Η νέα, έβδομη κατά σειρά, ποιητική συλλογή της Ευφροσύνης Μαντά – Λαζάρου συστήνεται με τον ιδιαίτερο, λόγω των λεκτικών συνδυασμών που εμπεριέχει, τίτλο Ένα δέντρο λιβάνι και πάλι ο ξηρανθός. Αν επιχειρούσε κανείς μια πρώτη προσέγγιση του νοήματος της φράσης θα μπορούσε να υποθέσει πως η ανάταση που υπαινίσσεται η ποιήτρια με τη λέξη «λιβάνι» συνοδεύεται από την πτώση και τη διάψευση που ενυπάρχει μεταφορικά μέσα στο πρώτο συνθετικό της λέξης «ξηρανθός». Η παραπομπή, μάλιστα, και η αναφορά στον κόσμο των φυτών, που αποτελούν φορείς της ζωής, της συντήρησης και της ανανέωσής της, δεν είναι χωρίς σημασία αφού σηματοδοτεί την εξάρτηση του ανθρώπου από τον φυσικό κόσμο, τους όρους και το πλαίσιο της λειτουργίας του.
Η συλλογή αποτελεί ένα δίπτυχο, χωρίζεται, δηλαδή, σε δύο μέρη καθένα από τα οποία φέρει το ένα από τα δύο τμήματα της φράσης του τίτλου – «Ένα δέντρο λιβάνι» και «Ξηρανθός». Οι δύο ενότητες διαφοροποιούνται όχι μόνο θεματολογικά, αλλά και υφολογικά και, κυρίως, στιχουργικά, αφού η πρώτη αποτελείται από τέσσερα πεζά ποιήματα, τέσσερα ποιητικά κείμενα καθένα από τα οποία εκτείνεται σε μία, περίπου, σελίδα. Τα τέσσερα αυτά πεζο – ποιήματα ή, καλύτερα, μικροδιηγήσεις με έντονη τη σφραγίδα της ποιητικής ιδιοσυγκρασίας της συγγραφέως, αποτελούν έναν απολογισμό γύρω από τα θέματα της απώλειας, του θανάτου και της απουσίας. Με γλώσσα αφαιρετική, ενίοτε κρυπτική, πάντοτε όμως υποβλητική η ποιήτρια φωτίζει την οριστική φυγή και την απουσία που αυτή συνεπάγεται. Πίσω από τις λέξεις και τα λεκτικά σχήματα, τις εκφράσεις και τις εκφάνσεις του λόγου της μπορούμε με βεβαιότητα να υποθέσουμε ότι κρύβεται το τραγικό γεγονός της εισβολής και όλα τα δεινά που τη συνόδευσαν. Αυτή είναι η αφορμή και η αφόρμηση της ποιήτριας και το γεγονός, μάλιστα, ότι ποτέ δεν κατονομάζεται, αλλά μόνο υπονοείται, κάνει την αφορμή αυτή ακόμα πιο ευδιάκριτη, πιο έντονη, προσδίδοντάς της καίρια και καταλυτική σημασία, τελικά, όχι μόνο για την ιστορία, αλλά και για την ίδια την τέχνη. Η αποσιώπηση αυτή, μάλιστα, ίσως να μην είναι τυχαία. Γιατί η τραγικότητα του γεγονότος είναι αυτή που αδρανοποιεί και ματαιώνει κάθε ευθεία αναφορά, επιτρέποντας και επιβάλλοντας μόνο τις έμμεσες, καθαρά υπαινικτικές σημάνσεις: Έξω από θαλάμους νοσηλείας γέρνει να κοιμηθεί. Δύσκολα. Γέρνει να κοιμηθεί απόψε κι είναι ένα κουρέλι απλωμένο στο στήθος της νύχτας. Ψες ήταν ένα κομμάτι κρέας. Και οι νύχτες μένουν ανοικτές στη σιωπή ενός θρυμματισμένου στόματος. («Θάλαμος νοσηλείας»)
Η δεύτερη ποιητική ενότητα, που περιλαμβάνει δεκαοκτώ ελευθερόστιχα ποιήματα, διευρύνει και επεκτείνει το θέμα του θανάτου που δεν αφορά πλέον τους ήρωες, αφανείς και μη, του κυπριακού αγώνα, αλλά και κάθε θάνατο αδόκητο και άδικο, με προεξάρχοντα τον θάνατο των παιδιών και, συγκεκριμένα, των προσφυγόπουλων που άφησαν την τελευταία τους πνοή στις θάλασσες της Μεσογείου: Από ποια μεριά της/ φέρνει η θάλασσα τους κρίνους/ κι από ποια μεριά της φτάνει/ το κερί και το λιβάνι;/ Του ποταμού ποια η όχθη που ανθίζει/ και ο θάνατος σε ποια όχθη ψαλμωδεί;// Τα παιδιά,/ παιδιά πεθαμένα. («Πεθαμένα παιδιά») Το θέμα αυτό επανέρχεται σε μια σειρά ποιημάτων αφιερωμένων στα παιδιά που αποδήμησαν και που τώρα στοιχειώνουν τη σκέψη και την ποιητική μέριμνα της ποιήτριας η οποία στιχουργεί τα ποιήματά της με στόχο να θέσει το συγκεκριμένο θέμα στο κέντρο του προβληματισμού της για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Κατά κάποιον τρόπο, λοιπόν, η πτυχή αυτή της σύγχρονης, σκληρής πραγματικότητας του πολέμου, της προσφυγιάς και της απώλειας γίνεται ο πυρήνας και η ραχοκοκαλιά της ποιητικής σκέψης και έκφρασης της ποιήτριας η οποία, εκκινώντας από το σημείο αυτό, εξακτινώνεται σε διάφορες κατευθύνσεις για να καταδείξει τον τρόπο και τον βαθμό στον οποίο το γεγονός αυτό επιδρά και αλλάζει τον κόσμο: Παιδιά στον άνεμο./ Η μέρα καταβροχθίζει την απόγνωση./ Μασάει η πείνα την ουρά της./ Παιδιά στον άνεμο γεννά/ το άδειο μάτι νέου αιώνα.// Η μέρα με τις ρόδες της σκάβει το μόνο νόημα:/ ο παγωμένος κόσμος δίχως άχνα κοιτάει.// Και δίχως λέξεις οι φωλιές της σιωπής/ διώχνουν τα πουλιά· στον άνεμο,/ στον θάνατο του νόστου («Ο θάνατος του νόστου») Στενά συνυφασμένο με το θέμα αυτό, αλλά και με όλα τα θέματα που αφορούν τα μεγάλα ζητήματα της ανθρώπινης ζωής είναι και το ζήτημα της τέχνης, της ποίησης εν προκειμένω, του λόγου που αυτή αρθρώνει και του ρόλου που έχει σαν μεσολαβητής ανάμεσα στην καλλιτεχνική και αναγνωστική συνείδηση και τα όσα συμβαίνουν στον άνθρωπο και τον κόσμο. Πιο συγκεκριμένα, η τέχνη φαίνεται και φέρεται να είναι αυτή που αναλαμβάνει το δύσκολο έργο της κάθαρσης, της λύτρωσης της ανθρωπότητας από τα δεινά που την ταλανίζουν. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μία σωτήρια, λυτρωτική επέμβαση που έχει στόχο να μετουσιώσει σε «καλό» – νοούμενο ως ωραίο και ηθικό ταυτόχρονα – το «κακό» – το άσχημο και το ανήθικο – και να καταστεί η δύναμη εκείνη που θα μπορέσει να αναμορφώσει τον κόσμο: Φέρνει το αίμα η γραφή/ ή αντίθετα ξεπλένει η γραφή τα ίχνη ενός φόνου. («Στα ίχνη μιας αναίρεσης»)
Η διάθεση και το κλίμα που διαμορφώνουν οι στίχοι της ποιήτριας ποικίλει και ταλαντεύεται, σαν εκκρεμές, ανάμεσα στην ελπίδα και την απαισιοδοξία. Οι δύο αυτές εκφάνσεις παραπέμπουν και αντιστοιχούν στην ποίηση, την κατεξοχήν τέχνη της ελπίδας, και την πραγματικότητα από την οποία εκπορεύεται συνήθως η απογοήτευση και η διάψευση, η πικρή αναμονή των δεινών: Μέσα στο τίποτε για τίποτε δεν θα πεινάς,/ ήσυχος δεν θα ενοχλείς τα δείπνα και τους γάμους του Θυέστη,/ άλλαξε δόντια ο αιώνας για άλλα φαγοπότια τρυφερά. («Η χάλκινη περίπολος») Μέσα στο πλαίσιο αυτό η ποιήτρια επιχειρεί, μεταξύ άλλων, και έναν απολογισμό πάνω σε θέματα πιο προσωπικά, πιο γήινα, πιο ανθρώπινα. Πρόκειται για τον έρωτα, τη μοναξιά, το χρόνο, τη μνήμη, ζητήματα δηλαδή που ανέκαθεν τροφοδοτούσαν την ποιητική δημιουργία, τώρα όμως μπαίνουν μέσα στο πλαίσιο ενός προβληματισμού που φέρει έντονη τη σφραγίδα μιας αίσθησης του οριστικά και αμετάκλητα χαμένου.
Η ποιητική φωνή της Ευφροσύνης Μαντά – Λαζάρου εμφορείται από το δικό της ύφος και ήθος, το δικό της χαρακτήρα, τα δικά της χαρακτηριστικά. Πρόκειται για μία ποίηση που επιχειρεί να εισδύει και να βιώσει σε όλο της το μεγαλείο, την ένταση και την έκταση το αίσθημα του πόνου, όχι τόσο για τον θάνατο και την απώλεια, όσο για το άδικο, το παράλογο, το αναπάντεχο, αυτό που, ακριβώς επειδή ο νους δεν μπορεί να χωρέσει και να αντιληφθεί, γίνεται πρώτη ύλη της τέχνης που με τη δύναμη και τη δυναμική της καταφέρνει να του μεταδώσει κάτι από τη δική της ευαισθησία, γεγονός που ίσως αργότερα οδηγήσει στην πλήρη κατάλυση και εξαφάνιση του ή, έστω, στην μεταφορά του στο κέντρο του αναγνωστικού προβληματισμού και, κατ’ επέκταση, της αναγνωστικής «πράξης». Η ποιητική της Μαντά – Λαζάρου, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο επιλέγει να τεχνουργήσει τα ποιήματά της είναι στενά εξαρτημένος από την πρόθεσή της να αρθρώσει έναν ποιητικό λόγο που συνυφαίνει και συναιρεί την ειλικρίνεια με την ευαισθησία, τη συνείδηση με την επιθυμία, την αποδοχή με την ελπίδα, γι’ αυτό και μπορεί να απευθυνθεί τόσο στη λογική, όσο και στο θυμικό του αναγνώστη.