Η πρώτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Δυνέζη διαμορφώνει, ευθύς εξ αρχής από τον τίτλο της Πεζός ως την επούλωση, μια ευθεία αντίθεση ανάμεσα στον ποιητικό λόγο και τη διάθεση του ποιητικού υποκειμένου, τη βούλησή του να αυτοχαρακτηρισθεί πεζός και, μαζί, να χαρακτηρίζει έτσι και τη στιχουργία του. Πραγματικά, από την πρώτη κιόλας ανάγνωση των ποιημάτων της συλλογής αντιλαμβάνεται κανείς την πρόθεση και την πραγμάτωσή της, την τάση, τη ροπή και την προτίμηση του ποιητή προς έναν λόγο οικείο, κουβεντιαστό, καθημερινό, προς μια ποιητική ομιλία που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι συρραφή αποσπασμάτων από μια συνομιλία που ανοίγεται και εκτυλίσσεται με κάποιον υποθετικό συζητητή ο οποίος αφήνει και προκαλεί, ταυτόχρονα, τον δημιουργό στην σύνθεση των ποιημάτων του καθένα από τα οποία προσιδιάζει σε ένα είδος προβληματισμού ο οποίος όμως εισάγεται και διαμορφώνεται ποιητικά, ως ποιητική δηλαδή μικροϊστορία, ως ποιητική μικροαφήγηση, ακόμα και ως εξομολόγηση ή ποιητικό στιγμιότυπο. Αυτές ακριβώς οι δύο τελευταίες εκδοχές που προκρίνονται και προεξάρχουν φαίνεται πως εκβάλλουν σε ένα ποιητικό αποτέλεσμα το οποίο στήνεται γύρω από το «εγώ» του ποιητικού υποκειμένου, αλλά και γύρω από τον τρόπο με τον οποίο αυτό όχι απλώς και μόνο αντιλαμβάνεται τις καταστάσεις και τις συνθήκες του σύγχρονου βίου, αλλά, στην κυριολεξία, τις εμπνέεται και τις διαμορφώνει ποιητικά. Έτσι, το βιβλίο αυτό καθίσταται συνολικά μια διερώτηση και ένας προβληματισμός ως προς τις μεγάλες έννοιες του ανθρώπου και τις ζωής, κυρίως όμως ως προς τον τρόπο με τον οποίο αυτές εμφιλοχωρούν και σφραγίζουν τη συγχρονία, το «εδώ» και το «τώρα» του σύγχρονου κόσμου.
Ο Δυνέζης επιλέγει να μην μιλήσει ανοιχτά, αναφορικά, κυριολεκτικά. Προτιμά κυρίως τον μεταφορικό λόγο, επιχειρεί δηλαδή να τεχνουργήσει τα ποιήματά του με το βλέμμα του στραμμένο στην ανοικείωση του αναγνώστη, ανοικείωση η οποία επιτυγχάνεται με πολλούς τρόπους κυρίως όμως μέσα από το παράδοξο, το ασύνηθες, το απροσδόκητο, ακόμα και το φρικιώδες ή το φρικιαστικό: Άραγε να με θυμάται στην καρέκλα που κοιτά/ τους Φλεβάρηδες που πέρασα – καπνίζοντας ταμπάκο/ στο λασκαρισμένο της ποδάρι – το κουτσό/ όπως και όλοι μας οι μήνες// θαρρώ πως ναι… αλλιώς – προς τι/ το γέρμα του λαιμού της – αλλιώς γιατί να κάτσει/ κείνο το μαύρο μες το μάτι· αμίλητο («Η κόρη που δεν μίλησε»). Αυτή ακριβώς η πτυχή φέρνει την ποίηση του Δυνέζη πολύ κοντά στους ποιητές που καλλιέργησαν αυτή τη μέθοδο και την τεχνοτροπία όπως, για παράδειγμα, ο Μίλτος Σαχτούρης ή ο Αλέξης Τραϊανός, και καθιστά τη γραφή του οικεία σε αυτή τη λογική, τη λογική του εναγκαλισμού στοιχείων καθημερινών τα οποία τίθενται μέσα σε ένα πλαίσιο αντίρροπο και αντιφατικό, έτσι που η παρουσία τους να προξενεί στον αναγνώστη ένα ξάφνιασμα, μιαν έκπληξη, ταυτόχρονα όμως και μια θυμηδία, ένα συναίσθημα που συναιρεί και συνυφαίνει, ίσως κατά τρόπο μοναδικό, το πάγωμα και τη ζεστασιά, την ακινησία και την εσωτερική κίνηση και δράση.
Τα ποιήματα του Δυνέζη εμφορούνται από μιαν ένταση εσωτερική, από ένα πάθος που ενώ δεν σιγεί έρχεται ψύχραιμα στην επιφάνεια για να μετασχηματιστεί σε λέξεις. Γι’ αυτό και συχνά δίνεται η εντύπωση ότι οι συνθέσεις, έτσι όπως εκτυλίσσονται στίχο στίχο, εκτρέπονται προς την σπασμωδικότητα, προς ένα λόγο που ενώ διατηρεί την ενότητα και την αυτοτέλειά του παρουσιάζει ρωγμές και τριγμούς που έρχονται για να ενισχύουν τη δυναμική κάθε στίχου, τη δυνατότητά του να αποτελεί, και αυτός, ένα ατόφιο κομμάτι ποιητικού λόγου. Από αυτή την άποψη αξίζει να σταθεί κανείς στα επιμέρους σημεία των ποιημάτων, να εστιάσει σε συγκεκριμένους στίχους ή δίστιχα και να αποτιμήσει την αξία και τη σημασία τους όχι μόνο για τη νοηματοδότηση ολόκληρου του ποιήματος, αλλά και για την ενατένιση του τρόπου με τον οποίο τα επιμέρους λεκτικά σύνολα σηκώνουν το βάρος της δημιουργικής σκέψης και έκφρασης του λογοτέχνη. Πρόκειται για μια τεχνική που αναδεικνύει την ιδιαίτερη επιμέλεια, προσοχή και φροντίδα που απαιτεί και προϋποθέτει η σύνθεση ενός ποιήματος η οποία πραγματοποιείται και συνολικά, υπάγεται δηλαδή σε ένα ευρύτερο σχέδιο ή μια συνολική εικόνα, αλλά και επιμεριστικά, στο επίπεδο δηλαδή καθενός από τους στίχους που υπερασπίζονται το νόημα και την αξία τους.