Η νέα ποιητική συλλογή του Λουκά Λιάκου συστήνεται με έναν μονολεκτικό τίτλο που δεν χαρακτηρίζει μόνο – και αυτό συμβαίνει κατά τρόπο απόλυτο – το περιεχόμενο των ποιημάτων της συλλογής, αλλά και την ίδια την τεχνοτροπία του ποιητή, την ποιητική του και τον τρόπο με τον οποίο ατενίζει και χειρίζεται τον λόγο ή, μάλλον, τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος ο ποιητής γίνεται αντικείμενο χειρισμού από αυτόν. Η λέξη Έρμαιο του τίτλου, δηλαδή, αναφέρεται, καθώς φαίνεται, στον δημιουργό και στο γεγονός ότι αυτός μοιάζει να συμπαρασύρεται σε ένα είδος ποιητικών αφηγήσεων ή στοχασμών που διεκδικούν και κερδίζουν μερίδιο της εσωτερικής και της εξωτερικής ταυτόχρονα αλήθειας. Γιατί, όπως μπορεί να αντιληφθεί κανείς από την πρώτη ανάγνωση, οι συνθέσεις του Λιάκου, που είναι μάλλον μακροσκελείς και εκτεταμένες, αποκτούν τον χαρακτήρα και τη χροιά ενός ποιητικού απολογισμού και απολογίας της ζωής, τόσο σε επίπεδο γενικό και γενικευτικό, όσο και σε επίπεδο προσωπικό, στον ιδιωτικό δηλαδή χωροχρόνο του ποιητή. Η απολογία ωστόσο αυτή τελείται, τις περισσότερες φορές, με όρους αφηγηματικούς ή περιγραφικούς, κάτω από συνθήκες δηλαδή μιας αναπαραγωγής ή, πιο σωστά, αναμόρφωσης του λεκτικού υλικού ούτως ώστε αυτό να κατοπτρίζει όχι πια την πραγματικότητα, ούτε καν την ποιητική της μετάπλαση, αλλά μια νέα πραγματικότητα και συνθήκη η οποία παρόλο που πλάθεται από λέξεις, ακροβατεί ανάμεσα σε αυτές και σε μια υπόσταση απτή, αληθινή, λεπτομερώς και με ακρίβεια προσδιορισμένη.
Η ποίηση του Λιάκου, παρόλο που ανοίγεται στον χώρο και στον χρόνο, είναι ιδιαίτερα μεστή και εύστοχη, πετυχαίνει δηλαδή να μιλήσει για όλα εκείνα που συνιστούν τον εσωτερικό και εσωτερικό βίο των ανθρώπων – που είναι και του ίδιου του δημιουργού ο βίος – και που, συνδυαζόμενα, εκβάλλουν σε αυτό ακριβώς που θα όριζε και να αναγνώριζε κανείς στη διφυή υπόσταση και ύπαρξη του ανθρώπου, στο διχασμό και τη σχάση του ανάμεσα σε μια εσωτερικότητα που διεκδικεί μερίδιο της αλήθειας, όπως αυτή σαρκώνεται στις έννοιες της αγάπης, της αλληλεγγύης, της ομορφιάς, και σε μια εξωτερική και εξωγενή, επιδερμική εκδήλωση της ανθρώπινης ύπαρξης που συνίσταται σε κινήσεις και αντιδράσεις μηχανικές, σχεδόν αυτοματοποιημένες η οποίες επικυρώνουν την κενότητα και το ψεύδος, το ανούσιο και το επιφανειακό. Αυτή ακριβώς η μεθόδευση αντανακλάται και στην ποιητική έκφραση η οποία εμφανίζει μια σπάνια καθαρότητα, αλλά και ένα δυσθεώρητο βάθος, μια φωτεινή και μια σκοτεινή πτυχή, με την πρώτη να προκύπτει από τον τρόπο διευθέτησης του λεκτικού υλικού και τη δεύτερη να απορρέει από τα νοήματα, από τον τρόπο σύζευξης και συνύφανσης του ανθρώπινου παραδείγματος, ως αλήθειας, και του ανθρώπινου υποδείγματος, ως δυνατότητας. Τα ποιήματα του Λιάκου, με άλλα λόγια, προσφέρονται για την ανάγνωση και την προσπέλασή τους από τον αναγνώστη κατά τρόπο άμεσο και προσιτό, ταυτόχρονα όμως τεχνουργούν μια δύσκολη πορεία αυτογνωσίας, ένα δρόμο δύσβατο και τραχύ γεμάτο από τα προσκόμματα και τα εμπόδια που άλλοτε εγείρει ο ίδιος ο εαυτός και άλλοτε οι κοινωνικές συνθήκες, οι τόσο πρόσφορες για την ανάδυση ιδιοτελών, εγωιστικών και ναρκισσιστικών συμπεριφορών. Ο ποιητής ωστόσο δεν παραδίδεται. Μέσα από τη συλλογή του αυτή κατορθώνει την αποφόρτιση για να μπορέσει να βαδίσει καθαρός και απαλλαγμένος, ανάλαφρος, χωρίς τα βαρίδια με τα οποία τον φορτώνει η εποχή του: Ένας σωρός από σάρκα και ογκώδη άκρα τρίβεται/ Ο ένας στον άλλον ανοίγουν πληγές που μετά/ κακοφορμίζουν/ Ένα χαλί από σάπια φύλλα απλώνεται/ Από παντού άνθρωποι δημιουργούν άλλους ανθρώπους.