Η εφιαλτική συνθήκη ενός κόσμου που μοναχικά συμπορεύεται με τη θηριωδία καταγράφεται από τη Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου με την απαράμιλλη μαεστρία της σε δόμηση στίχου θαυμαστή, με αποτέλεσμα να εγγράφεται είτε πρωτοπρόσωπα με τη δύναμη του σαρκασμού και της νηφάλιας στοχαστικής διαπίστωσης είτε με τον φακό της στραμμένο στο δράμα των άλλων. Η συνείδησή της πάντα σε θαυμαστή εγρήγορση μετέρχεται μέσω της ποίησης και των συμβολισμών της τη διπλή θέαση του δράματος κρατώντας την πρέπουσα απόσταση που της επιτρέπει να φτάνει σε υψηλής ποιότητας αποφθεγματικούς στίχους. Στο μικροσκόπιο της γραφής της μπαίνουν όλοι. Ο εαυτός και οι άλλοι, το εγώ και ο κόσμος. Το τέλος που το δεξιώνεται σαν νύχτα κυνηγημένη από ληστές. Οι αμφισημίες και οι μοναδικές μεταφορές, η τόλμη της να χρησιμοποιεί στο έπακρο τις δυνατότητες της γλώσσας και να τις μετουσιώνει σε δομικά στοιχεία ενός μονόπρακτου που αφηγείται τη ζωή μας, όλα ένας συγκλονισμός για τη δραματική επέλαση του τέλους που σηκώνει σαν αλεπού το σεντόνι μας να φανούν τα χαλάσματα που είμαστε. Η νύχτα και ο ουρανός, το παραμύθι και ο εφιάλτης του, το ουράνιο και το χθόνιο, μικρά παιδιά πεθαμένα που αποστηθίζουν τον ουρανό μαθαίνοντας ραπτική και ξυλουργική. Οι σύζυγοι υπομένουν την ύπαρξη που φθίνει και προσεύχονται αν και «κανείς πια δεν υπογράφει με ρομφαία». Η άπνοια παντού, ακόμα και στην ποίηση, που κάνει τους ποιητές να μέλπουν μια επιγραμματική ραψωδία, / Να τη ζηλέψουν κατά φαντασίαν κριτικοί / Και να τη θάψουν κάτω από βέβαιο χιόνι.
Το χιόνι και η σκόνη η μοίρα των ποιητών και η πικρή διαπίστωση της ματαιότητας αφού:
[…] «Δες τώρα. Εσύ και η εποποιία σου
Σε μια βιβλιοθήκη των σοφών.
Υπάρχει μόνο λίγη σκόνη
Που μπορεί προσεχτικά να αφαιρεθεί
Πίσω από εκείνα τα παραπετάσματα.
Μοιάζεις σχεδόν επινοημένος. Μα η αλήθεια
Έχει πάντα μια φυσική βαρβαρότητα».[…]
«Εκπεπτωκότες»
Η ύπαρξη συνομιλεί με τον χρόνο του απογεύματος και τον χρόνο της νύχτας, με το άνυδρο να διαποτίζει τα πάντα και να κινεί το ακίνητο του βαλτωμένου ονείρου. Όμως υπάρχει η ποίηση, η άλλη, η αιώνια, η όντως ποίηση.
[…]«Ο Ιησούς ήταν μεγάλη ποίηση
Αυτή που τρέφει πεντακισχιλίους,
Με ελάχιστο πραγματικό ψωμί και λίγα ψάρια,
Αυτή που αφήνει το νερό αρυτίδωτο
Ενώ πατάει με βάρος Θεού».[…]
Η αστική μοναξιά και θλίψη, ο πόνος των απλών ανθρώπων απέναντι στον θάνατο της ελπίδας, η ομοιομορφία της άχρωμης ζωής που στριμώχνεται στα τετραγωνικά της σύμβασης και της ανέχειας ζώντας και ψευτοζώντας, αλλά και το πλήθος των εικόνων που αναβοσβήνουν το νόημα σαν φανοί θυέλλης που καλούν σε βοήθεια, είναι το σκηνικό που στήνει η γραφή της Χριστοδούλου, προκειμένου να παιχτεί το έργο του ανεκπλήρωτου με την ελπίδα κάποια στιγμή να κατέβει. Μια ποίηση που αναδεικνύει τον λαβύρινθο και κάνει έκκληση για τον μίτο της εξόδου που αναζητά να της χαριστεί.
Την διαβεβαίωνε πως δεν θα είναι μόνη.
Ούτε όσο ήταν πάνω από τη γαμήλια τούρτα της
Ούτε βέβαια όσο μόνη ήταν
Το βράδυ που άρχισε να γερνά.
Την διαβεβαίωνε ότι θα άνθιζε γύρω της
Ένα φλερτ ευκαιριών και περιστάσεων,
Εκδρομούλες (οικονομικές) στα χιόνια,
Ένα τσάι κυριών ή σινεμά.
Θα ήταν όμως η μοναδική μ’ αυτό το όνομα!
Βαφτιστικό μιας ιερής φιγούρας, προσκυνούμενης!
Οι άλλες κυρίες με ασημένιο κουταλάκι
Απλώς θα ανάδευαν λίγο γάλα στο ρόφημα.
Αυτά της έταζε η βαριά της θλίψη
Κάθε πρωί που στριμωχνόταν στο μετρό
Με αναρίθμητες γυναίκες που είχαν
Ίδια ζακέτα, ίδια κιλά, ίδια ένσημα. […]
«Για ένα σπάνιο όνομα»
Η ευγενής ναυσιπλοΐα αποφεύγει τα λυρικά νερά των συγκινησιακών εξάρσεων αλλά είναι πικρή και στέρεα. Ο συναισθηματισμός φιλτραρισμένος κινεί υποδόρια τη γραφή και ανασύρει το βάθος των στοχασμών που με δωρική οικονομία τείνουν να συμφιλιωθούν με το βίωμα του επερχόμενου τέλους. Το τέλος των ψευδαισθήσεων, της μάταιης αναμονής των επουράνιων φτερών που όμως αρκεί ένα πλεούμενο στο βάθος ή η ανάμνησή του, κάποτε ακόμα και η επινόησή του, για να γίνει η αφορμή να προσπεραστεί ο θάνατος.