Η πρώτη ποιητική συλλογή του Γιάννη Καλογήρου, που επανεκδόθηκε και επανακυκλοφορεί τρία χρόνια μετά την πρώτη της έκδοση το 2019, φέρει για τίτλο της μια φράση, Έρμαια δισταγμών, που τεχνουργεί ένα οξύμωρο, έναν συνδυασμό δυο εννοιών η πρώτη από τις οποίες δηλώνει την κίνηση και η δεύτερη τη στάση, το λίμνασμα, την καθήλωση σε μια συνθήκη αναμονής. Η λέξη «έρμαια» αναφέρεται προφανώς στους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι παρασύρονται και εκτρέπονται σε κατευθύνσεις που δεν έχουν αποτελέσει δική τους επιλογή, ασκούν όμως επάνω τους μια δυνατή και ακατανίκητη έλξη, ενώ η λέξη «δισταγμοί» εικονίζει ακριβώς το δίλημμα, το αδιέξοδο, την αδυναμία της πράξης εκείνης που θα εκτόνωνε και θα ανασήκωνε όλο το ψυχοσυναισθηματικό φορτίο του ποιητή. Τα ποιήματα του βιβλίου εμφορούνται από ένα αίσθημα ανάμεικτο από γλυκασμό και πόνο, από μια έντονα νοσταλγική διάθεση και από μια τάση ή ροπή προς την περιγραφική αποτύπωση και εξεικόνιση. Αυτό αποτελεί και το βασικό χαρακτηριστικό της ποίησης του Καλογήρου. Πρόκειται για την τεχνική εκείνη που βλέπει στον περιβάλλοντα χώρο, στα πρόσωπα και τις κινήσεις τους, στις εικόνες που οριοθετούν τη ματιά του ποιητή την ευκαιρία να ανιχνευθούν και να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα που μορφοποιούν την ιδιοσυγκρασία του ποιητικού υποκειμένου, τον τρόπο με τον οποίο αυτό αντιλαμβάνεται το προσωπικό του σύμπαν σε σχέση με το καθολικό.
Ο Καλογήρου αφήνεται και αφήνει το θυμικό του να εκτυλιχθεί μέσα στα ποιήματα και είναι αυτή ακριβώς η αίσθηση ότι η θλίψη, η απογοήτευση, η νοσταλγία, η ανάγκη κινούν την ποιητική δημιουργία και ότι οι λέξεις έρχονται σαν εκ του φυσικού να διεκδικήσουν και να πετύχουν την αποκάλυψη των αισθημάτων. Η έννοια της ανάγκης μάλιστα προβάλλει άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη δυναμική για να καταδείξει την κινητήρια δύναμη της ίδιας της ποιητικής δημιουργίας, αλλά και της ύπαρξης, του τρόπου με τον οποίο βιώνεται και διεκδικείται η θέση και ο ρόλος του ανθρώπου στον κόσμο. Κεντρική θέση μέσα στη συλλογή έχει η μνήμη η οποία άλλοτε μετακυλύει προς την κατεύθυνση της απώλειας και άλλοτε προς την κατεύθυνση της φαντασιακής ανάπλασης ως μεθόδου και τεχνικής για την επιβίωση και τη συνέχεια. Ο ρεαλισμός και η πικρή συνειδητοποίηση, όμως, αποτελούν πάντα τη βάση από την οποία εκκινεί και στην οποία επανέρχεται ο ποιητής για να μπορέσει όχι μόνο να ελέγξει την ποιητική του δημιουργία, αλλά και για να δώσει στην ποίηση τη σωστή της, την αρμόζουσα και ταιριαστή διάσταση, αυτήν ενός γήινου δημιουργήματος που επιδιώκει και θέλει να σεβαστεί την πραγματικότητα για να μπορέσει να οραματιστεί και να πραγματοποιήσει την υπέρβαση και τη μετουσίωσή της: το άρωμα της νύχτας, θ’ ανασύρει στο μυαλό σου/ εικόνες μίας εποχής χλωμής που,/ με δάκρυα σαν διαμάντια ποτισμένη/ στη σιωπή σε εθίζει.// στο καρναβάλι των αθώων,/ στων δήμιων το σανίδι στέκεσαι/ άπραγος γυμνός/ κοιτάς τα χρόνια και τις μέρες/ να περνάνε.// έτσι, ανάμεσα στο υπαρκτό της θλίψης/ και το ανύπαρκτο της νιότης/ σαν τυφλός ακροβατείς,/ σκοτώνεις τ’ όνειρο ξανά/ αρνούμενος την πλάνη. («άχαρος ρόλος»)
Εικονική κατά βάση ποίηση που δεν διστάζει, ούτε φοβάται να απομονώσει, να απογυμνώσει το τοπίο από οποιοδήποτε ωραιοποιητικό στοιχείο για να αποκαλύψει την αιχμηρότητα και την υποκρισία της ανθρώπινης συνθήκης, την κενότητα και την απουσία κάθε ίχνους ευαισθησίας που διαμορφώνει, εκτός των άλλων, ένα πεδίο δοκιμής και δοκιμασίας των δυνάμεων του καλλιτέχνη, αλλά και της εσωτερικής του πάλης ανάμεσα στο λύγισμα και την ανόρθωση, ανάμεση στην πτώση και την εξύψωση. Αυτήν την αναγωγή στο υψηλό επιχειρεί εδώ ο ποιητής και γι’ αυτό προβαίνει στην γνήσια και ανόθευτη έκφραση της ευαισθησίας, της συγκίνησης, ακόμα και της ταραχής του μπροστά σε ό, τι τον συν-κλονίζει.