλή ξυπόλητο/ να κόβει φρούτα./ Άκουσες τις ειδήσεις; Ρώτησα./ Όχι. Απάντησε κοφτά./ Για την πατρίδα λέω, άκουσες;/ Όχι. Δεν ξέρω τίποτα./ Και σβέλτα ανέβηκε/ στην ανεμόσκαλα/ έκοψε ασπρόσυκο/ και μου το πρότεινε./ Πάρε. Είναι αζιμούθιο,/ σπόρος και γάλα μητρικό./ Αν ξέρεις να διαβάζεις τα σημάδια,/ εντός βρισκόταν πάντα ο εχθρός./ Είπε και πικρογέλασε. («Συκοφαντίες»). Το καταλυτικό γεγονός της εισβολής, όμως, δεν διεγείρει μόνο τη θλίψη της ποιήτριας και των ανθρώπων που περνούν από τα ποιήματά της, αλλά και την οργή της για τον τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύτηκαν τις θυσίες των αγωνιστών όλοι εκείνοι που αποδείχθηκαν κατώτεροι της περίστασης που ζητούσε θάρρος και γενναιότητα: Όταν εκφωνούνται/ τα μεγάλα λόγια/ στους μεγάλους ναούς,/ οι αγνοούμενοι/ στα μικρά τους φέρετρα/ δολοφονούνται/ με μικρές επαναλήψεις. («Μεγέθη») Στην πραγματικότητα, αυτό που προεξάρχει στα ποιήματα της ενότητας αυτής είναι ο διχασμός του ποιητικού υποκειμένου και των ανθρώπων της Κύπρου ανάμεσα στο τώρα και στο τότε, ανάμεσα στο εκεί και το εδώ, διχασμός που προκύπτει με ευθύτητα και αντικατοπτρίζει τον διχασμό του ίδιου του νησιού. Έτσι, μέσα από μια αμφίδρομη πορεία το νησί εικονίζεται στους ανθρώπους του και οι άνθρωποι στο νησί τους. Η ποιήτρια στέκει ανάμεσα για να διαπιστώσει με πίκρα και πικρία το αδιανόητο παιχνίδι που στήθηκε εις βάρος του τόπους της και των ανθρώπων του, να εκδηλώσει τα αμφίθυμα συναισθήματά της που ταλαντεύονται ανάμεσα στον πόνο, τη θλίψη, το θυμό, αλλά και την αγάπη για το ανθρώπινο στοιχείο που παρέμεινε αλώβητο από την καταστροφή. Το ύφος της αποκτά διάφορες αποχρώσεις πάντα όμως πάνω στη γραμμή του ιστορικού και ταυτόχρονα προσωπικού απολογισμού, με χαρακτηριστικότερη αυτή της πικρής ειρωνείας που άλλοτε κυλά στην επιφάνεια του ποιήματος και άλλοτε κάτω από αυτήν.
Στη δεύτερη ποιητική ενότητα, που φέρει τον παράδοξο τίτλο «Ο Μπετόβεν στο Λάπτοπ», παρατηρείται μία στροφή προς τον εαυτό, τα ποιήματα δηλαδή εμφορούνται από μια έκδηλη αυτοαναφορικότητα, σαν διάθεση και τάση. Η ποιήτρια πραγματοποιεί ένα άνοιγμα προς την φύση για να μπορέσει να εντοπίσει αναλογίες με τη δικής της υπόσταση, τη δική της πορεία στη ζωή. Θέματα όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η ποίηση και η τέχνη γενικότερα, ο χρόνος, παρελαύνουν εδώ για να καταδείξουν τον διαμεσολαβητικό ρόλο της ποίησης στην επιθυμία του ανθρώπου να ανακαλύψει τον εαυτό του και τον κόσμο: Τις νύχτες τα ρολόγια/ εγκαταλείπουν τις επάλξεις/ δεν είναι συμπολεμιστές./ Προχωρούν ανεξέλεγκτα./ Καταλαμβάνουν πεδία./ Τις νύχτες τα ρολόγια/ με φοβίζουν./ Αλλάζουν, σχήματα κυλούν/ και αγνοούν τα περιγράμματα. («Επανάσταση») Η Καϊμακλιώτη εδώ γίνεται σαφώς περισσότερο «ποιητική», με την έννοια της συν-κινητικής εξομολόγησης και της προσωπικής δημιουργίας που φτάνει στα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης για να πραγματοποιήσει τη διερεύνηση και την ανατομία της ανθρώπινης ψυχής.
Ιδιαίτερη θέση μέσα σε αυτή την ενότητα έχουν τα ποιήματα για το παιδί και την παιδικότητα. Η ποιήτρια προσεγγίζει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτήν την ηλικιακή φάση και τα χαρακτηριστικά της για να αρθρώσει έναν λόγο ειλικρινή, απλό, ουσιαστικό όπως ακριβώς είναι και η παιδική ψυχή. Είναι μια σπάνια περίπτωση αυτή μέσα στην νεοελληνική ποίηση στο βαθμό που το παιδί προσεγγίζεται μόνο από τη σκοπιά της παιδικής ηλικίας του ποιητικού υποκειμένου και όχι από τη σκοπιά του ανεξάρτητου, αυθύπαρκτου όντος που διαθέτει τα δικά του χαρακτηριστικά και γνωρίσματα: Κι αν το παιδί νερό ζητήσει,/ μην παραλείψεις·/ η δίψα του έφτασε στο συρματόπλεγμα/ και θα το πνίξει./ Κι αν για ψωμί/ το χέρι του απλώσει το παιδί,/ μην αρνηθείς αρνηθείς/ καρδιάς αντίδωρο/ προσκέφαλο να κοιμηθεί./ Είναι καθρέφτης το παιδί./ Να το κοιτάζεις. («Να το κοιτάζεις») Ξεχωριστή μνεία, όμως, αξίζει να γίνει και στο ποίημα «Ποιητική βραδιά» για τον παιγνιώδη του χαρακτήρα και τη σαρκαστική ειρωνική διάθεση απέναντι στον ματαιόδοξο ποιητή που επιθυμεί να μνημειωθεί μέσα στο χρόνο: Τη στιγμή που απαγγέλει στο μικρόφωνο/ οι κυρίες χύνουν δάκρυ μεγαλόφωνο./ Μα κι ο ίδιος πια δονείται, μεταλλόφωνο.// Κι όταν επιτέλους πέσει χειροκρότημα/ για της ποίησης το σπουδαίο κληροδότημα,/ θα τον ταλανίσει πάλι το ερώτημα:/ «Μήπως έφτασε η ώρα/ να μ’ ακούσει κι άλλη χώρα;»
Μέσα στην συλλογή αυτή της Καϊμακλιώτη ενυπάρχει και πάλλεται η αλήθεια. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για την τέχνη του αληθούς και κυρίως του απροσποίητου. Γιατί αυτό το οποίο καταδικάζει η ποιήτρια – το ψέμα, την αναλήθεια, την πόζα, την επιτήδευση – το έχει πρώτα εκείνη αποβάλλει κάνοντας πράξη τη μέγιστης αξίας απόφανση και συμβουλή, ότι η ομορφιά βρίσκεται στην απλότητα. Ο ποιητικός της λόγος κατορθώνει να φτάσει στον αναγνώστη με άκρα αμεσότητα και να του μεταγγίσει όλη τη συγκίνηση που δονεί τις λέξεις, την ψυχή δηλαδή του ποιήματος.