Το τελευταίο ποιητικό βιβλίο της Σοφίας Διονυσοπούλου προσανατολίζει και κατευθύνει τις προσδοκίες του αναγνώστη, ευθύς εξ αρχής από τον τίτλο του, Θυρίδα 1821, προς την κατεύθυνση της αποτίμησης της έννοιας του έθνους, του ελληνικού έθνους εν προκειμένω, της ιστορικής του πορείας και διαδρομής αρχής γενομένης από το επαναστατικό έτος 1821 και του τρόπου με τον οποίο αυτό έχει μορφοποιηθεί και μορφοποιεί, με τη σειρά του, το σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι. Πρόκειται ουσιαστικά για μια ποιητική σύνθεση, ένα ευρύ και εκτεταμένο ποίημα αποτελούμενο από επιμέρους, άλλες μικρότερες και άλλες μεγαλύτερες, ποιητικές ενότητες που επιχειρεί να συνθέσει την εικόνα του ελληνικού έθνους όπως την αντιλαμβάνεται και την ερμηνεύει η ποιητική συνείδηση. Το πρώτο ενικό, επομένως, στο οποίο είναι γραμμένο το ποίημα, πέρα από τον μονολογικό χαρακτήρα που προσδίδει στο κείμενο και το κάνει να προσεγγίζει το αντίστοιχο θεατρικό είδος του μονολόγου, της μονολογικής δραματικής έκφρασης, φορτίζει το κείμενο με έναν υποκειμενισμό που δημιουργεί την απαραίτητη απόσταση ανάμεσα στη δημιουργό και τον αναγνώστη προκειμένου να λειτουργήσει, με τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα, η κριτική αποτίμηση και ο απολογισμός.
Από τους πρώτους κιόλας στίχους του βιβλίου μπορεί ο αναγνώστης να αντιληφθεί το πάθος που δονεί την ψυχή της ποιήτριας και που εκβάλλει στη σύνθεση μετουσιωμένο σε ειλικρίνεια, αιχμηρότητα, ακόμα και επιθετικότητα κάποιες φορές, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για να πραγματοποιηθεί η αποδόμηση που έχει απώτερο στόχο η ποιήτρια. Πρόκειται για την αποδόμηση της εικόνας ενός έθνους λαμπρού και λαμπερού, εικόνα που αποσυντίθεται για να φανερωθεί η αλήθεια που το θέλει να βουλιάζει μέσα στα πάθη και τα παθήματά του, να αναδεικνύει μονάχα την επαίσχυντη, τιποτένια όψη του και να καταρρίπτει τον μύθο για την ανώτερη ποιότητα και στάθμη του. Μέσα στο πλαίσιο αυτό τεχνουργείται η μορφή του Έλληνα, σύγχρονου και διαχρονικού ταυτόχρονα, που έρχεται για να καταυγάσει την αλήθεια του η οποία συσπειρώνεται γύρω από τις έννοιες της αλαζονείας, της υποκρισίας, του ψεύδους, της θρασυδειλίας. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα θαρραλέα και τολμηρή οπτική και στάση που δεν διστάζει να στηλιτεύσει και να καταδικάσει με άκρα ευθύτητα όλο εκείνο το οικοδόμημα που έχει συνθέσει ο Έλληνας για τον εαυτό του και που αναδεικνύεται σαθρό, έωλο και αδύναμο, γεμάτο από τα λάθη και την κούφια περηφάνια του.
Κεντρική θέση μέσα στην ποιητική συλλογή έχει η ιστορική φυσιογνωμία του Καποδίστρια που σφραγίστηκε ακριβώς από την εκδήλωση αυτής της ελληνικής ψυχοσύνθεσης και ιδιοσυγκρασίας και έγινε το σύμβολο ενός πραγματικού αγωνιστή, ενός αληθινού οραματιστή που δέχτηκε τα βέλη των οικείων και συμπατριωτών, που έγινε ο στόχος και το θύμα μιας άνανδρης, μιας ύπουλης επίθεσης. Με τη μορφή αυτή συνδιαλέγεται η ποιήτρια έχοντας ταιριάξει στο περίγραμμα και το σχήμα ενός ηθοποιού που εναγώνια προσπαθεί να μπει στη σάρκα και τα οστά του Κυβερνήτη για να τον αποδώσει, να τον ενσαρκώσει, να ποιήσει το ήθος και τον χαρακτήρα του, χωρίς όμως ποτέ να το κατορθώνει καθώς μια απροσδιόριστη δύναμη τον τραβά προς τα κάτω, προς τη φθίση, την πτώση, την καταστροφή: Α σφυκτι Ω/ Είναι η σάρκα μου ωχρή για τη θωριά σου/ Είν’ η καρδιά μου πλαδαρή για τη ματιά σου/ Δείξε μου τι να κάνω Πώς/ Είμαι μονάχα ηθοποιός/ ΆγομαιφΕρομαι από/ Στροβιλίζομαι προς/ Βουρλίζομαι/ Ανεμοσκορπίζομαι/ Α σφυκτι Ω/ Σ’ ένα προκρούστειο σαρκίο/ Πέρα ως πέρα. Μέσα στο πλαίσιο αυτό η σχέση που η δημιουργός αναπτύσσει, ως ηθοποιός, με τον Καποδίστρια, ως ζητούμενο και σημείο αναφοράς, αποκτά διάφορες αποχρώσεις και καθίσταται ουσιαστικά ένας απολογισμός και μια απολογία του εθνικού βίου όπως αυτός μορφοποιήθηκε και αποτυπώθηκε στα διάφορα ιστορικά γεγονότα, αλλά και στην ίδια τη φυσιογνωμία του ελληνικού λαού που φέρει στο πρόσωπό του το στίγμα μιας μοίρας ή καλύτερα μιας πορείας που ποτέ δεν υπήρξε ισόρροπη, στέρεα και σταθερή, αλλά έγερνε άλλοτε προς την πλευρά της αυτο-καταστροφής και άλλοτε προς την πλευρά της αυτο-θυσίας. Πρόκειται για τις δύο όψεις μιας εθνικής – ιστορικής διαδρομής μέσα στον χώρο και μέσα στον χρόνο που φαίνεται πως αποτελείται από διαδοχικές, επαναλαμβανόμενες φάσεις οι οποίες παραλλάσσουν και διαφοροποιούνται μεταξύ τους μόνο στις λεπτομέρειες και όχι στην ουσία και το περιεχόμενό τους.
Το εύρημα αυτό με το πρόσωπο του ηθοποιού, που εξέρχεται και βγαίνει σε πρώτο, ορατό πλάνο, και το πρόσωπο του Καποδίστρια που μένει πάντοτε αόρατο και αφανές, παρά τη λάμψη και το δυναμισμό που εκπέμπει από το βάθος της ιστορίας, καθιστά την ποιητική σύνθεση ένα δίπτυχο, έναν διάλογο ουσιαστικά ή μια ποιητική δημιουργία που εκμεταλλεύεται της αρχές και τη μέθοδο της διαλεκτικής όπως θα πρέπει να νοηθεί η σταδιακή και βήμα βήμα κάθοδος προς τον πυρήνα της αλήθειας. Έτσι και εδώ η ποιήτρια που υποδύεται τον ηθοποιό ο οποίος, με τη σειρά του, επιχειρεί να υποδυθεί τον Καποδίστρια διαμορφώνει ένα τριπλό σχήμα που εικονοποιεί και κατοπτρίζει την τριπλή ουσιαστικά προσπάθεια, τα τρία στάδια μέσα από τα οποία θα πρέπει να περάσει ο αποδέκτης προκειμένου να καταστεί ικανός να αποτιμήσει, να εκτιμήσει και να αποδεχθεί την αλήθεια, ακόμα κι αν η αλήθεια αυτή είναι πικρή και σκληρή για τον ίδιο. Πρόκειται για το στάδιο της ιστορίας, που συνδέεται με τη μορφή του Καποδίστρια, το στάδιο της πραγματικότητας, που συνδέεται με τη μορφή του ηθοποιού, και το στάδιο της δημιουργίας και της τέχνης, που συνδέεται με την ίδια την ποιήτρια. Πρόκειται δηλαδή κατ’ ουσίαν για τις τρεις φάσεις οι οποίες διαμόρφωσαν το μύθο του Έλληνα και της Ελλάδας, έναν μύθο ανάμεικτο από αλήθειες και ψέματα, από γεγονότα φανταστικά και πλασματικά και που θα πρέπει, εκείνος τουλάχιστον ο οποίος θέλει, να αναμετρήσει τις δυνάμεις του και να προβεί στον διαχωρισμό της αλήθειας από το ψεύδος προκειμένου να μπορέσει να τεχνουργήσει τη συνέχεια τόσο τη δική του, όσο και του συνόλου. Είναι μια άκρως ενδιαφέρουσα πρόταση ή, καλύτερα, πρόκληση αυτή που επιχειρεί εδώ η Διονυσοπούλου, μια πρόκληση που προκρίνει την αυτογνωσία ως την πλέον ενδεδειγμένη μέθοδο προς την πρόοδο και την ευημερία, προς την παραδοχή και την αναγνώριση, προς την νέα αρχή που θα έχει γνώμονα και κατευθυντήρια ιδέα και αρχή την αποφυγή της ύβρεως με όποιον τρόπο κι αν εκδηλώνεται αυτή. Η εικόνα που πλάθει εδώ η ποιήτρια για τον Έλληνα και τις διάφορες πτυχές της συμπεριφοράς του που καταδεικνύουν ακριβώς την εγωπάθεια, τον ωφελιμισμό και την ιδιοτέλεια του, την προσκόλληση του σε κίνητρα ευτελή και ταπεινά, ενώ φαίνεται πως τεχνουργείται υπό το κράτος μιας ψύχραιμης, ενδεχομένως άκαμπτης και αυστηρής ενατένισής, στην πραγματικότητα πραγματοποιείται με άκρα συν-πάθεια, με μια διάθεση και τάση εναγκαλισμού των λαθών και των παθών του προκειμένου αυτά να εξοβελιστούν, να φιλτραριστούν μέσα από την τέχνη και να μείνουν πίσω και μακριά από τη νέα αρχή, από την αλλαγή πλεύσης που προσδοκάται.