Η πρόσφατη ποιητική συλλογή του Αντώνη Γεωργίου συστήνεται με έναν τίτλο, Σαν πεταλούδα είμαι, ο οποίος διαμορφώνει και τεχνουργεί ένα νήμα που οδηγεί με άκρα ευθύτητα στον δημιουργό και στην ιδιότητά του, προφανώς ως καλλιτέχνη, να αγγίζει ανάερα και ανεπαίσθητα ό, τι συνιστά το φάσμα του ανθρώπινου βίου και την εξωτερική πραγματικότητα και συνθήκη. Πράγματι, όπως γίνεται αντιληπτό από την πρώτη κιόλας ανάγνωση των ποιημάτων, ο Γεωργίου συστήνει με τα ποιήματα της συλλογής του αυτής μια περιήγηση μέσα στον χώρο, μέσα στις ποικίλες γωνιές της ζωής και στους ανθρώπους εκείνους που άλλοτε περνούν βιαστικά και άλλοτε σταθμεύουν στη ζωή και την καθημερινότητά του. Αυτή ακριβώς η περιήγηση, χωρίς να πραγματοποιείται βιαστικά ή φευγαλέα, τελείται υπό όρους προσωρινότητας, ο ποιητής δηλαδή διαγράφει μια μεγάλη πορεία, διέρχεται μέσα από συνθήκες, καταστάσεις, μέσα από στιγμιότυπα και τοπία και εξέρχεται ουσιαστικά από όλες αυτές τις στάσεις σαφώς πλουσιότερος με όλα αυτά που κέρδισε στον δρόμο, αλλά και περισσότερο σίγουρος για αυτό το οποίο συνιστά την ουσία και την ιδιοσυγκρασία του. Η όλη δηλαδή διαδρομή αντί να αλλάξει, αντί να μετασχηματίσει και να μετουσιώσει τον δημιουργό, αντί ενδεχομένως να τον αλλοιώσει, διαγράφει με μεγαλύτερη ευκρίνεια το περίγραμμά του και στερεώνει ακόμη περισσότερο την παρουσία του και την κίνησή του μέσα στον περιβάλλοντα χωροχρόνο.
Η ποίηση του Γεωργίου είναι μια ποίηση καθαρά προσωπική. Προκύπτει από την αντιληπτική ικανότητα του ποιητή η οποία εκκινεί από τις αισθήσεις και καταλήγει στην συνείδηση και τη συνειδητοποίηση της αξίας και της σημασίας που έχουν τα διάφορα ερεθίσματα για την ποιητική τέχνη όταν αυτή επιδιώκει και θέλει να είναι η τέχνη της ζωής. Γιατί αυτό ακριβώς προκρίνει εδώ ο Γεωργίου. Την αναγκαιότητα δηλαδή του καλλιτέχνη να μην παραγνωρίσει ή να παρασιωπά το χθαμαλό, το ταπεινό, αυτό που μοιάζει ασήμαντο και μικρό, για να δώσει τη θέση του σε κάτι που θα είναι βέβαια υψηλό, θα είναι όμως και άπιαστο. Είναι λοιπόν σαφές ότι ο ποιητής στέκεται σε όσα μπορεί να περνούν ακόμα και απαρατήρητα για να καταδηλώσει την πίστη του στην ανθρώπινη ουσία και ύπαρξη όπως αυτή εκφαίνεται στις καθημερινές καταστάσεις, σε μια συνθήκη που προσδιορίζεται από τις ανθρώπινες εκδηλώσεις που μπορεί να μοιάζουν ή ακόμα και να είναι αντιποιητικές. Μπορεί κανείς να διαπιστώσει ή να υποθέσει πως εδώ κρύβεται και η θεωρητική θέση του δημιουργού για την ποίηση και την ποιητική και για την ανάγκη τους να παραμένουν σε ένα επίπεδο πολύ κοντά στον άνθρωπο και της προσλαβάνουσές του: Βλέπω τα παράθυρα/ των παλιών σπιτιών/ σε πλατείες στις πολίχνες της Ευρώπης/ ψηλά, με ξύλινες γρίλιες/ σε όλα τα χρώματα/ συνήθως κλειστά/ Όμως τα δικά μου παράθυρα/ τα θέλω πάντα στο φως ανοιχτά/ στον άνεμο/ στη βουή της πόλης/ στις παιδικές φωνές του παιγνιδιού/ σε ένα «γεια» απ’ έξω («Ανοιχτά παράθυρα»)
Ο ποιητής δεν διστάζει, αντίθετα φαίνεται πως επιθυμεί να εισάγει τον εαυτό του μέσα στη σύνθεση, να καταθέσει τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος αντιλαμβάνεται τα διάφορα στοιχεία που συνθέτουν τη ζωή και την κίνησή της και να έρθει, με αυτή την μέθοδο και την τεχνική, πολύ κοντά στους αρχαίους έλληνες λυρικούς και στην πρώτη εμφάνιση της προσωπικής ποίησης στην παγκόσμια ιστορία του πολιτισμού, που προέκρινε την έκφραση του προσωπικού αισθήματος, το λιτό και απροσποίητο της έκφρασης, το γνήσιο και το ειλικρινές της ποιητικής σκέψης: περπατώ ανάμεσα σε δέντρα/ το φως παίζει με την υγρή ομίχλη, το πράσινο/ και είναι μετά από καιρό/ ένα καθάριο ατόφιο σήμερα/ ένα τώρα, τίποτε άλλο/ οι Άλπεις ο ορίζοντάς μου σήμερα/ μετά από καιρό// αναπνέω («Ο ορίζοντάς μου Άλπεις») Είναι μια ιδιαίτερη αντίληψη για την τέχνη αυτή που τη βλέπει να εκκινεί από όλα όσα εδράζουν μέσα στον καθημερινό ανθρώπινο βίο και τροφοδοτούν τη σκέψη όλων εκείνων που δεν αρκούνται στην αποδοχή, αλλά επιδιώκουν τον σχολιασμό και την αποτίμηση, την ανατομία και τη διείσδυση μέσα στο περιεχόμενό τους, την ενατένιση και των εναγκαλισμό τους ως ποιητικών πυρήνων ή κέντρων από τα οποία θα αρχίσει να εξακτινώνεται το ποίημα.
Στο επίπεδο της ποιητικής και της τεχνοτροπίας, του τρόπου δηλαδή με τον οποίο ο Γεωργίου χειρίζεται την πρώτη ύλη του μπορεί κανείς να διαπιστώσει την κατίσχυση της απλής, ανεπιτήδευτης έκφρασης η οποία όμως είναι βαθιά ποτισμένη από μια σπάνια ευαισθησία αλλά και από την εύθραυστη φύση της σκέψης και της έκφρασης του ποιητή, ιδιότητα που χαρακτηρίζει και τον ίδιο τον δημιουργό ο οποίος επιζητώντας να διαμορφώσει το προσωπικό του πέρασμα μέσα στην ζωή και μέσα στην τέχνη φαίνεται πως κάποιες φορές λυγίζει υπό το βάρος της αλήθειας που ο ίδιος αποκαλύπτει και φέρνει ενώπιόν του. Από αυτήν την άποψη τα ποιήματα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά ως δοκιμή και δοκιμασία του ποιητή στο αντίκρισμα αυτής της αλήθειας και στη μετουσίωσή της σε συνθέσεις οι οποίες θα ακτινοβολούν από το ειλικρινές αίσθημα ή από την συν-αισθηματική ειλικρίνεια η οποία, ως διάθεση, τάση και ροπή, κινεί τη δημιουργία του ποιήματος. Γι’ αυτό και η ανάγνωση των ποιημάτων πραγματοποιείται μέσα σε μια συνθήκη αμοιβαιότητας, αλληλεγγύης και οικειότητας του αποδέκτη προς τον δημιουργό. Γιατί ακριβώς ο πρώτος αναγνωρίζει στον δεύτερο τον ποθητό, τον ζητούμενο εαυτό του.