Η δύναμη και η ενέργεια της ποίησης
Η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Ανθής Μαρωνίτη φέρει τον δίσημο, γι’ αυτό ακριβώς δυναμικό, τίτλο Αναπόδραστη μνήμη. Η φράση μπορεί κάλλιστα να ερμηνευθεί είτε υπό το πρίσμα της αδυναμίας του ποιητικού υποκειμένου να παραδοθεί στη λησμονιά και τη λήθη, είτε ως αδυναμία της ίδιας της μνήμης να διαφύγει από το οριοθετημένο περιβάλλον που έχει τεχνουργήσει γι’ αυτήν ο χρόνος και η παρέλευσή του και να λειτουργήσει απελευθερωτικά και λυτρωτικά για τον άνθρωπο. Τα εικοσιέξι συνολικά ποιήματα της συλλογής, όλα γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, συνέχονται από έναν ρυθμό μάλλον χαμηλόφωνο, έναν τόνο λυρικό που συνδυάζεται αρμονικά με μία διάθεση ενδοσκόπησης και απολογισμού η οποία εκβάλλει σε μία διατύπωση που ισορροπεί ανάμεσα στην ποιητικότητα και την αποφθεγματικότητα, ανάμεσα στον λυρισμό και την εσωτερικευμένη γνώση.
Ο χρόνος, η ιδιαίτερη φύση και λειτουργία του, οι πολλές και ποικίλες συνιστώσες του, ο τρόπος με τον οποίο σαρκώνεται στην ανθρώπινη ζωή και φυσιογνωμία, είναι το σημείο από το οποίο εκκινεί η ποιήτρια προκειμένου να προσεγγίσει και όχι να ερμηνεύσει ή να αποκρυπτογραφήσει τη συγκεκριμένη έννοια. Γιατί αυτό ακριβώς χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη ποιητική κατάθεση, το γεγονός, δηλαδή, ότι αποτελεί μία απόπειρα, μία δοκιμή να συλληφθεί ο χρόνος στις εκφάνσεις του και όχι στη βαρυσήμαντη ουσία του που είναι, άλλωστε, ασύλληπτη και άφθαστη και που, σε τελευταία ανάλυση, ίσως και να βρίσκεται ακριβώς εκεί, στην επιδερμίδα των πραγμάτων και των φαινομένων. Στην προσπάθειά της αυτή η Μαρωνίτη εμπλέκει μέσα στη στιχουργία της και την παράμετρο του τόπου, έτσι που χρόνος και τόπος να ενοποιούνται σε ένα αξεχώριστο σύνολο, τόσο ακατάλυτο που, ορισμένες φορές, να δίνεται η εντύπωση ότι ο τόπος έχει προσλάβει τη μορφή του χρόνου και το αντίστροφο. Ο τόπος αυτός μπορεί να είναι βέβαια το φυσικό ή τεχνητό τοπίο, μπορεί όμως να είναι και η ανθρώπινη μορφή, ως φυσιογνωμία ή ψυχισμός.
Στενά συνυφασμένο με την επενέργεια του χρόνου πάνω στον άνθρωπο είναι και το θέμα του θανάτου το οποίο προσλαμβάνει τη μορφή της διερώτησης, της διερεύνησης και, εν τέλει, της απορίας γι’ αυτό που έχει αναπότρεπτα συμβεί και επισυμβαίνει. Ο θάνατος, άλλωστε, παρουσιάζεται μετουσιωμένος σε σκοτάδι και το σκοτάδι αυτό αφορά εξίσου την οριστική φυγή, αλλά και το παρόν το οποίο σφραγίζεται ανεξίτηλα από αυτή την αίσθηση του τέλους και του τέλματος που προκαλεί η έλλειψη φωτός και η απουσία του: Να τολμήσω πριν σκεφτώ/ όμως σκοτάδι σαν Άδης/ ο φόβος υγρός/ ωσότου το φως πάλι, θερμή ανάσα/ απέναντι με βγάλει («Απόπειρα περιγραφής»). Η ποιήτρια αφήνεται και αφήνει τους στίχους της να ξετυλιχθούν σαν ένα κουβάρι εντυπώσεων, σκέψεων, αισθημάτων γύρω από το μεγάλο μυστήριο της ζωής όπως αυτή μορφοποιείται, μετασχηματίζεται, νικιέται και νικά το χρόνο καταλήγοντας τελικά να συνιστά μία κατάσταση ενεργειακή που, με τη συνδρομή της ποίησης, καταργεί τους όρους και τα όρια της ύπαρξης για να ταυτιστεί τελικά με την ίδια την έννοια του χρόνου.
Τη συλλογή κλείνει μία ποιητική ενότητα που τιτλοφορείται με τη φράση «Τελευταία νέα» και πλάθεται, πράγματι, γύρω από την επικαιρότητα της πανδημίας με μία διάθεση και τάση που σφραγίζεται από μία σκληρή απαισιοδοξία για όσα έγιναν και για όσα έπονται. Κάθε ένα από τα ποιήματα περιστρέφεται γύρω από τον θάνατο ή, καλύτερα, το θανατικό της εποχής, και είναι από τις λίγες ίσως φορές που η ποίηση δεν διστάζει να δείξει την αδυναμία της να χωρέσει ένα γεγονός και μία πραγματικότητα που μοιάζει αδιανόητη και παράλογη. Ούτε λύπη, ούτε θυμός, μονάχα μία θαρρετή ματιά πάνω στη συντριβή και την κατάρρευση και μία πικρή, συγχρόνως όμως, ενθαρρυντική παραδοχή ότι τελικά αυτό που μένει και θα μείνει ορθό, είναι οι στίχοι που έρχονται για να σηκώσουν το βάρος του κενού που αφήνουν πίσω τους τα θύματα: Τα πτώματα είναι διαφορετικοί άνθρωποι/ άνθρωποι σιγά σιγά δεν θα υπάρχουν.
Η ποιητική συλλογή της Μαρωνίτη είναι θεμελιωμένη πάνω στην συν – κίνηση, τη συγκίνηση και τη θέρμη του ποιητικού υποκειμένου, του αναγνώστη, αλλά και του ίδιου του ποιήματος. Αυτό σημαίνει ότι το συναίσθημα που λειτουργεί αφυπνιστικά της ποιητικής έμπνευσης και το οποίο κοινωνεί ο αναγνώστης, δεν περιορίζεται στο επίπεδο του πομπού και του δέκτη αλλά δίνει ζωή και κίνηση στον στίχο, στην ποιητική σύνθεση που μοιάζει να βιώνει στην κυριολεξία το πάθος, την πίκρα, τον πόνο, τη μνήμη, τον θάνατο. Το ποίημα μεταμορφώνεται, δηλαδή, σε μία ζωντανή ύπαρξη που αφήνει τις λέξεις του να μιλήσουν για αυτά που κρύβει στην ψυχή του και, μέσα από αυτή τη μεθόδευση, προσλαμβάνει τη διφυή υπόσταση του ίδιου του ανθρώπου, αλλά και του κόσμου που εμφορείται από τις δυνάμεις της λογικής και του αισθήματος, της σκέψης και της έκφρασης, του βιώματος και της δημιουργίας.