Ένα διαφορετικό ποιητικό βιβλίο, η Παπούσα της Βίκυς Κατσαρού, έρχεται για να εμπλουτίσει το σύνολο εκείνο των έργων που εκκινούν από μια περισσότερο ή λιγότερο γνωστή προσωπικότητα και καταλήγουν στην ανάδειξη των στοιχείων εκείνων της ζωής και της δράσης της που έχουν αξία διαχρονική και αποτελούν ερμηνευτικά ερεθίσματα του παρόντος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για τη Μπρονισλάβα Βάις, μια τσιγγάνα ποιήτρια που γεννήθηκε το 1908 ή το 1910 σε ένα περιπλανώμενο καραβάνι με προορισμό τη Σουηδία, και πέθανε το 1987, χρονιά κατά την οποία γεννιέται η Κατσαρού. Η σύμπτωση αυτή διαμορφώνει ένα είδος σκυταλοδρομίας ανάμεσα στις δύο δημιουργούς με τη νεότερη να παίρνει τη σκυτάλη από την προγενέστερη και να τεχνουργεί, ουσιαστικά, το έργο της πάνω στο αντίστοιχο της ομοτέχνου της με ορίζοντα και στόχο την εξύμνηση, τον σχολιασμό, την ερμηνεία, τη συμπλήρωση ή ακόμα και την αποκατάστασή του. Όλες αυτές οι μέθοδοι και οι μεθοδεύσεις συνυπάρχουν στο έργο της Κατσαρού το οποίο δεν περιορίζεται μόνο στη Βάις, αλλά περιλαμβάνει αναφορές σε τρεις ακόμα μάγισσες οι οποίες υπήρξαν πρόσωπα αιρετικά που με την ανατρεπτική τους στάση και δράση προσδιόρισαν το περίγραμμα της επαναστάτριας, με την έννοια της αντισυμβατικής, γυναίκας. Το όλο εγχείρημα, επομένως, καταλήγει μια ξεκάθαρα γυναικεία υπόθεση με τις εμπλεκόμενες ηρωίδες, πρόσωπα πραγματικά και πλασματικά ταυτόχρονα, να προσφέρουν την ευκαιρία για μια καταβύθιση στο ρόλο και τη θέση της γυναίκας μέσα στην τέχνη και μέσα στη ζωή.
Τα κείμενα του βιβλίου είναι γραμμένα εν είδει δραματικών μονολόγων, σε πρώτο ενικό πρόσωπο, και εμφορούνται από έναν ρυθμό και τόνο μάλλον καταιγιστικό, έντονο, αγωνιώδη και, ταυτόχρονα, αφηγηματικό, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να εκτίθενται τα βασικά γεγονότα και περιστατικά της ζωής των ηρωίδων παράλληλα με τα στοιχεία εκείνα που προσέδωσαν στις προσωπικότητές τους την ιδιαίτερη δύναμη και δυναμική τους. Αυτό σημαίνει ότι το ποιητικό εγχείρημα της Κατσαρού θα μπορούσε κάλλιστα να μεταφερθεί στο θέατρο, έχοντας υποστεί μικρότερη ή και καθόλου δραματουργική επεξεργασία, συνιστώντας έτσι μια άριστη ευκαιρία για το θεατρόφιλο κοινό να έρθει σε επαφή με τη λογοτεχνία και να διερευνήσει τους τρόπους και τους δρόμους μέσα από τους οποίους τα δύο αυτά λογοτεχνικά είδη – το θέατρο και η ποίηση – συναντιούνται και συνυπάρχουν αρμονικά, χωρίς, ωστόσο, να καταργούν τα όρια και τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ τους. Στην περίπτωση, μάλιστα, της Κατσαρού συναντάται η σπάνια συνύφανση όχι μόνου του ποιητικού με τον δραματικό, αλλά και με τον αφηγηματικό λόγο, εκβάλλοντας έτσι σε ένα αποτέλεσμα που εναγκαλίζεται και γεφυρώνει τις αποστάσεις μεταξύ των επιμέρους τρόπων λογοτεχνικής έκφρασης. Πρόκειται, ουσιαστικά, για την οικειοποίηση στοιχείων από τα τρία γνωστά είδη της τέχνης του λόγου που αφήνονται να υπάρξουν και να λειτουργήσουν σε ένα ενιαίο πλαίσιο με καθένα από αυτά να διατηρεί την αυτονομία και την αυτοτέλειά του, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε να μπορεί να διαβαστεί, να προσληφθεί και να παρουσιαστεί είτε σαν ποίηση, είτε σαν θέατρο, είτε σαν αφήγηση, είτε σαν όλα μαζί, ανάλογα δηλαδή με την οπτική που θα θελήσει ο αποδέκτης να υιοθετήσει.
Η ίδια ολιστική αντίληψη για την τέχνη του λόγου και τις εκφάνσεις της ενυπάρχει και αντικατοπτρίζεται στην κεντρική μορφή του βιβλίου, την τσιγγάνα Παπούσα, που εναγκαλίζεται και οικειώνεται κάθε πτυχή της ζωής, είτε πρόκειται για τις δυσάρεστες και επώδυνες όψεις της, είτε για τις ευχάριστες στιγμές και συντυχίες. Μέσα από την ποιητική της αφήγηση αναδεικνύει όλο το δράμα και το μεγαλείο μαζί της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως το αντιλαμβάνεται ένας άνθρωπος που η ζωή του βρίθει περιπετειών ή, ακόμα καλύτερα, αποτελεί η ίδια μια περιπέτεια. Δεν πρόκειται, δηλαδή, απλώς και μόνο για μια περιπετειώδη ζωή. Πρόκειται για την περιπέτεια όπως την ήθελε, την προδιέγραψε και την όρισε η αρχαία ελληνική τραγωδία και ο μεγάλος της θεωρητικός, Αριστοτέλης, ως μεταβολή και μετάβαση, δηλαδή, από μια κατάσταση ευτυχίας σε μια κατάσταση δυστυχίας και το αντίστροφο. Πράγματι, στο έργο της Κατσαρού παρακολουθεί κανείς αυτήν την ταλάντευση, εν είδει εκκρεμούς, ανάμεσα στη μία κατάσταση και την άλλη, ως στοιχείο σύμφυτο με την ανθρώπινη ύπαρξη και φύση, ως στοιχείο συστατικό του ανθρώπινου βίου και των συνιστωσών του. Αν θελήσει μάλιστα κανείς να προεκτείνει αυτήν την παρατήρηση θα μπορούσε να επισημάνει πως η περιπέτεια οδηγεί και εκβάλει στην αναγνώριση, την αναγνώριση όχι μόνο του περιβάλλοντος κόσμου και χωροχρόνου, αλλά και στην αναγνώριση του ίδιου του εαυτού. Η πορεία και η διαδρομή αυτή συντελείται με όρους κυριολεκτικά ποιητικούς, αφού η αναγνώριση της ηρωίδας περνάει και φιλτράρεται μέσα από την ποίηση, την έμπνευση, δηλαδή, και την πραγμάτωσή της.
Στο σημείο αυτό πράγματι αξίζει να σταθεί κανείς, δεδομένης της έντασης με την οποία η Κατσαρού φαίνεται πως επενδύει την προσπάθειά της να ορίσει το περίγραμμα μιας γυναίκας που αντιστάθηκε σε ό, τι θεωρούσε πως εναντιώνεται και δεν υπηρετεί τον άνθρωπο και, αντίστοιχα, υπερασπίστηκε αυτό που έκρινε πως συνιστά την ιδιαιτερότητα και την ιδιοτυπία της, τη γυναικεία της δηλαδή φύση, όπως αυτή εξέβαλε και εξέθρεψε την ποίησή της. Το όλο εγχείρημα, λοιπόν, ισοδυναμεί με μια υπερασπιστική κίνηση απέναντι στην έκφραση, είτε αυτό γίνεται μέσα από την ποίηση, είτε μέσα από τη γυναικεία ταυτότητα και ιδιοσυστασία. Γιατί ουσιαστικά αυτό που επικροτείται και εξυμνείται εδώ δεν είναι τόσο η δύναμη και η δυναμική της τέχνης του στίχου, ούτε η ξεχωριστή και λαμπερή προσωπικότητα μιας γυναίκας ποιήτριας, όσο η ικανοποίηση της ανάγκης για έκφραση μέσα από τον λόγο και την πράξη. Από αυτήν την άποψη το βιβλίο αυτό προτείνει και προκρίνει μια ανανεωτική ματιά πάνω στον γυναικείο ποιητικό λόγο ως μέσου και οδού κατάκτησης της γυναικείας ανεξαρτησίας και χειραφέτησης. Αυτό αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον μέσα σε μια εποχή που το όλο ζήτημα της χειραφέτησης φαίνεται πως τίθεται υπό αμφισβήτηση ή έστω διερώτηση. Είναι ιδιαίτερα μάλιστα σημαντικό που όλος αυτός ο προβληματισμός και η προβληματική στην οποία παραπέμπει τίθεται με άκρα ευθύτητα από μια γυναίκα ποιήτρια της σύγχρονης εποχής, από τη στιγμή που, ίσως, καταδεικνύει πως η επιθυμητή αυτονόμηση και η απόλυτη ισοτιμία δεν έχει ακόμα κατακτηθεί. Η λογοτεχνία αποτελεί σίγουρα έναν δρόμο που εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο ιδιαίτερα όταν προέρχεται από γνήσιες και αληθινές ανησυχίες και βιώματα, όταν αναδεικνύει την ταύτιση του καλλιτέχνη με το προϊόν της δημιουργίας του, όταν προκύπτει από την ειλικρινή ανάγκη για απελευθέρωση και αναγνώριση του εαυτού μέσα από τον άλλον. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Κατσαρού εμπνέεται από μια γυναίκα τσιγγάνα ποιήτρια αφού οι τρεις αυτές ιδιότητες σηματοδοτούν και αναδεικνύουν μια απόλυτα ανατρεπτική μορφή που ανακαλεί τον γνωστό παλαμικό γύφτο και τον Δωδεκάλογό του, αποτελούν όμως ταυτόχρονα μια απολύτως σύγχρονη μορφή που καθρεφτίζει το διαχρονικό, δυστυχώς, πάντα αίτημα για ελευθερία και έκφραση.