Με εικοσιτέσσερα ποιήματα αντλημένα από οκτώ ποιητικά βιβλία και δέκα τετράστιχα από παλαιότερες συλλογές, ο Νίκος Μυλόπουλος παρουσιάζει ένα τμήμα του έργου του που, αν και μικρό, είναι αρκετά ενδεικτικό των ποιητικών του τρόπων, της στόχευσης και του οράματος που υπηρετεί με την ποίησή του. Η έκδοση αποτελεί ένα δίπτυχο καθώς πλάι στα ποιήματα παρατίθεται η γερμανική τους εκδοχή όπως με ιδιαίτερα φροντίδα την εκπόνησε η ποιήτρια και μεταφράστρια Κατερίνα Λιάτζουρα. Το σύνολο κλείνει ο πρόλογος του Γιώργου Ρούσκα που αποτελεί την πλέον κατάλληλη εισαγωγή στον ποιητικό λόγο που έρχεται αμέσως μετά για να ηχήσει με όλη του την υπαινικτικότητα και την υποβολή. Γιατί αυτές ακριβώς είναι οι δύο πτυχές της ποίησης του Μυλόπουλου οι οποίες αναδύονται από τα ποιήματά του για να εμπλέξουν τον αναγνώστη σε μια διαδικασία αναμέτρησης με τις λέξεις, με τους στίχους, με τις στροφές για να προκύψει η αποτίμηση και ο απολογισμός με όρους ξεκάθαρα καλλιτεχνικούς, αλλά και ανθρώπινους, απορρέοντες από την αίσθηση που διαμορφώνει ο αναγνώστης, πολύ περισσότερο και από την ίδια τη γνώση. Στο αποτέλεσμα αυτό συνηγορεί και συντείνει η περιγραφική ή, πιο σωστά, η περιηγητική φύση των ποιημάτων που προκύπτει από τη βαθιά ανάγκη του ποιητή να χαράξει τον περιβάλλοντα χωροχρόνο, είτε αυτός αποτελείται από απτά αντικείμενα και υπαρκτές εικόνες, είτε από νοερές σχηματοποιήσεις, αναμνήσεις και σκέψεις που παίρνουν σάρκα και οστά καθώς μετουσιώνονται σε λέξεις.
Η έννοια που προεξάρχει μέσα στα ποιήματα και κινεί σε μεγάλο βαθμό τη δημιουργία είναι αυτή του χρόνου, όχι όμως με τη σημασία της παρέλευσης, αλλά με αυτήν μιας ουσίας που μοιάζει ανύπαρκτη, μια, στην κυριολεξία, ψευδαίσθηση. Με αυτήν την ψευδαίσθηση επιχειρεί να συνομιλήσει ο ποιητής για να καταλήξει στην πλήρη άρνηση, την κατάλυση και την κατάργησή της: Βαραίνει η πληρωμή όταν στηρίγματα αναζητά προσώρας/ Το όλον γεννιέται για να χαθεί/ Κι ο χρόνος εξανεμίζεται/ Γιατί δεν υπάρχει («Η μαγεία του τίποτα»). Η θέση του ωστόσο δεν μένει κενή. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι γεμίζει από άλλες έννοιες, άλλες σημασίες, άλλες προοπτικές, στην πραγματικότητα όμως αυτό που την αντικαθιστά είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Πρόκειται για μια ιδιόμορφη, μια ιδιότυπη προσέγγιση της έννοιας του χρόνου από τη στιγμή που αυτή αντικρίζεται μέσα από τη φθαρτή, αλλά και μέσα από τη ζεστή, πάλλουσα φύση και φυσιογνωμία του ανθρώπου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Μυλόπουλος κατορθώνει να βρει τον ποιητικό του εαυτό, αυτόν που εισπράττει την περιβάλλουσα πραγματικότητα και τη διοχετεύει μέσα σε καλούπια που διασώζουν μονάχα λεπτομέρειες, στιγμές, στιγμιότυπα που όσο πιο μικρά και αμελητέα μοιάζουν τόσο περισσότερο δυναμικά, καταλυτικά και έντονα είναι.
Ιδιαίτερα εκτεταμένη και ευρεία είναι η χρήση σχημάτων λόγου που καθιστούν την ποίηση του Μυλόπουλου αξιοσημείωτα πυκνή σε συνδηλώσεις, συνδέσεις νοηματικές ή συνειρμικές που συλλειτουργούν σε ένα πεδίο από το οποίο αναδύεται ολοκάθαρα η φυσιογνωμία του δημιουργού που ενορχηστρώνει σε μια άκρως λειτουργική αρμονία τον εσωτερικό και εξωτερικό κόσμο, έτσι που η ποίηση να μοιάζει σαν το σημείο συνάντησης της αντίληψης και της πραγματικότητας φιλτραρισμένης πάντα μέσα από το αίσθημα και την αίσθηση του ωραίου και του αληθούς. Άλλωστε, η εξελικτική πορεία που ακολουθούν πολλά από τα ποιήματα είναι μάλλον πτωτική, όσον αφορά την αισθηματική αντίληψη του ποιητή, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο η συνείδησή του προσλαμβάνει και αναμετράται με τη σκληρή πολλές φορές αλήθεια της ζωής και των ανθρώπων. Γι’ αυτό, πολύ συχνά, οι συνθέσεις ενδύονται έναν μελαγχολικό αποχρώντα λόγο και μια νοσταλγική χροιά που εκδηλώνεται ακριβώς ως άλγος, δηλαδή πόνος, για την επιστροφή, όχι σε κάποιον τόπο, αλλά σε κάποιον χρόνο περασμένο μα όχι λησμονημένο. Τόπος και χρόνος ταυτίζονται στη σκέψη και τη σύλληψη του ποιητή σε μια νέα ενότητα που βρίσκει καταφύγιο και εξήγηση μέσα στο ποίημα, μέσα στον ποιητικό λόγο που λειτουργεί υποσχετικά της πολυπόθητης αυτής επιστροφής, της επανόδου σε έναν ορίζοντα ποιητικό, δημιουργικό, φωτεινό.