Χαράδρα, άνοιγμα βαθύ της γης, συνήθως επίμηκες και στενό που σχηματίζεται ανάμεσα σε δυο βουνά, επονομαζόμενο αλλιώς φαράγγι.
Πέφτω ή όπως λέμε γκρεμίζομαι, κατρακυλώ ή στην καλύτερη περίπτωση μεταπηδώ από το τσιμεντένιο ή το ξύλινο σε κάτι γήινο και χωμάτινο, σε αμμώδες ή υγρό, τουτέστιν βυθό θαλασσινό, λίμνης ή ποταμού. Μόνο που εδώ δεν μας λέει ο τίτλος πως κάποιος πέφτει στο αλλά από το…
Μα μπορεί κάποιος να πέσει από μια χαράδρα; Έχει πιο κάτω από εκεί; Κι αν έχει, τότε θα είναι και πάλι χαράδρα ή κάτι άλλο; Μήπως μπαλκόνι; Εξέδρα; Βατήρας; Κι αν πέσει θα ακουστεί; Φυσιολογικά ναι, μόνο που εδώ έχουμε να κάνουμε με ποίηση όπερ σημαίνει αναιρούνται και αντιστρέφονται κάποτε οι σημασίες και το αναμενόμενο ανατρέπεται και μένει ανανταπόδοτο. Πέφτει λοιπόν το υποκείμενο από το πεδίο της άυλης εξιστόρησης, από το παραμύθι δηλαδή, και μένει να εξετάσουμε πού μεταβαίνει, ποια αγκαλιά ή ποιος γκρεμός το υποδέχεται. Ο τίτλος της συλλογής δεν είναι παρά στίχος ποιήματος που μετακόμισε στο εξώφυλλο προϊδεάζοντας για τα περαιτέρω. Το παραμύθι, ως γνωστόν, παραστέκεται και παρηγορεί, παραμυθιάζει και εξαπατά, νανουρίζει και ξεναγεί. Πού ξεναγεί το παραμύθι; Ποιος αναγνωρίζεται ως ξένος και ποιος αναλαμβάνει να τον ξεναγήσει; Ο ξένος της ύπαρξης είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, ο αποξενωμένος από τη φύση του, από την αρχική αλήθεια της ενότητας με το Όλον, αυτός είναι ο πρώτος πελάτης του παραμυθιού. Μα εδώ μιλάμε για ποίηση και όχι για μυθεύματα που ψεύδονται και παραπλανούν θα μπορούσε κάποιος να αντικρούσει. Η διαφορά του παραμυθιού από το ψέμα – όπως είπε και ο σουηδός σκηνοθέτης Ίνγκμαρ Μπέργκμαν – είναι ότι το παραμύθι μπορεί συχνά να παραπέμπει σε φανταστικές καταστάσεις αλλά γίνεται η γέφυρα που συνδέει με την πραγματικότητα, ενώ το ψέμα την αποφεύγει.
Και η ποίηση τι ρόλο παίζει στο παραμύθι; Για τον Πλάτωνα, ο ποιητής είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα ο κατ’ εξοχήν μυθολόγος. Δεν είναι απλώς ο διά των λέξεων πλαστουργός στιβαρών μορφών αλλά ο υψηλόφρων δημιουργός μύθων. Στην ποίηση της Θεοδώρας Φούτρου συνοικούν οι κώδικες και τα ρυθμικά πρότυπα μιας πολυφωνικής μυθολογίας δικαιώνοντας έτσι την άποψη της Kristeva πως κάθε κείμενο, είναι ένα μωσαϊκό από άλλα κείμενα και υπομνήσεις συγκροτώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα παλίμψηστο που διαρκώς ανανεώνεται. Το παλίμψηστο αυτό ωστόσο ακολουθεί αντίστροφη πορεία. Ενώ δηλαδή στήνεται ο μύθος, ενώ παρακολουθούμε την πλοκή, ενώ διακρίνουμε τους έξω δράκους και τους μέσα λύκους εντέλει τα ψιχουλάκια του Κοντορεβιθούλη δεν οδηγούν στη ζεστή κουβερτούλα της παιδικής ασφάλειας, των υποσχέσεων και του τρυφερού κανακέματος. Όλο το βιβλίο συνεπώς δεν γράφεται για να αναδειχθεί ο μύθος αλλά αντιθέτως για να ξηλωθεί. Κι όλο αυτό όσο επώδυνο κι αν είναι βγάζει στο ξέφωτο της ενηλικίωσης. Δεν είμαι απόλυτα βέβαιη αν γίνεται συνειδητά ή όχι, πάντως το ευτυχισμένο τέλος δεν οδηγεί στην κάθαρση, αφού δεν έζησαν ούτε αυτοί καλά ούτε κι εμείς καλύτερα, με αποτέλεσμα να κάθεται στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης η αλληγορία των παραμυθιών και η διάλυση των ψευδαισθήσεων. Η Φούτρου αποπειράται να επιστρέψει στον ανήλικο χρόνο και να παραπονεθεί εκ μέρους του παιδιού που ήταν για την κακομεταχείριση που υπέστη ως ενήλικας από τη σκληρή πραγματικότητά του. Η ασημόσκονη των παιδικών ημερών κάποτε κατακάθεται, το χαμένο γοβάκι αποτυγχάνει να αλλάξει τη μοίρα της Σταχτοπούτας και κανένα φιλί δεν ξυπνά τη Χιονάτη από τον παγωμένο της λήθαργο. Ο Hans Dieckmann υποστηρίζει πως ένας αποτελεσματικός τρόπος να βοηθηθεί ένας ενήλικας είναι να διηγηθεί το αγαπημένο του παραμύθι καθώς δεν έχει αποτυπωθεί τυχαία στη μνήμη μας.
Η Θεοδώρα Φούτρου γράφοντας αυτή τη συλλογή αναλαμβάνει να φτιάξει η ίδια το δικό της παραμύθι, να το αφηγηθεί με στίχους εν είδει επιστροφής στην ηλικία της στοργής και των ανοιχτών δυνατοτήτων. Στην πορεία εκείνο που διαπιστώνεται είναι το μάταιο του εγχειρήματος και η κατακρήμνιση των ψευδαισθήσεων που οδηγεί στην απομάγευση.
[…] Γιατί την ξεγελάσατε; / Γιατί δεν είπατε πως έσκασε ο Λούκουλος / τρώγοντας τα μπαλόνια / η κοκκινοσκουφίτσα παντρεύτηκε τον κακό λύκο / ο κυνηγός ο ίδιος τούς πάντρεψε / και η γιαγιά συγκατατέθηκε / ή πως τη Χιονάτη / κανένα βασιλόπουλο δεν έσωσε / και μέχρι τώρα βρίσκεται / στο κέντρο του σαλονιού / στο σπίτι των νάνων. // Ακόμα και το αγγελάκι στο κάδρο / γιατί δεν τη μάζεψε / την ώρα που έπεφτε με θόρυβο / απ’ τη χαράδρα του παραμυθιού;
«Ζωή σαν παραμύθι»
Κι αλλού:
[…] Η μοίρα πρόσταξε / να βγάλει μόνη της το μήλο απ’ τον λαιμό. / Κανένας πρίγκιπας ή Πάρης / ούτε καν βάτραχος / μήτε κάποια νεράιδα / δεν θα της άνοιγε τον δρόμο. / Μόνο ένα σακί πικραμύγδαλα / θα έπαιζε τον ρόλο του μίτου της Αριάδνης. / Σιγά σιγά τα άνοιγε / έναν Μινώταυρο έκρυβε το καθένα. / Κι αφού ο Ιάσονας δεν ήταν βέβαια παρών / μόνη της έπρεπε να λύσει τον γρίφο / και παρά την παράδοση, να υπερασπιστεί / ό,τι είχε απομείνει / από όσα είδε το μουσκεμένο προσκέφαλο.[…]
«Σίγουρα όχι Ελένη»
Ως εκ τούτου η μόνη λύση διαφαίνεται στην αλλαγή πλεύσης σε μια απόπειρα αναζήτησης της καταγωγικής ταυτότητας, του προσώπου που κρυβόταν ως τώρα πίσω από τα δίχτυα σωτηρίας που ματαίως ανέμενε να τη σηκώσουν πάνω από τους φόβους της. Η πορεία προς Εμμαούς είναι υπόθεση μοναχική κι η καταβύθιση στα ορυχεία της ύπαρξης μας θέλει γυμνούς και με ελάχιστες αποσκευές ίσως μόνο με την παραδοχή της αδυναμίας να κατανοήσουμε όπως η ποιήτρια τον λόγο και την αποστολή της παρουσίας της στη γη. Η ρίζα είναι η διεύθυνση και ο σκοπός η κάθαρση. Η αγκαλιά. Η άνευ όρων αγκαλιά και η αγάπη. Ο Ιησούς δηλαδή.
[…] Σε αλμυρό βαφτιστήριο την κάθαρση ζητώ. / Αποστάγματα οσφραίνομαι κίτρων και αοράτων. / Στου Υλάτη τον κατήφορο / παραδίδομαι σε αφρισμένες υποσχέσεις / μήπως και φτάσω στο άβατο / της δικής σου αγκαλιάς. // Αθάνατη και αλώβητη να γονατίσω εμπρός σου / και σαν άλλη Μαρία να σου πλύνω τα πόδια / τα ματωμένα από καρφιά / κι από χαρά να δακρύσω / σαν Μαρία πια // γιατί ως Θεοδώρα / τα έκανα μαντάρα.
«Μαρία Θεοδώρα»
Ωστόσο, παρακάτω παίρνει τη γενναία απόφαση να σταματήσει να είναι πρόσωπο διλημματικό αθωότητας και ενοχής, να αποδράσει από τη φάρσα και τον μύθο, να γίνει εκείνη η ηρωίδα της ζωής της, να γίνει μάλιστα κάποτε ακόμα και η έξοδος από την κουνελότρυπα. Δεν μεταθέτει σε τρίτους την ευθύνη, δεν υποδύεται κάποιαν άλλη σε μια απόπειρα ύστατης μεταμφίεσης, ούτε εισέρχεται ικέτης στον μύθο αλλά αποφασίζει να στραφεί στον δυνατό, να του απευθυνθεί περήφανα και σθεναρά και με φωνή στεντόρεια να του ζητήσει να εκπληρώσει την επαγγελία και την προτροπή. Γράφει:
[…] Ούτε για την Κασσιανή πρόκειται / κάθε άλλο / μια άλλη Θεοδώρα ψάλλει / όχι το «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις… / αλλά το «Έρχου…» / χωρίς πέπλο / γονατιστή / μες στον λαβύρινθο / να διαλύσει την προσταγή / να στεγνώσει το μαξιλάρι.
«Σίγουρα όχι Ελένη»
Η λύση βρίσκεται λοιπόν στο κάλεσμα, στη φράση κλειδί που πρωτοακούγεται στην Αποκάλυψη του Ιωάννη στο 22 κεφάλαιο «Ναι έρχομαι ταχύ. Αμήν, ναι έρχου, Κύριε Ιησού». Το «έρχου», η μόνη προστακτική που ελευθερώνει είναι η λέξη που αφηγείται όλη την ιστορία αντίστασης της ανθρώπινης φύσης μέχρι την πλήρη παράδοσή της στην ελεύθερη επιλογή. Είναι το ρήμα που κηρύσσει την έναρξη του ερχομού. Πρόκειται για τη συνειδητή έκκληση βοήθειας, για την απεύθυνση στην αθωότητα και την αποδοχή, Γιατί αυτά είναι ο Ιησούς. Δεν είναι κήρυγμα και κριτική, δεν είναι τιμωρία και επιβράβευση, δεν είναι στέρηση και υποταγή. Είναι ελευθερία και πάλι ελευθερία. Μια άνευ όρων αγάπη. Και αυτά αποζητά η Φούτρου. Το άνευ όρων και ορίων, το πάντα και για πάντα, το όλοι και παντού, το ευτυχισμένο τέλος, το καθόλου τέλος, την αρχή των ιστοριών και την κατάργηση λογοκρισίας στο όνειρο, την οργιώδη βλάστηση των ερώτων και της καλοσύνης, το καθόλου τέλος. Το παραμύθι άλλωστε εμπεριέχει τον ενικό της ευτυχίας που όμως βασίζεται στο δίπολο του καλού με το κακό, εμπεριέχει θύματα και θύτες και δικαστές, κακές μητριές και αγαθές μητέρες, μάγισσες και νεράιδες, κακόβουλα ξωτικά και καπέλα με λαγούς και θαύματα. Η έξοδος από το δίπολο του παραμυθιού ωστόσο είναι εκείνη που μας εισάγει στην ενηλικίωση. Το «έρχου» έχει τον πληθυντικό της αγάπης και την ποιητική της κατάργησης του χρόνου. Άρα και πάλι το μη τέλος. Η ποίηση βέβαια είναι το αποκούμπι εκείνο που αναλαμβάνει τη συγκόλληση τη στιγμή που θα σταματήσει η διχοτόμηση του εαυτού.
Ολόκληρη η πατρίδα στον τοίχο / μοιρασμένη σε καμβάδες / όπως και η ζωή μου.[…]
Γι’ αυτό κι εκείνη επιλέγει τη σοφή συνθήκη της συγκόλλησης που εξισορροπεί και υπερβαίνοντας το συναίσθημα οδηγείται στην ήρεμη γαλήνη που συνενώνει τα πάντα:
[…]Ψάχνω τον δρόμο / μαζεύω τα θραύσματα / ενώνω τις τελείες / περπατώ στο λευκό / μένω αμέτοχη.
«Οκτωβριανές αποχρώσεις»
Κι αλλού:
[…] Με παρατηρώ / εύρημα ανασκαφής / που δεν ξανάδα / και περιμένει τη σκαπάνη. // Με χρυσό κολλάω τα κομμάτια μου / γκέισα και σαμουράι μαζί / αυτόχειρας / πριν απ’ το χαρακίρι.
«Μπουσίντο»
Η παρούσα συλλογή δεν έχει ποιήματα που παραμένουν απλώς ποιήματα. Στην πορεία μεταμορφώνονται σε μικρούς αναβαθμούς απόδρασης, σε σκαλοπάτια και βήματα μαζί που οργανώνουν τη μυστική έξοδο της ποιήτριας στο ξέφωτο. Τέρμα, λοιπόν, τα παραμύθια! Με το βιβλίο αυτό τα αποχαιρετούμε! Και γι’ αυτό σας καλέσαμε. Για να τους κάνουμε μια γιορτή αντάξια των ψευδαισθήσεων και της χρυσόσκονής τους. Αποχαιρετούμε τη μικρή γοργόνα και τον βάτραχο, την Αριάδνη και τον Μινώταυρο, τον καπελά και την Αλίκη, τον μάγο του Οζ και τη Χιονάτη και καλωσορίζουμε τον γλάρο Ιωνάθαν, τον Ιησού των αιθέρων, που αναγγέλλει την ισορροπία και το πέταγμα.
ΙΩΝΑΘΑΝ
Σε ζυγαριά ακροβατώ επικίνδυνα.
Στο πέταγμα του τελευταίου γλάρου
αυτού που αποφάσισε να μην αποδημήσει
βρίσκω ισορροπία.
Το ζήτημα είναι να μην ακολουθείς την αγέλη
μου ψιθυρίζει το τελευταίο άλμπατρος
και να ξεχνάς τ’ όνομά σου.
«Ιωνάθαν»
Κυρίες και κύριοι, ξεφυλλίστε την κλωστή!
Δώστε κλότσο να γυρίσει παραμύθι νέο ν’ αρχινήσει…
Θα μιλά για ένα πουλί ίσως τον γλάρο Ιωνάθαν, και το πουλί αυτό αντί για το ψέμα θα κελαηδάει μόνο την αλήθεια. Θα μετατρέπει όλα τα λάθη σε σωστά και άφοβα θα εξιστορεί όσα κρύβει η ψυχή μας. Θα το λέει ο ένας στον άλλο και θα ησυχάζουμε γιατί τίποτα δεν θα ωραιοποιείται. Όλα θα αναπαύονται μες στην αποδοχή. Θα αρχίζει και θα τελειώνει κάπως έτσι:
«Δεν με νοιάζει όπως κι αν είσαι! Σ’ αγαπώ γι’ αυτό που είσαι.»