Το πρόσφατο ποιητικό βιβλίο του Στέλιου Μαφρέδα συστήνεται με τον οξύμωρο τίτλο Βήμα πριν, ο οποίος συνδυάζει και αποτυπώνει την κίνηση του βήματος προς τα εμπρός με την στιγμή που έχει προηγηθεί και, μέσα από αυτή τη σύζευξη, προβάλλει και καταδεικνύει ευκρινέστερα τη λειτουργία της ποιητικής γλώσσας που μπορεί να εμπνέεται και να τεχνουργεί παράδοξους, ανοίκειους, γι’ αυτό ακριβώς αισθητικά άρτιους συνδυασμούς. Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να διαβάσει τη φράση αυτή του τίτλου όπως ακριβώς προσφέρεται στην πρώτη εντύπωση και να συμπεράνει, ευθύς εξ αρχής, πως τα ποιήματα προσεγγίζουν και διερευνούν τις οριακές στιγμές της ανθρώπινης ζωής, τις στιγμές πριν από τη μετάβαση του ανθρώπου σε νέες περιοχές και καταστάσεις, με προεξάρχουσα αυτήν του θανάτου. Πράγματι, τα περισσότερα από τα ποιήματα τεχνουργούνται γύρω από την κρίσιμη αυτή στιγμή που ακροβατεί ανάμεσα σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες και αντιθετικές καταστάσεις της ανθρώπινης συνθήκης. Δεν πρόκειται απλώς και μόνο, όμως, για μία αντιπαράθεση των όρων και των ορίων που υφίστανται ανάμεσα στο θάνατο και τη ζωή. Πρόκειται πολύ περισσότερο για την ανάδυση και την ανάδειξη ενός βιώματος, υπαρκτού και αληθινού, του βιώματος της αρρώστιας, σκληρής και βασανιστικής, που έχει οδηγήσει τον ποιητή τόσο κοντά στην άλλη πλευρά της ζωής ή, όπως ο ίδιος το ορίζει και το στιχουργεί, στο αχανές που ανοίγονταν μπροστά μου. («Χέρι στον ώμο»)
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί ο ποιητικός τρόπος του Μαφρέδα, η μέθοδός του να προσεγγίζει ένα τόσο καταλυτικό γεγονός χωρίς την παραμικρή ρωγμή ή λύγισμα στον λόγο του. Πράγματι οι στίχοι του απλώνουν και απλώνονται σε μία επιφάνεια που μοιάζει με αυτήν της ήρεμης, αρυτίδωτης θάλασσας που μπορεί και κρύβει την αναταραχή που συντελείται στον βυθό της. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως η εσωτερική έξαρση και ταραχή που δονεί την ψυχή του ποιητή δεν φαίνεται ή, έστω, δεν υπονοείται. Ίσως, μάλιστα, αυτή ακριβώς η ψύχραιμη ενατένιση και σύνθεση των στίχων να είναι και το στοιχείο αυτό που αναδεικνύει εντονότερα την ψυχοσυναισθηματική ταραχή που αναμφισβήτητα καθοδηγεί τη γραφίδα του ποιητή. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως βρίσκεται κανείς μπροστά σε ένα διφυές ποιητικό αποτέλεσμα που προκαλείται από μια εκλογικευμένη, καθαρή ποιητική έκφραση και από την τραγικότητα του γεγονότος και τον συνακόλουθο σπαραγμό της ψυχής του ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με την αρρώστια και το ενδεχόμενο του θανάτου. Στην πραγματικότητα, αυτό που αποδεικνύεται περίτρανα εδώ είναι όχι απλώς και μόνον η καταλληλότητα της ποίησης να συντροφεύσει και να απαλύνει ακόμα και τις πιο δύσκολες, οδυνηρές στιγμές του ανθρώπινου βίου αλλά, στην κυριολεξία, η αναγκαιότητα της ακριβώς λόγω της δυνατότητας της να λειτουργεί αποσυμφορητικά, λυτρωτικά, αναπλαστικά της σκληρής πραγματικότητας. Η ποίηση, άλλωστε, είναι ο μόνος τρόπος, ο μόνος δρόμος που διαθέτει ο άνθρωπος προκειμένου να λησμονήσει τον θάνατο, ακόμα κι όταν γράφει γι’ αυτόν, ακόμα κι όταν αισθάνεται κοντινή την «ανάσα» του και την προοπτική του.
Αυτή ακριβώς η αντίληψη του ποιητή για την ποίηση και για την καίρια και δραστική της παρουσία και επενέργεια στη ζωή του, παίρνει σάρκα και οστά σε μια σειρά ποιημάτων αφιερωμένων στη Μούσα με τα οποία ο Μαφρέδας επιχειρεί να αποδώσει φόρο τιμής σε αυτήν, αλλά και να αναγνωρίσει το μεγαλείο, τη δύναμη και τη δυναμική της: Πώς να ξεφύγει αυτός ο λόγος απ’ το έρκος./ Λίγο σε ξέρω/ ολόκληρη δεν μου αποκαλύφθηκες ποτέ/ στις σκοτεινές πλευρές σου μυσταγωγός δεν ήρθα./ Συμπεριφέρομαι όπως το θέλησες/ φίλο καλό με λες ή ταπεινό σου δούλο. («Ανάπλαση») Ο ποιητής, στη σειρά αυτή των ποιημάτων του, μετατρέπεται από τεχνίτη των λέξεων σε υμνητή, κυριολεκτικά, της τέχνης του την οποία σωματοποιεί και υποστασιοποιεί κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορεί να την εξανθρωπίσει χωρίς όμως να καταργήσει στιγμή την απόσταση – μετρημένη στη διάσταση του ύψους – που τον χωρίζει από αυτήν. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μία απόπειρα να διερευνήσει τη σχέση του με την τέχνη της γραφής, μια σχέση που έχει περάσει πολλά στάδια και έχει, αναμφισβήτητα, πολλές πτυχές, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο σκοτεινές. Μέσα στο πλαίσιο αυτό αναδύεται και ένα είδος παραπόνου του ποιητή που πηγάζει από την πικρή του αίσθηση ότι η μακρά πορεία και θητεία του στην ποίηση δεν είχε την ανταπόκριση που ήλπιζε ή προσδοκούσε: Κανείς από τους στίχους μου δεν έγινε δημοφιλής/ κανένας δεν τους έπιασε στα χείλη,/ στο μέτρο τους ποιος να περπάτησε/ ποιος θέλησε να τους απαγγείλει; («Κλίμα ποιήματος») Η προσέγγιση αυτή ανακαλεί σε μεγάλο βαθμό την καρυωτακική περί ποιήσεως, υστεροφημίας και αναγνώρισης εκδοχή, όπως αυτή μορφοποιήθηκε και τεχνουργήθηκε στην περίφημη «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» και καθιστά τον Μαφρέδα έναν από τους επιγόνους και τους συνεχιστές της παράδοσης που διαμόρφωσε ο Καρυωτάκης πάνω στο θέμα αυτό.
Η υμνητική διάθεση και τάση του ποιητή απογειώνεται και βρίσκει την πιο ταιριαστή της εξεικόνιση σε μια σειρά σονέτων και ποιημάτων γραμμένα σε φόρμα που, λόγω του εμφανούς ρυθμού τους, της ομοιοκαταληξίας και του ιδιαίτερου τόνου τους, αποδεικνύονται, στο επίπεδο τουλάχιστον της μορφής, ίσως πιο κατάλληλα να αποδώσουν και να αποτυπώσουν τη διάθεση του Μαφρέδα, καθαρά ποιητική, δηλαδή δημιουργική: Σωπαίνουν οι κορφές εσύ μιλάς σαν τη Ραχήλ/ ακούνε οι αιώνες και στη φωνή σου πειθαρχώ./ Λέξεις σπέρνεις μέσα μου με το δικό σου στυλ// φυτρώνει το ποίημα που σου είχα τάξει από καιρό./ Βγαίνω από την απομόνωση και τη σκιά θανάτου/ ευεργεσία η φωνή – λόγος υπέρ του αδυνάτου. («Πειθαρχώ στη φωνή σου») Η διάθεση αυτή προεκτείνεται και αλλάζει χαρακτήρα και ρόλο, προσλαμβάνει μια ερωτική διάσταση και μετατρέπεται σε έναν ερωτισμό ποιητικής φύσεως, σε μία ερωτική ενατένιση της ζωής, ακόμα κι αν αυτή βασίζεται και προκύπτει από οραματισμούς και όνειρα. Πρόκειται για μια, ίσως ασυνείδητη, τάση και πρόθεση φυγής από την πραγματικότητα με όχημα τον ερωτισμό, τη φαντασίωση, το όνειρο, τον οραματισμό: Σου έδωσα όνομα να υπάρξεις/ να είσαι σάρκα και όχι ίσκιος στο σκοτάδι/ λάγνο κορμί, δρόμο στον έρωτα να χαράξεις/ και να σε προσκυνώ πρωί και βράδυ. («Ημέρα αποκρυπτογράφησης»)
Η ποιητική συλλογή του Στέλιου Μαφρέδα, πέρα από ένα θησαύρισμα ποιημάτων, τεχνουργημένων με ιδιαίτερη φροντίδα και προσοχή, ξεφεύγει από το επίπεδο του λόγου και μετακυλύει στο επίπεδο της πράξης, γίνεται δηλαδή συνειδητή και εκπεφρασμένη κίνηση υπεράσπισης του εαυτού από την απειλή του θανάτου. Έτσι, ενώ στο πρώτο μέρος της συλλογής παρακολουθεί κανείς την εναγώνια μάχη του ποιητή με την ιδέα του θανάτου, με την προσδοκία και την προοπτική της οριστικής και αμετάκλητης εκμηδένισης του ανθρώπου από αυτόν, στο δεύτερο μέρος, και μάλιστα εκεί που φαίνεται πως η μάχη έχει κριθεί, ο ποιητής επανέρχεται με έναν σπάνιο δυναμισμό για να καταδηλώσει, να υπερασπιστεί και να τεχνουργήσει την νίκη του απέναντι στον θάνατο, μια νίκη που έχει το πρόσωπο της φυγής, της φυγής μέσα στην ποίηση και τον έρωτα, της καταφυγής στους δύο αυτούς κόσμους στους οποίους ο θάνατος ούτε υπάρχει, ούτε μπορεί να λειτουργήσει. Ο ποιητής, με άλλα λόγια, προλαβαίνει και προσπερνά τον θάνατο, τον τοποθετεί σε δεύτερη μοίρα, σε δεύτερο πλάνο, έχοντας κατορθώσει να τον καταργήσει με τη βοήθεια των δυνάμεων του λόγου, της φαντασίας, του αισθήματος.