Ποιητικά Μονόπρακτα
Η πρώτη ποιητική συλλογή της Φωτεινής Καπελλάκη αποτελεί μια ενδεικτική περίπτωση πρωτόλειου έργου το οποίο αποτελεί προϊόν και αποτέλεσμα ποιητικής ωρίμανσης και, κυρίως, αναμονής του καλλιτέχνη μέσα στη συνθήκη της προετοιμασίας, της συλλογής των ερεθισμάτων, της επεξεργασίας τους και, εν τέλει, της συνειδητοποίησης ότι η ποιητική τους μετάπλαση και μετουσίωση αποτελεί αδήριτη αναγκαιότητα και ανάγκη. Ο τίτλος της συλλογής, Το ελάχιστο σώμα, επιβεβαιώνει την παρατήρηση αυτή καθώς καταδεικνύει μια επίμονη θητεία στη γλώσσα και τους τρόπους της, στις λέξεις και τις παράδοξες – όπως συχνά το θέλει η ποίηση – συνάψεις τους. Το ελάχιστο σώμα μπορεί, βέβαια, να είναι το ανθρώπινο σώμα, η ανθρώπινη ύπαρξη και ο τρόπος με τον οποίο αυτή συρρικνώνεται, συνθλίβεται σχεδόν, μέσα στη σύγχρονη κοινωνική συνθήκη, μπορεί όμως να είναι και το σώμα της ποίησης, της κατεξοχήν τέχνης του μικρού, του ολίγου, του περιθωρίου που, όμως, έχει την ικανότητα να λειτουργεί κριτικά, διορθωτικά, αναπλαστικά του ανθρώπου και της κοινωνίας. Πρόκειται για μια ευθεία αντιστροφή που αναγνωρίζει στην ποιητική τέχνη μια παρουσία περιορισμένη – η ποίηση είναι η δημιουργική τέχνη και το ανάγνωσμα των λίγων – ταυτόχρονα όμως μια δύναμη και δυναμική αυξημένη, μια ικανότητα μορφοποιητική των συνθηκών ζωής προς την κατεύθυνση πάντα του ιδανικού ή του εξιδανικευμένου.
Η συλλογή είναι χωρισμένη σε έξι επιμέρους ενότητες καθεμιά από τις οποίες φέρει τον δάνειο από τα μαθηματικά τίτλο «Θεώρημα» με την συνακόλουθη ένδειξη των αλφαβητικών αριθμών που δημιουργούν μια σχέση διαδοχής και αλληλουχίας. Η χρήση της λέξης αυτής προσανατολίζει ασυναίσθητα τον αναγνώστη προς την κατεύθυνση μιας ποίησης αποφατικής, μιας προσπάθειας δηλαδή του καλλιτέχνη να ορίσει τις έννοιες, τους τόπους και τους τρόπους της ανθρώπινης δράσης και ό, τι συνιστά και συγκροτεί τον περιβάλλοντα χωροχρόνο: Είναι μια αλληγορία δίγαμη/ ο έρωτας/ Όταν σε προσπεράσει/ Και θαφτεί/ Στο υπέδαφος της σελήνης. («Θεώρημα α΄») Στην πραγματικότητα, αυτό που τεχνουργείται εδώ είναι μία διείσδυση στην κοινωνική συνθήκη της εποχής η οποία, βέβαια, αποδίδεται μέσα από υπαινιγμούς, μέσα από πλάγιες και σποραδικές φράσεις, αποτελεί όμως πάντα το ζητούμενο και το επίκεντρο της ποιητικής σκέψης και έκφρασης. Μέσα σε αυτή την προσπάθεια το ποιητικό υποκείμενο δεν πάει να αναφέρεται και στον εαυτό του, να προσπαθεί να ανιχνεύσει τις γραμμές που το ορίζουν και το προσδιορίζουν για να μπορέσει, έτσι, να φτιάξει το περίγραμμά του. Αν μπορούσαμε σχηματικά να αποδώσουμε τον ποιητικό τρόπο της Καπελλάκη θα λέγαμε ότι αυτός συνίσταται στη διαμόρφωση δύο ομόκεντρων κύκλων, του ποιητικού υποκειμένου από τη μία και των συνιστωσών της ύπαρξής του και, από την άλλη, της κοινωνικής συγκυρίας και του τρόπου με τον οποίο αυτή εκβάλλει και διαμορφώνει την ποιητική συνείδηση. Οι δύο αυτοί κύκλοι, ενώ είναι εύκολα ανιχνεύσιμοι, συχνά αλλάζουν θέσεις μεταξύ τους προσδίδοντας μια μεταβλητότητα στην ίδια την αντίληψη της αξίας και της σημασίας τους. Άλλοτε, δηλαδή, προκρίνεται η κοινωνική παρατήρηση και άλλοτε η προσωπική ενδοσκόπηση και κατάθεση, έτσι που πια να μην είναι εύκολο να διαχωριστεί το ένα από το άλλο.
Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας τα ποιήματα της Καπελλάκη είναι πως αυτά διαθέτουν μια αντιπροσωπευτικότητα, μια ενδεικτική λειτουργία και στόχευση. Παρόλο, δηλαδή, που πολύ συχνά χρησιμοποιείται το πρώτο ενικό πρόσωπο, δημιουργώντας μια ευθεία αντιστοιχία με την συγγραφέα, αυτό που ουσιαστικά ενδιαφέρει την ποιήτρια είναι να τεχνουργήσει και να αναφερθεί σε τύπους ανθρώπων και ανθρώπινων συμπεριφορών, σε περιπτώσεις παραδειγματικές που σημάδεψαν την επικαιρότητα και τη διαχρονία. Γι’ αυτό και στα ποιήματά της, επίσης συχνά, παρελαύνουν φυσιογνωμίες αντλημένες από τον κόσμο των παραμυθιών ή των συμβολικών ιστοριών, όπου οι ήρωες λειτουργούν με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ανάλογα του ρόλου που κάθε φορά κατέχουν: Στον κήπο μου ένα απόγευμα/ βρέθηκαν τυχαία ο Αδάμ και η Εύα./ Είπαν πως έχασαν τον δρόμο. Ήταν γυμνοί, δίχως να ντρέπονται./ Είπαν ότι έψαχναν τη μάνα τους να θηλάσουν./ Είχαν στους λαιμούς τους κρεμάσει μαγνητόφωνα/ όπου έβγαινε το κύμα ακμαίο, και η αυγή ανήλικη. («Οι πρώτοι δύο») Μέσα από αυτή τη μεθόδευση η ποιήτρια κατορθώνει να επικαιροποιήσει πρόσωπα και καταστάσεις ή, αντίστροφα, να αναγνωρίσει τη διαχρονική παρουσία εντός της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης συγκεκριμένων χαρακτηριστικών. Έτσι, πολλές φορές, θέτει στον πυρήνα του ποιήματος ένα ή περισσότερα πρόσωπα, τα οποία αποτελούν, άλλωστε, την αφορμή και την αφόρμηση της ποιητικής δημιουργίας και τα οποία γίνονται οι φορείς όχι μόνο της δράσης, αλλά και της σκέψης ή της προβληματικής της ποιήτριας. Από αυτήν την άποψη και με δεδομένη την ενασχόληση της Καπελλάκη με τη θεατρική πράξη και πρακτική, τα ποιήματά της παίρνουν κατά κάποιον τρόπο τη μορφή και τη φυσιογνωμία ενός ποιητικού μονόπρακτου ή, έστω, προσιδιάζουν σε αυτό. Πρόκειται για μία αρκετά διαφορετική προσέγγιση της ποιητικής τέχνης και τεχνικής από τη στιγμή, μάλιστα, που συνηθέστερη πρακτική υπήρξε αυτή της υιοθέτησης στοιχείων και τεχνικών της μονολογικής θεατρικής έκφρασης, τεχνικών, με άλλα, λόγια που αφορούν και εμπίπτουν στο πλαίσιο των λεκτικών τρόπων και των μεθόδων με τις οποίες ο συγγραφέας χειρίζεται τη γλώσσα και τεχνουργεί τις συνθέσεις του. Στην περίπτωση της Καπελλάκη η τακτική και η πρακτική αυτή διαφοροποιείται αισθητά. Γιατί στο επίκεντρο της ποιητικής δημιουργίας εισέρχεται ο άνθρωπος όχι ως λεκτική κατασκευή, αλλά ως ανθρώπινη ύπαρξη, η οποία παρουσιάζεται στη δράση και την κίνησή της, στην εξέλιξη και την μεταλλαγή της. Είναι μια πρωτοποριακή αντίληψη για την τέχνη αυτή που την συνδέει με την πρακτική πλευρά πια του θεάτρου και όχι με τους γλωσσικούς της τρόπους.
Η γραμμή, άλλωστε, αυτή που οδηγεί με άκρα ευθύτητα από την στιχουργία στην δραματική πράξη και πρακτική καταδεικνύει περίτρανα την κατεύθυνση που έχει πάρει η ποίηση της Καπελλάκη, μια κατεύθυνση ξεκάθαρα κοινωνική, με την έννοια της κοινωνικής παρατήρησης, του σχολίου και μιας προσπάθειας να αναδειχθούν, να εξηγηθούν, ακόμα και να καταδικαστούν οι όψεις εκείνες του κοινωνικού φαινομένου που προδίνουν παθογένειες και πάθη. Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί να παραβλέψει ούτε να παρακάμψει κανείς ότι η κοινωνική κριτική γίνεται τόσο πιο καίρια και καταλυτική, όσο λιγότερο εμφανής ή ξεκάθαρη είναι και όσο συνυφαίνεται και συνδυάζεται με καλλιτεχνικούς στόχους και μεθοδεύσεις, με πειραματισμούς και πρωτοβουλίες, όπως αυτή που πραγματοποιεί με τον βιβλίο αυτό η ποιήτρια, η οποία επιλέγει να μετέλθει μέσα και τρόπους της θεατρικής πρακτικής προκειμένου να επικοινωνήσει με το σύγχρονο αναγνωστικό κοινό.