Η τρίτη ποιητική συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου μεταφέρει τον αναγνώστη, ήδη από τον τίτλο της, Φιλιά στο κενό, ευθέως και ασυναίσθητα στο κλίμα και την ατμόσφαιρα της ερωτικής ματαίωσης, της ακύρωσης του ερωτικού αισθήματος, της διάθεσης αυτής που προκύπτει και απορρέει από την ίδια πηγή με το δημιουργικό ένστικτο, τη δημιουργική τάση και ορμή. Πραγματικά, από τα πρώτα κιόλας ποιήματα του βιβλίου μπορεί κανείς να διαμορφώσει την εντύπωση μιας ποίησης ξεκάθαρα ερωτικής, με τους στίχους να συνθέτουν, στην κυριολεξία, την εξύμνηση και την προσφορά της ποιήτριας στο καταλυτικό αυτό αίσθημα, την ακατανίκητη αυτή δύναμη που μοιάζει να υπερισχύει και να εξαφανίζει ο, τιδήποτε άλλο υπάρχει στον κόσμο, έτσι που να αναδεικνύεται μονάχα αυτό, να λάμπει και να καταυγάζει την ουσία και την αλήθεια του. Γιατί ακόμα και στην περιφέρεια ή το περιθώριο των ποιημάτων δεν φαίνεται να υπάρχει το παραμικρό «παράθυρο», η παραμικρή σχισμή ή χαραμάδα που να δημιουργεί την υποψία έστω ότι το ποιητικό σύμπαν της Παπαγεωργίου περιλαμβάνει κάτι άλλο πέρα από το ερωτικό στοιχείο ή, πιο σωστά, ότι όλος ο κόσμος δεν έχει μετουσιωθεί, δεν κινείται και δεν καθοδηγείται από την καταλυτική, τη μεταμορφωτική δύναμη του ερωτικού αισθήματος: Έλα κοντά μου/ Δες τη σιωπή/ Δες το αίμα/ Δες την αφή// Δεν είμαι εγώ/ Δεν είμαι εσύ/ Είμαι όλοι αυτοί («Στροβιλισμός αφής, ΙΙΙ»)
Ο ερωτισμός, ωστόσο, εν προκειμένω προσλαμβάνει μια διαφορετική απόχρωση. Δεν είναι μόνο η ματαίωση, η αίσθηση του ανεκπλήρωτου ή η βεβαιότητα της ερωτικής αδυναμίας. Είναι, πολύ περισσότερο, η ανατροπή της. Γιατί, αυτό που, στην ουσία, κατορθώνει η Παπαγεωργίου είναι να οικοδομήσει, να πλάσει, να ζωντανέψει την ερωτική παρουσία ακόμα και εκεί που μιλά ή θρηνεί την απουσία του αγαπημένου προσώπου. Αυτό ακριβώς το είδος της αντιστροφής ή, πιο σωστά, της ανατροπής που επιχειρεί και κατορθώνει η Παπαγεωργίου είναι που προσδίδει στην ποίησή της μια ένταση και μια δυναμική, έτσι που έχει κανείς την εντύπωση ότι η παντοδυναμία του έρωτα σαρκώνεται πράγματι σε ποίηση και στέλνει από εκεί το μήνυμά της. Είναι, μάλιστα, ενδεικτικό ότι η στιχουργία της δημιουργού δεν εκπίπτει ούτε στιγμή σε εύκολους συναισθηματισμούς και μελοδραματικές εκδηλώσεις, αλλά παραμένει πάντα ψύχραιμη, απόλυτα ελεγχόμενη και, κάποιες φορές, ιδιαίτερα αιχμηρή, σα νυστέρι που η ίδια η ποιήτρια εφαρμόζει στην ψυχή και την ψυχοσύνθεσή της έτσι όπως αυτή μορφοποιείται από την επιθυμία, τη φαντασίωση, την ερωτική κατάργηση και την ακύρωση. Η φαντασίωση ιδιαίτερα κατέχει ιδιαίτερα σημαντική θέση και λειτουργία όχι απλώς και μόνο στην ποίηση, αλλά κυρίως στην ποιητική της Παπαγεωργίου αφού, τις περισσότερες φορές καταλαμβάνει ολόκληρη την έκταση του ποιήματος έτσι όπως εκτυλίσσεται αργά, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο στίχο, για να αποκτήσει τον χαρακτήρα και τα χαρακτηριστικά όχι πια μιας φαντασιωτικής εμπειρίας, αλλά μιας πραγματικής εμπειρίας που λειτουργεί αναπλαστικά και ανανεωτικά της ίδιας της ζωής: (μετά)/ Θα συναντηθούμε το μεσημέρι είπες/ στη γνωστή μας καφετέρια/ θα πιάσει καλοκαιρινή μπόρα ξαφνικά/ θα πίνουμε καφέ/ θα ερχόμαστε πιο κοντά ο ένας στον άλλον/ θα κουβεντιάζουμε ψιθυριστά/ θα ακούμε τις στάλες της βροχής στις ομπρέλες/ θα παρατηρούμε πώς πέφτουν στην επιφάνεια της/ θάλασσας/ θα γελάμε που πιτσιλάνε τα γυμνά μας μπράτσα/ κι έτσι απλά,/ όλος ο χειμώνας θα ξεπλένεται τρυφερά από επάνω μας («Καλοκαιρινή βροχή») Προκύπτει εδώ μια πτυχή από το πολυσυζητημένο ζήτημα της φύσης και της λειτουργίας της τέχνης και του βαθμού στον οποίο αυτή μπορεί να υποκαταστήσει τη ζωή και τις ποικίλες εκφάνσεις της. Ενώ, λοιπόν, η ρεαλιστική απάντηση στο ερώτημα αυτό θα ήταν αρνητική, εκείνο που θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος, με αφορμή τα ποιήματα της Παπαγεωργίου, είναι ότι ακόμα κι αν η ποίηση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το βίωμα και την εμπειρία, τις πραγματικές στιγμές, μπορεί τουλάχιστον να τις αντισταθμίσει και μάλιστα τόσο επιτυχημένα, ώστε το αντιστάθμισμα αυτό να αποβαίνει λυτρωτικό και κατευναστικό, έτσι ακριβώς όπως θα συνέβαινε αν το ποιητικό υποκείμενο είχε ζήσει τη στιγμή την οποία φαντασιώνεται και τεχνουργεί.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι τα ποιήματα της Παπαγεωργίου προκαλούν και ενισχύουν την ψευδαίσθηση, αποτελώντας ουσιαστικά ψευδαισθητικές ποιητικές εμπειρίες στις οποίες ελλοχεύει ο κίνδυνος να παρασυρθεί ο αναγνώστης μέσα σε ένα κλίμα απόλυτου ψεύδους, απόλυτης πλαστότητας και πλαστοπροσωπίας. Αυτό όμως ουδέποτε συμβαίνει. Γιατί την ίδια στιγμή που η ποιήτρια πλάθει το παραμύθι της και το διηγείται μετερχόμενη τα μέσα και τους τρόπους της ποίησης, την ίδια εκείνη στιγμή έχει απόλυτη επίγνωση, απόλυτη συναίσθηση της ψεύτικης και ψευδούς ποιότητάς του, της προέλευσης και της κυοφορίας του μέσα στον κόσμο της φαντασίας και της νόησης. Γι’ αυτό και πολλές φορές το ποίημα καταλήγει στην αποκάλυψη και την αποδοχή της αλήθειας, της πραγματικότητας στις ακριβείς της διαστάσεις: (πριν)/ Ξύπνησα από την καλοκαιρινή βροχή/ είχε τη γεύση του φιλιού που δεν δώσαμε. («Καλοκαιρινή βροχή»). Αυτό ακριβώς το παιχνίδι που παίζει με τον αναγνώστη της η δημιουργός και το οποίο προσιδιάζει στο γνωστό κρυφτό, δημιουργεί ένα άκρως ενδιαφέρον πεδίο για τον αναγνώστη ο οποίος καλείται να αφεθεί και να απολαύσει το αναληθές και την αλήθεια ταυτόχρονα της τέχνης με τον ίδιο, μάλιστα, τρόπο και την ίδια λογική που ανακαλύπτει ότι υπάρχει και στον έρωτα. Γιατί, στην πραγματικότητα, η ερωτική απόλαυση και το ερωτικό δόσιμο προσομοιάζει με την καλλιτεχνική δημιουργία στο μέτρο και στο βαθμό που παρουσιάζει για αληθινό αυτό που εν τέλει αποδεικνύεται παροδικό, προσωρινό, αναληθές και επίπλαστο. Γι’ αυτό και η τέχνη μπορεί να προετοιμάσει τον άνθρωπο για τη ζωή και της περιπέτειές της με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μπορεί να συμβεί και το αντίθετο, η ζωή δηλαδή να προετοιμάσει τον άνθρωπο για την τέχνη και της περιπέτειες της, ειδικά όταν οι δύο τους συμπίπτουν και συναντιούνται στον πυρήνα, το πεδίο και την έννοια του έρωτα.