Το νέο πεζογραφικό βιβλίο της Αλεξάνδρας Μυλωνά, που κυκλοφορεί υπό τον ευρηματικό τίτλο Ντελικάλτ, προσανατολίζει, με τον ειδολογικό υπότιτλο που η συγγραφέας προτάσσει της αφήγησης, σχετικά με το είδος εκείνο στο οποίο εντάσσεται και το οποίο υπηρετεί η συγκεκριμένη πεζογραφική απόπειρα. Πρόκειται, ουσιαστικά, για διηγήματα, μικρής έκτασης, δηλαδή, αφηγηματικά κείμενα τα οποία είναι γραμμένα ως μονόλογοι, ως εξομολογητικές αφηγήσεις που εκφέρονται και «εκφωνούνται» σε πρώτο ενικό πρόσωπο. Συνεκτικός ιστός των έντεκα συνολικά αφηγηματικών κειμένων δεν είναι μόνο η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η εξομολογητική διάθεση και τάση, αλλά, κυρίως, η προέλευση τους από ένα πρόσωπο γυναικείο, διαφορετικής, κάθε φορά, ηλικίας.
Αυτό που τεχνουργείται στο βιβλίο αυτό είναι, ουσιαστικά, μία περιήγηση μέσα στις ζωές έντεκα γυναικών που συλλαμβάνονται σε μία διαφορετική ηλικιακή φάση, διατηρούν, όμως, όλες τη διαύγεια και την ένταση του προβληματισμού τους, σχετικά με ζητήματα όχι μόνο προσωπικά, αλλά και κοινωνικά. Από την άποψη αυτή θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι πρόκειται για το ενιαίο πρόσωπο μίας και μόνης γυναίκας που σταθμεύει σε διάφορες ηλικιακές φάσεις για να πραγματοποιήσει μία αποτίμηση και έναν απολογισμό της ζωής της. Η προσωπική κατάθεση, ωστόσο, ενώ αφορμάται και εκκινεί από την προσωπική εμπειρία, το προσωπικό βίωμα, διευρύνει τα όριά της για να εξακτινωθεί σε ζητήματα καίρια, προβλήματα κοινωνικής φύσεως με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος ο σύγχρονος άνθρωπος και, πιο συγκεκριμένα, η σύγχρονη γυναίκα, η οποία καθίσταται και αναδεικνύεται ως ένας από τους πιο ευαίσθητους δέκτες των αλλαγών, αλλά και ως φορέας μιας δύναμης ανατρεπτικής που οδηγείται, μέσα από μία καθαρά συνειδησιακή διαδικασία και διεργασία, στην άρνηση και στην αναθεώρηση των όρων της ζωής της.
Η διαδικασία αυτή, μέσα από την οποία πραγματοποιείται η ανατροπή στους όρους και τις συνθήκες της ζωής, προσδίδει μία εμφανή κίνηση στον λόγο, τον οποίο καθιστά, στην κυριολεξία, δραματικό. Από αυτήν ακριβώς τη δραματικότητα μπορεί κανείς να φανταστεί και να φαντασιωθεί τη μεταφορά των λογοτεχνικών αυτών κειμένων στο θέατρο, όπου θα μπορούσαν κάλλιστα να σταθούν και να λειτουργήσουν ως θεατρικοί μονόλογοι, εκφωνούμενοι από σκηνής από ένα πρόσωπο που θα απέδιδε με το ύφος και τον τόνο της φωνής, αλλά και με τις κινήσεις και τη στάση του σώματος, τις διάφορες ηλικίες στις οποίες συλλαμβάνεται καθεμία από τις γυναικείες μορφές του βιβλίου. Η δραματικότητα ή η θεατρικότητα από την οποία εμφορούνται οι διηγήσεις του βιβλίου, λοιπόν, διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο ήθος το οποίο εκβάλλει και αποτυπώνεται στο ύφος, στον τρόπο δηλαδή με τον οποίο πλάθεται και σχηματοποιείται ο λόγος, ώστε να προκρίνει ακριβώς την προσωπική σφραγίδα των ομιλούντων προσώπων. Πρόκειται για αυτό που θα όριζε κανείς ως προφορικότητα, ως μία ροπή, δηλαδή, και τάση προς ένα λόγο, όχι προφορικό, αλλά οπωσδήποτε πολύ κοντά σε αυτό που θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό ως εκφώνηση, ως άρθρωση ενός λόγου που χωρίς να απεκδύεται τη γραπτή του διαμόρφωση, την κρύβει για να προβάλλει αβίαστος, φυσικός, ορμητικός, ρέων.
Αυτή ακριβώς η πτυχή είναι που καθιστά ελκυστική την ανάγνωση, ενώ παράλληλα διευκολύνει ή εξυπηρετεί την διείσδυση στο βαθύτερο νόημα και την ουσία αυτών των αφηγήσεων που δεν είναι άλλη από τη γυναικεία ψυχοσύνθεση όπως αυτή διαμορφώνεται, υποτάσσεται και αντιδρά στις συνθήκες της σύγχρονης εποχής και στους όρους που αυτή υπαγορεύει. Η ροή του λόγου, με άλλα λόγια, και ο τρόπος με τον οποίο συμπαρασύρει και εμπλέκει τον αναγνώστη στήνει το κατάλληλο σκηνικό ώστε αυτός να μπορεί να υπεισέλθει βαθύτερα στους προβληματισμούς και την προβληματική της συγγραφέως που δεν είναι άλλη από τη θέση της γυναίκας και τις στερεοτυπικές αντιλήψεις γύρω από το ρόλο και τη θέση της. Πρόκειται για μία θαρραλέα επαναφορά ενός θέματος που παραμένει πάντα μείζον και επίκαιρο, παρά τις προόδους που έχουν γίνει στο κομμάτι της χειραφέτησής της. Η Μυλωνά φαίνεται πως διαπιστώνει ορισμένα από τα νέα «δεσμά» που δουλώνουν τη γυναίκα και επιχειρεί μέσα από τις ηρωίδες της να αντιτάξει τη δική της θέση και άποψη που συμπυκνώνεται στην αναζήτηση και την εξεύρεση του εαυτού, στη στροφή προς την αλήθεια, γιατί ακριβώς σε αυτήν την αλήθεια βρίσκεται η ομορφιά. Δεν είναι τυχαίο που οι ηρωίδες αποτελούν αντιπροσωπευτικούς τύπους γυναικών διαφόρων ηλικιών. Γιατί με τη μεθόδευση αυτή πραγματοποιείται ουσιαστικά ένας εναγκαλισμός συνολικά του γυναικείου φύλου και μία έμπρακτη απόδειξη της μέριμνας για το παρόν και το μέλλον της γυναίκας μέσα στην ανθρώπινη συνθήκη.
Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι οι τύποι αυτοί είναι πλαστουργημένοι και ότι, ακόμα κι αν πείθουν για την αλήθεια τους και την εγγύτητά τους σε πραγματικά πρόσωπα, δεν είναι παρά κατασκευές που έχουν μία ενδεικτική και αντιπροσωπευτική λειτουργία και θέση την οποία αποπειρώνται να διευρύνουν ούτως ώστε να αποτελέσουν παραδείγματα προς μίμηση και σημεία αναφοράς για κάθε γυναίκα που αντιλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο τα δεδομένα της ζωής της. Η πρόσκληση αυτή σε ένα είδος ταύτισης ή, έστω, ενσυναίσθησης απευθύνεται άλλωστε σε όλες τις γυναίκες δεδομένου ότι η Μυλωνά στις έντεκα αποτυπώσεις της κατάφερε, σε μεγάλο βαθμό, να αποδώσει τις αποχρώσεις κάθε ηλικίας, αποχρώσεις που δεν προκύπτουν μόνο από το περιεχόμενο του λόγου, αλλά από το ύφος και το ήθος κάθε πρωταγωνίστριας που αναδεικνύει τα εγγενή στην κάθε ηλικία χαρακτηριστικά και προβλήματα.
Ως ενορχηστρωτής, λοιπόν, και σκηνοθέτης όλης αυτής της σειράς των παρουσιάσεων η πεζογράφος ανοίγει ένα νέο πεδίο προβληματισμού και διερωτήσεων για τη ίδια την τέχνη της αφήγησης, την επικέντρωσή της και τον προσανατολισμό της στον ανθρώπινο χαρακτήρα και την προσωπική κατάθεση, αλλά και την κοινωνική διάστασή της μέσα σε μία εποχή που όπως φαίνεται έχει ανάγκη εξίσου και τα δύο –και την τέχνη άλλα και την κοινωνική διερεύνηση – χωρίς όμως το ένα να υπόκειται και να υπολείπεται του άλλου. Είναι, λοιπόν, αξιοσημείωτο ότι στο βιβλίο αυτό επιχειρείται και κατορθώνεται μία ισορροπία ανάμεσα στην καλλιτεχνική υφή του λόγου και της μυθοπλασίας και σε μία εξακτίνωση προς κοινωνικά θέματα και προοπτικές. Αυτή ακριβώς η ισορροπία είναι ένα ακόμα στοιχείο που οδηγεί με άκρα ευθύτητα στη θεατρική πράξη και πρακτική που ανέκαθεν ταλαντεύονταν και ισορροπούσε ανάμεσα στην καλλιτεχνική δημιουργία και στην κοινωνική αποτύπωση, αναπαραγωγή και αναμόρφωση.