Μια νέα υπερρεαλιστική ποιητική πρόταση
Η πρώτη ποιητική συλλογή της Σαπφώς Σούτσου συστήνεται με τον ενδιαφέροντα και ευρηματικό τίτλο Μάρτης αγνώστου μήνα, μία φράση που συμπλέκει και συνυφαίνει τον ορισμένο με τον αόριστο χρόνο και, μέσα από αυτή τη σύζευξη, κατορθώνει να δώσει το ιδιαίτερο στίγμα και την κατευθυντήρια αρχή της ποιητικής σύνθεσης που είναι η αναζήτηση και η ανάγκη (αυτο)προσδιορισμού. Το βιβλίο αποτελείται από τριάντα ένα συνολικά ελευθερόστιχα ποιήματα, μικρής κατά κανόνα έκτασης, που συνέχονται από έναν ρυθμό μάλλον κουβεντιαστό, ενίοτε πεζολογικό, ο οποίος, όμως, έρχεται σε άκρα αντίθεση με το περιεχόμενο ή, πιο σωστά, με το λεξιλόγιο που επιλέγει η ποιήτρια και το οποίο προέρχεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από μια δεξαμενή καθαρά ποιητική. Διαμορφώνεται, έτσι, ένα διφυές ποιητικό αποτέλεσμα με τους στίχους να διατηρούν το γήινο βάδισμά τους και, ταυτόχρονα, να διαφεύγουν προς μία περιοχή όπου οι λέξεις, χωρίς να απεκδύονται την αρχική τους σημασία, αποκτούν ένα νέο, διευρυμένο νόημα και μια διαφοροποιημένη λειτουργία και διάσταση που φέρνει την ποίηση της Σούτσου κοντά στον υπερρεαλισμό, υπόθεση που, άλλωστε, συνεπικουρείται και επιβεβαβιώνεται από την πλήρη απουσία σημείων στίξης.
Πράγματι, από την πρώτη κιόλας ανάγνωση των ποιημάτων του βιβλίου αντιλαμβάνεται κανείς πως ο ποιητικός λόγος της Σούτσου τεχνουργείται ταλαντευόμενος ανάμεσα σε δύο πόλους, αυτούς της ελευθερίας και της παραδοξότητας. Οι δύο αυτοί πόλοι, βέβαια, σε μεγάλο βαθμό εφάπτονται και συνυπάρχουν, αφού η ελευθερία της σκέψης και, συνακόλουθα, της έκφρασης οδηγεί με σχετική ή απόλυτη αναγκαιότητα σε όλες εκείνες τις παράδοξες, ανοίκειες και ασυνήθεις συζεύξεις λέξεων που μπορεί κανείς να εντοπίσει μέσα στα ποιήματα και που καταδεικνύουν την τάση και τη διάθεση της ποιήτριας να υπερβεί το επίπεδο του πραγματικού, του ρεαλιστικού, του άμεσα και αμέσως αντιληπτού και να αναχθεί σε ένα επίπεδο όπου η έκφραση, χωρίς να διαρρηγνύει τους δεσμούς και τις γέφυρές της με τον αναγνώστη, λειτουργεί διαφορετικά, αναπλαστικά και, πολλές φορές, στρεβλωτικά της πραγματικότητας. Σε κάποια, μάλιστα, από τα ποιήματα της συλλογής είναι τόσο έντονη η ανοικείωση, τόσο ριζική και πλούσια η ακολουθία των συνειρμών, ώστε το ποίημα να λειτουργεί ακυρωτικά της πραγματικότητας και διαμορφωτικά μίας νέας που φέρει στοιχεία και χαρακτηριστικά εξωανθρώπινα και εξωπραγματικά: Τα χέρια σου γατιά/ καμπύλωσαν τον χρόνο/ ανασηκώνοντας ουρά/ υδάτινων αστέρων/ Ρόδια ξαναμμένα/ ανήγειραν κεριά/ και με λόγια κρίνα αλλόφρονα/ ερωτικά, ίνες ηλίου/ το παραμύθι πλέξαν («Μυθοπραγματικό»)
Οι συνειρμοί έχουν κεντρική ή, πιο σωστά, πυρηνική θέση μέσα σε καθένα από τα ποιήματα και είναι αυτοί που διεκδικούν και προϋποθέτουν την έντονη και εντατική λειτουργία της αναγνωστικής συνείδησης, προκειμένου να γίνει αντιληπτή η μετάβαση από το ένα νόημα, τη μία εικόνα, τη μία σκέψη στην άλλη: Τις κνήμες βρέχω/ στο κόκκινο νερό/ κι αυτές έρημες ξεχνούν/ του σώματος τ’ αγκίστρι/ Το σκοτάδι παύει να αναπνέει/ σάβανο ρίχνω στον ειρμό («Τοπίο θαμπό, ΙΙ»). Αυτό, πολλές φορές, καθίσταται μια ιδιαίτερα δύσκολη και απαιτητική διαδικασία, καθώς ορισμένα σημεία μοιάζουν απροσπέλαστα στην κατανόηση ή την αποκρυπτογράφησή τους, στοιχείο άλλωστε που αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό του υπερρεαλισμού και της υπερρεαλιστικής ποίησης εν γένει. Στα σημεία αυτά λοιπόν, εκεί που η αναγνωστική απόκριση δυσχεραίνεται έρχεται για να την υποκαταστήσει ή να την υποβοηθήσει το ένστικτο συνεπικουρούμενο από την φαντασία και τη δημιουργική ικανότητα και θέληση του αναγνώστη.
Το πλούσιο λεκτικό, λοιπόν, σε συνδυασμό με την πυκνή ύφανση του ποιητικού λόγου της Σούτσου εκβάλλει και διαμορφώνει μία στιχουργία που διατηρεί στενούς τους δεσμούς της με την υπερρεαλιστική τέχνη και τεχνική, φτάνοντας, μάλιστα, κάποιες φορές, στον σκληρό πυρήνα της. Έτσι, θα πρέπει κανείς να εντοπίσει συγκεκριμένους στίχους που ξεχωρίζουν πιο άμεσοι, πιο οικείοι, πιο εύκολα προσπελάσιμοι για να μπορέσει να υπεισέλθει στο νόημα και τη βαθύτερη ουσία των ποιημάτων. Γιατί τότε θα μπορέσει να αντιληφθεί ότι η βασική στόχευση και επιδίωξη της ποιήτριας είναι να εντοπίσει, να προσδιορίσει και να αποκρυπτογραφήσει το αίσθημά της, όποια απόχρωση κι αν αυτό προσλαμβάνει. Το αίσθημα αυτό αναδύεται και εκφράζεται πάντα είτε σε σχέση με κάποιον άλλον, είτε σε σχέση με τον περιβάλλοντα χωροχρόνο, μορφοποιείται, όμως, και βρίσκει την οδό και τον τρόπο έκφρασης μέσα και μέσω της ποίησης, έτσι που κάποιες φορές να φτάνει στο σημείο να ταυτίζεται μαζί της, να γίνεται, δηλαδή, η ίδια η ποίηση το αίσθημα εκείνο που ζωογονεί το ποιητικό υποκείμενο, που του δίνει τον παλμό και την ανάσα του: Η μνήμη που νοστάλγησα/ ξεθάφτηκε απάνεμα/ σε πρωινό τοπίο/ Η σάρκα της είχε/ μυρωδιά ψυχρή/ πτηνά της έραβαν/ τα μάτια/ καμπάνες κολασμένες/ πίεζαν τα βράγχια/ ενός υπόγειου συναισθήματος («Η αμφιλύκη ενός καλοκαιριού»).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ζητήματα και ζητούμενα όπως αυτά του έρωτα, του χρόνου, της ύπαρξης, της ανθρώπινης συνθήκης αντικρίζονται μέσα από το πρίσμα του αισθήματος ή των αισθημάτων που προκαλούν στην ποιήτρια και τα οποία εκβάλλουν στο ποίημα με μια ροή συνήθως ορμητική, χειμαρρώδη, ενίοτε ακατάσχετη, μία ροή που ανακαλεί ακριβώς την αντίστοιχη των ονείρων και του τρόπου με τον οποίο αυτά εκτυλίσσονται και επισυμβαίνουν μέσα στο ασυνείδητο: Πλέω σε λευκορόδινο σύννεφο/ δενδρογαλιάς που ξετυλίγεται πάνω μου/ φιλώντας μου γλυκά τον σβέρκο («Αυτοστιγμεί»). Γι’ αυτό και στην ποίηση της Σούτσου είναι τόσο κυρίαρχη η εικόνα που τεχνουργείται, βέβαια, με πρώτη ύλη τις λέξεις, οδηγεί όμως ευθέως και ασυναίσθητα τον αναγνώστη σε μία προσπάθεια αισθητηριακής σύλληψης και ανάπλασής τους. Οι εικόνες αυτές που διακόπτονται και εναλλάσσονται με τις σκέψεις διαμορφώνουν ένα πλούσιο και ποικίλο εικονικό – ποιητικό πεδίο που διεκδικεί την απόλυτη εγρήγορση του αναγνώστη, την πλήρη προσήλωση της σκέψης και της ενσυναίσθησής του για να μπορέσει όχι μόνο να προσπελάσει τη συγκεκριμένη συλλογή, αλλά και για να κατανοήσει τους τρόπους, τις τεχνικές και τη φιλοσοφία της υπερρεαλιστικής ποίησης.
291