Η αγωνία και η ελπίδα ως κινητήριες δυνάμεις της ποιητικής δημιουργίας:
Η Δάφνη Μαρία Γκυ – Βουβάλη συστήνει την πέμπτη, κατά σειρά, ποιητική της συλλογή που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Φίλων με τον σημαίνοντα τίτλο Λέξεις Μονάκριβες. Η πρόταξη του ουσιαστικού «Λέξεις», αντί του επιθέτου «Μονάκριβες», διαμορφώνει ένα άκρως ελκυστικό λογο – τέχνημα το οποίο προβάλλει με εύστοχο τρόπο τη στάση και τη θέση της ποιήτριας απέναντι στην πρώτη ύλη της ποιητικής δημιουργίας. Οι λέξεις από τις οποίες συντίθεται το ποίημα είναι όχι μόνο πολύτιμες, αλλά κυριολεκτικά μοναδικές, είναι το μόνο πράγμα, το μόνο εργαλείο που διαθέτει η ποιήτρια προκειμένου να συλλάβει και να αποδώσει τις σκέψεις της. Η ίδια η λέξη «μονάκριβες» – ένα επίθετο που κατά κόρον χρησιμοποιείται για τη συγγενική σχέση γονέα και παιδιού ανακαλώντας μάλιστα τον περίφημο στίχο από το τραγούδι «Του νεκρού αδελφού», την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη – νομιμοποιεί τη θεώρηση που θέλει την ποιήτρια δημιουργό και θεματοφύλακα των ποιημάτων της.
Η συλλογή αποτελείται από σαράντα εννέα ελευθερόστιχα ποιήματα, άλλα από αυτά πολύστιχα και άλλα ολιγόστιχα, ενώ τέσσερα από αυτά παρουσιάζονται μεταφρασμένα και στην ιταλική τους εκδοχή. Συνεκτικός ιστός του συνόλου των ποιημάτων αποτελεί η ευαισθησία της ποιήτριας που, σαν διάθεση και τρόπος, αναδύεται συχνά από τους στίχους και διαμορφώνει ένα ποιητικό κλίμα που σαν κύμα παρασέρνει τον αναγνώστη στο ποιητικό αυτό ταξίδι.
Η θεματική των ποιημάτων εκκινεί από διάφορες κατευθύνσεις η πιο χαρακτηριστική από τις οποίες είναι η χριστιανική ιστορία και φιλοσοφία που συμπλέκονται άριστα με ζητήματα που αφορούν τη ζωή και τη μοίρα του ανθρώπου. Η Γέννηση του Θείου Βρέφους, μια καταλυτική στιγμή στην ανθρώπινη ιστορία από τη στιγμή που σηματοδότησε τη λύτρωση των ανθρώπων από τον πόνο και τα πάθη, αλλά και η πορεία του Χριστού που ξεκινά από το Γολγοθά για να καταλήξει, μετά τη Σταύρωση και την ταφή, στην Ανάσταση που έκανε να μοσχοβολήσει ξανά η Ανάσα Του συγγνώμη. («Ο Γολγοθάς»), αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα ποιημάτων που αφορμώνται από την συγκεκριμένη θεματική πηγή.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κυριαρχούν τα στοιχεία του ουρανού, του ήλιου, των αστεριών, του φωτός και παρουσίες όπως αυτή των αγγέλων, ακόμα και του ίδιου του Θεού που παρουσιάζεται με τα λόγια του και τις εντολές του, ως Γνώση του κόσμου, του καλού, του ωραίου. Όλα αυτά γίνονται αντιληπτά μέσω των ματιών και της όρασης, νοούμενης όχι μόνος ως μίας εκ των πέντε αισθήσεων, αλλά και ως αντίληψης, συνείδησης, ενατένισης. Χαρακτηριστικό αυτής της αντίληψης για τη γνώση που θυμίζει το σολωμικό Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής σου είναι το δίστιχο Μάτια διαμάντια καθαρά / του στοχασμού τα μάτια. Ο στοχασμός και η περισυλλογή, βέβαια, οδηγούν πολλές φορές σε μαύρες σκέψεις που στοιχειώνουν τους ανθρώπους και τους διαχωρίζουν από εκείνους που εξακολουθούν να ελπίζουν και να ονειρεύονται («Σαν παράπονο»). Κεντρική θέση μέσα στη συλλογή έχει επίσης ο χώρος και η έννοια του «Κήπου» που νοείται ως ο απολεσθείς Παράδεισος, ως το αθώο παρελθόν, ταυτόχρονα όμως και ως το βλέμμα του Θεού, το βλέμμα του δίκαιου οφθαλμού που, ως γνωστόν, «τα πάνθ’ ορά» και λειτουργεί αναλόγως. Σε ένα από τα ποιήματα της συλλογής ο Κήπος συνδέεται και με άλλες έννοιες, άλλα στοιχεία που προκαλούν τον πόθο, την επιθυμία της ποιήτριας να τα προσεγγίσει, να τα αγγίξει, να τα οικειοποιηθεί: Ποθώ τον Κήπο / τον υδροχόο της λίμνης με τους κύκνους / τα κόκκινα μπαλόνια / με το κορδονάκι μέσα στις χούφτες / Ποθώ τα μυστικά / τα σκαλιστά μπαούλα με την κλειδωνιά / τα παραμύθια με τα χρυσά φορέματα.
Ο πόθος, ως συναίσθημα και ως πράξη, κεντρίζει την ποιήτρια σε μια σειρά ποιημάτων τα οποία συνέχονται και συστρέφονται γύρω από αυτήν ακριβώς την έννοια. Οι πόθοι της ποιήτριας αφορούν και στρέφονται βεβαίως στις κατευθύνσεις εκείνες που αποτελούν ταυτόχρονα προϋποθέσεις μιας ευτυχούς και ενάρετης ζωής, μακριά από τη σκλαβιά των υλικών πραγμάτων, του σύγχρονου τρόπου ζωής και του λεγόμενου «συστήματος» που θυματοποιεί τους ανθρώπους: Στην άσφαλτο πάνω μοναχό / το κρίμα σου / Το κουβαλάς παντοτινά / μέσα στο σκεφτικό, μεταθανάτιο βλέμμα σου / τώρα που έμαθες πως περιστρέφονται αργά / των θηρευτών οι τροχοί με τα γρανάζια τους / στου κόσμου πάνω το κορμί – / «Σύστημα» τους αποκαλούν, / κι εσένα θύμα («Το κρίμα»). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης ο τρόπος με τον οποίο η ποιήτρια αντιλαμβάνεται την ποιητική δημιουργία. Στο ποίημα «Πως» η γέννηση του ποιήματος περιγράφεται ως γέννα από τη μήτρα του λόγου που είναι το στόμα: Πως άξαφνα γυρνά η σιωπή και γεννά στίχους / Ανοίγει το στόμα της σαν μάνα / αρθρώνει κραυγή / γεννά / κι εναποθέτει τα παιδιά της με στοργή στο λίκνο.
Φυσικά, από μια συλλογή που αποπνέει τόση ευαισθησία δεν θα μπορούσαν να λείπουν ποιήματα που έχουν θέμα τους τη μνήμη, ιδωμένη ως το υγρό εκείνο στοιχείο που σαν δάκρυ στάζει και διαποτίζει ολόκληρη την ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά και ποιήματα που αφορμώνται από το διαχρονικό και πάντοτε επίκαιρο θέμα της προσφυγιάς. Η Γκυ πλάθει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ποίημα («Μάγια (Συρία)») για ένα τετράχρονο κορίτσι που σε τόσο μικρή ηλικία βίωσε το δράμα και τώρα αφήνεται στα χέρια και στην πένα της ποιήτριας η οποία περιγράφει το εφιαλτικό παρελθόν, το δυστυχισμένο παρόν προσδοκώντας ένα φωτεινό και αισιόδοξο μέλλον. Η κραυγή αυτή της αισιοδοξίας γίνεται περισσότερο αισθητή στο ποίημα «Οι παρίες»: Ανάγκη / τώρα που τα καράβια ποθούν / τώρα, που ικετεύουν / ανάγκη να ξυπνήσουν τα ηλιοτρόπια… Η μοίρα και η τύχη των προσφύγων σφραγίζει τη σκέψη της Γκυ η οποία αποκαλύπτει τη μέριμνα και την αγωνία της για το μέλλον αυτών των ανθρώπων, αλλά και για τα ίχνη που θα αφήσει η περιπέτειά τους μέσα στην ιστορία («Της ιστορίας»). Ιδιαίτερα συγκινητικό είναι το ποίημα «Σαρίν» στο οποίο, με αφορμή με αφορμή το θάνατο ενός ανθρώπου, καταγράφονται εικόνες και σκέψεις δυσοίωνες, θλιβερές, σκέψεις που διατυπώνονται ακόμα και με τη μορφή ερωτημάτων. Με μια σειρά ερωτημάτων η Γκυ, στο μοναδικό πεζό της συλλογής που φέρει τον τίτλο «Μοιρολόι για μια γη» διερωτάται για το νόημα όλων των δεινών που επιφέρει ο πόλεμος: Πανέμορφο λεηλατημένο μου τριαντάφυλλο, πως θα μπορέσουν ποτέ να ξεχάσουν; Τους ανέμους που έσπειραν, τις θύελλες που θέρισαν, και τις πληγές που σκάλισαν στη δίνη των κυμάτων; Πως αναμετριέται, και πως κυριεύεται των ρόδων το άρωμα;
Η συλλογή της Γκυ συνιστά μια σύζευξη και μια σύμπλεξη ζητημάτων θρησκευτικών, φιλοσοφικών, οντολογικών, ζητημάτων που έχουν την αφετηρία τους στη χριστιανική πίστη με ζητήματα καθημερινά, ανθρώπινα, ζητήματα γήινα. Αυτή η σύζευξη βεβαίως συνέβη και πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στο πρόσωπο του Χριστού, αφού ο θεάνθρωπος ένωσε στο πρόσωπό του το θεϊκό με το ανθρώπινο στοιχείο, τη θεϊκή με την ανθρώπινη ουσία. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και η Γκυ συνενώνει στην ποίησή της το θεϊκό με το ανθρώπινο, το υψηλό με το χαμηλό, και επιχειρεί να καθαγιάσει το δεύτερο μέσα από το πρώτο, μέσα από τη θυσία του Θεού που σώζει τον άνθρωπο. Το βλέμμα της ποιήτριας είναι στραμμένο σταθερά προς τα πάνω τη στιγμή που η έγνοια της, η μέριμνά της είναι σταθερά στραμμένη προς τα κάτω. Ανάμεσα σε αυτό το πάνω και το κάτω στέκεται η ποιήτρια και η ίδια η ποίηση ως μεσολαβητής και απολογητής ταυτόχρονα. Και αυτό είναι ο σπουδαιότερος ύμνος όχι μόνο στο μεγαλείο του Θεού, αλλά και στο μεγαλείο του ανθρώπου, πάνω απ’ όλα όμως το μεγαλείο της Ποίησης που είναι η ανώτερη και υψηλότερη έκφανση της ανθρώπινης δημιουργίας.
Η Δάφνη Γκυ, με την συλλογή της, υψώνει μια φωνή ελπίδας σε έναν καλύτερο κόσμο, έναν καλύτερο άνθρωπο που θα έχει σημείο αναφοράς την ποίηση και την καλλιτεχνική δημιουργία. Η ελπίδα βέβαια αυτή είναι στενά συνυφασμένη με τη συνειδητοποίηση της ανάγκης για αυτογνωσία και προσωπική προσπάθεια. Η ανάγνωση της συλλογής της είναι ένα πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση, καθώς πέρα από την απόλαυση που προσφέρει αυτή και μόνο η γνωριμία με τα ποιήματά της και με τον εσωτερικό ρυθμό που τα δονεί, δημιουργεί στον αναγνώστη μια διάθεση να συνεργαστεί με τον συνάνθρωπο, αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό για την οικοδόμηση ενός καλύτερου κόσμου.