Στο μεταίχμιο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας
Η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Λίνας Ζαρκαδούλα, που κυκλοφορεί υπό τον τίτλο Τα παγοπέδιλα, συνιστά μια ενδιαφέρουσα απόπειρα αφηγηματικής μετάπλασης ιστοριών οι οποίες, σε μεγάλο βαθμό, εκκινούν από ρεαλιστική βάση, πείθουν δηλαδή για την αλήθεια και την πραγματικότητά τους. Η εντύπωση αυτή βέβαια, πολύ γρήγορα, μετριάζεται ή υπονομεύεται από την ορμητική, ενίοτε, εισχώρηση του φανταστικού ή φαντασιακού στοιχείου που προσδίδει στις ιστορίες αυτές έναν χαρακτήρα διαφορετικό και τις κάνει να ακροβατούν με ιδιαίτερη συνέπεια και επιτυχία ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Αυτός ο μετεωρισμός διαμορφώνει ένα άκρως ενδιαφέρον αφηγηματικό αποτέλεσμα από τη στιγμή που δεν αφήνει τον αναγνώστη καθησυχασμένο μέσα στην εξέλιξη μιας πραγματικής ιστορίας, ούτε όμως παγιδευμένο μέσα στα δεσμά της φαντασίας. Αντίθετα, η συγγραφέας κατορθώνει να επιφέρει την ισορροπία και αυτό αποτελεί τη μέγιστη συνέπεια απέναντι στην τέχνη της Λογοτεχνίας που ανέκαθεν μοιραζόταν ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, στην αντίληψη και την φαντασίωση.
Οι ιστορίες της είναι, στην πλειονότητά τους, μικρές σε έκταση, στοιχείο που προσδίδει σε αυτές μία ιδιαίτερη δύναμη και δυναμική αφού είναι γνωστό πως η μικρή αφηγηματική φόρμα αρέσκεται κυρίως στην αφαίρεση, ταυτόχρονα όμως κερδίζει στο επίπεδο του εντυπωσιασμού του αναγνώστη μέσα από το «ακαριαίο» που επιδιώκει και κατορθώνει. Τα θέματα των ιστοριών της είναι μάλλον απλά και καθημερινά καθώς, λόγω και της συγκεκριμένης φόρμας, αποφεύγονται περίπλοκες ή πολυεπίπεδες ιστορίες. Η προέλευση όμως αυτή και η προσκόλληση σε θέματα οικεία λειτουργεί ενθαρρυντικά και, εν πολλοίς, ερεθιστικά για τον αναγνώστη που καλείται να εντοπίσει ή να ανακαλύψει μέσα σε αυτές τις ιστορίες τον ίδιο του τον εαυτό ή τη ζωή του. Ο έρωτας και ο ερωτισμός, ο θάνατος και η ζωή μετά από αυτόν, στιγμιότυπα θλιβερά, αλλά και αστεία από την παιδική ηλικία, αλλά και θέματα κοινωνικά ή ευαίσθητα, όπως η θέση των ανυπεράσπιστων τροφίμων του ψυχιατρείου ή των ηλικιωμένων που βιώνουν την μοναξιά, αποτελούν τους θεματικούς πυρήνες των διηγημάτων.
Βεβαίως, δεν λείπουν και τα διηγήματα εκείνα που έχουν στον πυρήνα τους την ακραία μυθοπλασία φτάνοντας μάλιστα στο σημείο μίας σχεδόν επιστημονικής φαντασίας σύλληψης, όπως στο διήγημα «Η εργάτρια των δακρύων» ή στο διήγημα «Η παιδική χαρά» όπου διαπλέκονται και συνυφαίνονται στοιχεία της πραγματικότητας επενδεδυμένα με το μαγικό στοιχείο, γεγονός που τα κάνει να προσιδιάζουν ή να προσεγγίζουν, ως είδος, το παραμύθι. Η παραμυθιακή διάσταση είναι βέβαια παρούσα και σε άλλα διηγήματα της συλλογής και αυτό είναι ένα στοιχείο που διαφοροποιεί και ξεχωρίζει το συγκεκριμένο βιβλίο στο βαθμό που η φαντασία εξωθείται μέχρι τα ακραία της όρια.
Εμφανής είναι η προτίμηση της Ζαρκαδούλα, στο επίπεδο των χαρακτήρων, στα γυναικεία πρόσωπα και μάλιστα σε γυναίκες που συλλαμβάνονται και αποδίδονται σε οριακές ηλικιακές φάσεις, μικρά κορίτσια ή ηλικιωμένες γυναίκες. Η συγγραφέας στέκεται και επεξεργάζεται με ιδιαίτερη ευαισθησία, αλλά και τόλμη, το θέμα του γυναικείου ερωτισμού, είτε στη φάση της αφύπνισης, είτε στην περίπτωση που ο ερωτισμός αυτός δεν βρίσκει ανταπόκριση. Η συγγραφέας στέκεται δίπλα στο γυναικείο φύλο με μια διάθεση κατανόησης, αλλά και με μία πρόθεση επανόρθωσης των όποιων αδικιών έχουν βαρύνει τις γυναίκες. Από αυτή την άποψη, μπορεί κανείς να πει ότι η ίδια η Λογοτεχνία – θηλυκού γένους – καθίσταται το «όπλο» εκείνο για την αποκατάσταση της ηθικής τάξης και δικαιοσύνης.
Πέρα όμως από τις γυναίκες, η συγγραφέας προσανατολίζει το ενδιαφέρον της και στην παιδική ηλικία και εκεί δημιουργεί ίσως τα καλύτερα διηγήματά της. Το παιδί, είτε αγόρι είτε κορίτσι, ακροβατεί σε μία οριακή στιγμή της ζωής του, μία στιγμή που οδηγεί στην μεταμόρφωσή του, στη μετάβασή του σε μία νέα φάση της ζωής, μέσα στην οποία όμως παρουσιάζεται να μην έχει απωλέσει την παιδικότητά του. Στενά συνυφασμένο με το θέμα αυτό και την προβολή της παιδικής αθωότητα είναι το θέμα του θανάτου που παρουσιάζεται σε πολλά διηγήματα, απαλλαγμένο όμως από την φρικίαση που μπορεί να προκαλεί. Γιατί ο θάνατος στα διηγήματα της Ζαρκαδούλα παρουσιάζεται ως ένα «απτό» μεν γεγονός, ένα πραγματικό «βίωμα» που όμως εμφανίζεται με μία διάσταση διαφορετική, ως μία άλλη μορφή ζωής, μία ζωή διαφορετική που φέρει έντονα τα ίχνη της προ του θανάτου κατάστασης.
Ένα βιβλίο αξιοπρόσεκτο τόσο σε επίπεδο θεματολογίας, όσο και στο επίπεδο της αφηγηματικής λειτουργίας από τη στιγμή που αυτή εντάσσεται, μορφοποιείται και αποδίδεται σε ιδιαίτερη συνέπεια και αρμονία με το αφηγηματικό περιεχόμενο. Αυτή η συμφωνία και η σύμπλευση της πράξης της αφήγησης με το περιεχόμενό της συνιστά και το στοιχείο εκείνο που αρτιώνει και καταξιώνει το συγκεκριμένο βιβλίο.