Η ποίηση είναι ένα παιχνίδι. Με τη διαφορά πως είναι ένα παιχνίδι που παίζεται με σοβαρότητα. Και αυτήν τη σοβαρότητα τη διαθέτει η συγκεκριμένη ποίηση, καθώς δεν περιορίζει τη θεματολογία της στην αυτοαναφορικότητα των προσωπικών βιωμάτων αλλά εκτείνεται παράλληλα και σε έναν ορίζοντα προβληματικής που αφορά οντολογικά ζητήματα. Η γνωστή πλέον περιφορά του ατομικού τραύματος στις σελίδες των ποιητικών βιβλίων είναι μια πληγή που σημαδεύει ανεπανόρθωτα την ποίηση.
Η γραφή της Μαίρης Θεοδοσίου Νικολάου εκφεύγει του κινδύνου και με την πρώτη της συλλογή εισέρχεται στο πεδίο του Λόγου με δύο ξεχωριστά στοιχεία, σαφώς αναγνωρίσιμα.
Το πρώτο είναι η λοξή ματιά που ρίχνει πάνω σε όσα αφορούν τον τρόμο της ύπαρξης, την ώρα που βιώνει την τραγική διαδρομή μέχρι την έξοδό της.
Το ανυπόφορο και αβάσταχτο τα αντικρίζει με τη λεπτή ειρωνεία και αξιοπρέπεια του όντος εκείνου που, ενώ βρίσκεται επάνω στη μουσούδα του θηρίου που ετοιμάζεται να το καταβροχθίσει, ωστόσο από εκείνη τη θέση τη δεινή προφταίνει να κοιτάξει μακριά και με περήφανη αναίδεια να καταγγείλει.
Μια ποίηση με ευφυές χιούμορ ως πλάγιο σχόλιο στην ύπαρξη και στον χρόνο. Έτσι λοιπόν αποκαλεί το σώμα αλητήριο που δεν είναι να το εμπιστεύεσαι και καταγγέλλει την ψυχή καθώς, έχοντας εξ αρχής διαχωρίσει τη θέση της από τη φθορά, μάς χρησιμοποιεί χωρίς να κοκκινίζει. Για να διαπιστώσει παρακάτω:
Άλλο επίπεδο να είσαι αιωνιότητα. («Ψυχή και σώμα»)
Αλλά και σε άλλο ποίημα, παραμένοντας στο ίδιο κλίμα ειρωνικού σχολιασμού, μιλά για τον σκώληκα του χρόνου που τρώει αθόρυβα ζωές, καθώς η βοή της μέρας καλύπτει το ροκάνισμά του. Τον βλέπει να παραδίδει τη σκυτάλη στον συνονόματό του, τον γήινο, που ξαπλωμένος δίπλα στο κουφάρι μας φροντίζει για τον πλήρη αφανισμό μας. Για να καταλήξει: Τελικά, δεν έχουμε γλιτωμό από δαύτους. («Σκώληκες»)
Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο της γραφής της Μαίρης Θεοδοσίου Νικολάου είναι η τρυφερότητα.
Η πολωνή Όλγκα Τοκάρτσουκ στην ομιλία της στη Σουηδική Ακαδημία κατά την τελετή απονομής του Νομπέλ Λογοτεχνίας χαρακτήρισε την τρυφερότητα ως την πιο ταπεινή μορφή αγάπης. Είναι το είδος της αγάπης, είπε, που δεν εμφανίζεται στις γραφές ή στα ευαγγέλια, κανένας δεν ορκίζεται σ’ αυτήν, κανείς δεν την παραθέτει. […]Αντιθέτως, είναι το συνειδητό, αν και ίσως ελαφρώς μελαγχολικό, μοίρασμα του κοινού πεπρωμένου. Η τρυφερότητα είναι μια βαθιά συναισθηματική ανησυχία για μια άλλη ύπαρξη, για την ευθραυστότητά της, για τη μοναδική της φύση και για την έλλειψη ανοσίας στον πόνο και στις επιπτώσεις του χρόνου».
Στην ποίηση της Θεοδοσίου ακολουθείται πιστά αυτό που οφείλει να κάνει η τίμια ποίηση. Να εστιάσει δηλαδή στο ελάχιστο και φαινομενικά ασήμαντο, για να του δώσει μια δεύτερη ζωή στην αιωνιότητα της γραφής. Νώε λοιπόν ο ποιητής και η ποίηση η κιβωτός όλων των απολεσθέντων. Γι’ αυτό και η ποιήτρια στρέφει τον φακό της στα αθέατα από τους πολλούς και συναισθάνεται τα πλάσματα μέσα στην τραγικότητά τους. Παραμερίζει την πρωτογενή πληροφορία, διεισδύει στην ψίχα των προθέσεων, ξεσκεπάζει τα αδιαφανή ξεβολεύοντας όσους είχαν συνηθίσει να κάνουν ξένοιαστοι πατινάζ στην επιφάνεια των πραγμάτων. Λες και συνομιλεί με τα σβησμένα αρχεία των ανθρώπων και ακούει όσα κι οι ίδιοι δεν είχαν καλά καλά τολμήσει να ομολογήσουν ούτε στον εαυτό τους. Συντάσσεται με όλους τους αντιήρωες και αναθέτει στην ποίηση την αναγνώριση και καταξίωσή τους.
Θα ’θελα να συμπαρασταθώ / στα παραμύθια που απέτυχαν / στο πεδίο της χαρούμενης φαντασίας // που οι ήρωές τους αδικημένοι / σαν κοινοί θνητοί / κάηκαν σε μια τυχαία φωτιά / κι ας ήξερε η μολυβένια τους καρδιά / ν’ αγαπά αληθινά […] θα ’θελα ν’ αγγίξω το λυπημένο βλέμμα του αλλιώτικού κύκνου / που μεγάλωσε μόνος,[…]
για να καταλήξει:
Σ’ αυτά τα παραμύθια / οι νικημένοι μας ήρωες / δεν έζησαν καλύτερα στο τέλος // μόνο ανθρώπινα.
Όμως η τρυφερότητα δεν περιορίζεται στην αποκατάσταση μόνο όσων δεν αναγνωρίστηκαν αλλά εισχωρεί και στο εργαστήριο του τεχνίτη, συναισθανόμενη τη μέγιστη συμβολή των περιττών που χρειάστηκε να απορριφθούν, προκειμένου να παρουσιαστεί ακέραιο το θαυμαστό αποτέλεσμα μιας δημιουργίας. Όπως, ας πούμε, όλες εκείνες οι λέξεις που σβήσαμε, για να γραφτεί το άρτιο ποίημα ή τα μικρά ροκανίδια που πέταξε ο ξυλουργός μέχρι να κατασκευάσει την τέλεια πολυθρόνα.
Η ποιήτρια, βέβαια, δεν αναφέρεται σε αυτά. Ταυτίζεται με ένα κέντημα που η ζωή το κέντησε με σταυροβελονιές περίτεχνες τρυπώντας την, και στήνει στο βάθρο του στίχου όχι το ίδιο το κέντημα, όπως θα περιμέναμε, αλλά όλα τα κομμένα νήματα που ονειρεύονταν μακρινές διαδρομές αλλά η λογοκρισία των χρωμάτων δεν τα επέλεξε. Μιλά τρυφερά για εκείνα που δεν τα κατάφεραν να επιλεχτούν και να επιβιώσουν σε μια αποδεκτή συνθήκη έστω και κεντήματος. Κάποτε, ξέρετε, υποκύπτει ο άνθρωπος στη στερεοτυπική ζωή, με αποτέλεσμα το κέντημα της ζωής του να απεικονίζει ένα σχέδιο που δεν φέρει το στίγμα της ταυτότητάς μας γιατί φοβούμενοι την πιθανή εκτόπιση από τους πολλούς αναγκαστήκαμε να υποκύψουμε στη σύμβαση βάζοντας σε σίγαση τα όνειρά μας. Τρυφερά και αγαπητικά συμπονά τα πλάσματα και τις αδυναμίες τους, δικαιολογεί τις υποχωρήσεις τους και μας συστήνει την αθέατη σελήνη τους. Ένα από αυτά τα πλάσματα είναι και ο ήρωας στο σιδερένιο άγαλμα στη μέση της πλατείας. Με χέρι τεντωμένο δείχνει προς τη θάλασσα. Τα στεφάνια της πικροδάφνης στα πόδια του πικρά σαν την ψυχή του, το σακίδιο και το όπλο βαριά σαν το καθήκον όμως η ποίηση, αυτή η μαγνητική τομογραφία της ψυχής, διαπερνά την ένδοξη εικόνα, το κλέος και τον συμβολισμό και ξεγυμνώνει το άγαλμα απ’ τα παράσημά του. Ο ήρωας όταν πέθαινε μπορεί και να ήθελε ν’ αγγίξει τη θάλασσα, γράφει η Μαίρη τολμώντας να φανερώσει τους φόβους και την ανάγκη του πολεμιστή να επιστρέψει στην παιδική ηλικία του νερού και της ανοιχτωσιάς αντί να πολεμάει. Άλλωστε, η ποίηση αποφεύγει την εξιδανίκευση και τα ιλουστρασιόν περιτυλίγματα. Γυμνώνει και αποκαλύπτει και αγγίζοντας τρυφερά τα πρόσωπα και τη ιστορία τους, τολμά ακόμα και να τα αθωώσει, αναζητώντας ελαφρυντικά και άλλοθι πριν τα καταδικάσει. Ένα από αυτά τα πρόσωπα είναι και ο Ιούδας που βρίσκει στους στίχους της Μαίρης μια κατοικία λιγότερο πνιγηρή από το κλαδί της συκιάς, καθώς του αναγνωρίζεται ένα ελαφρυντικό, μια υποταγή στις προφητείες που τον όρισαν μοχλό αποφασιστικό της ιστορίας του Ιησού. Με αφορμή λοιπόν την ανάγκη της να δηλώσει στο ερώμενο πρόσωπο τον τρόπο που επιθυμεί να την εγκαταλείψει, αν πρόκειται οπωσδήποτε να γίνει η προδοσία, τού ζητά να φύγει οριστικά αλλά να κρατήσει τη μέρα από το χέρι και να της δείξει τη δύση. Θα καταλάβει, λέει, Ίσως νομίσει πως ακόμα χαμογελάς / σαν την παραδίδεις / μ’ ένα φιλί. // Ίδιος Ιούδας / που πολύ πόνεσε / για μιαν ακούσια επιλογή. («Αποχαιρετισμός»)
Επίσης στο εξαιρετικό συνθετικό της ποίημα «Ελένη» γράφει σε ένα απόσπασμα απευθυνόμενη: […] Στην ατέλειωτη νύχτα / που θρέφει το άδικο / στο ουρλιαχτό της σιωπής / που στοιχειώνει τα ερείπια / χόρευες πάνω στην ψυχή / προχώρα, μού έλεγες / κι ας έκλεισαν οι δρόμοι / να φιλάς τον Ιούδα / να του χαμογελάς / γιατί κάποτε η αλήθεια / λαμπύρισε στα μάτια του.[…] «Ελένη»
Μάλιστα, ο λόγος της τρυφερής ματιάς της απέναντί του δηλώνεται και στο τελευταίο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Οδηγίες προς έκπτωτους» όπου ο Ιούδας παραλαμβάνει από τον κήπο τη νέα του ταυτότητα και η ποιήτρια τον συμβουλεύει να μη λησμονήσει / προπάντων να «πληρωθούν οι Γραφές».
Στους στίχους της συλλογής κυκλοφορούν πρόσωπα, χρόνοι, γάτες και εποχές. Συμμαθήτριες από τα παλιά, κίτρινοι εκσκαφείς και μισοφέγγαρα στο είδωλο της πατρίδας, ροζ παντοφλάκια νεκρών παιδιών, δίσκοι βινυλίου της εφηβείας, απόδημοι και αυτόχειρες, έκπτωτοι και κομπάρσοι. Μα εκείνη που πάνω από όλους και όλα πρωταγωνιστεί, αθέατη μα πανταχού παρούσα, αυτή που κόβει βόλτες ανάμεσα στα ποιήματα είναι η μάνα της. Της παραστέκεται και την παρηγορεί, πολεμάει στη θέση της και τότε η ποιήτρια νικά. Γράφει:
Όλες οι μάχες που έδωσα / ήταν μ’ ένα κουτσό σπαθί / που ανέμιζα πάνω απ’ το κεφάλι / του φόβου / φωνάζοντας δυνατά το όνομά σου. // Έτσι ήταν που νίκησα.
«Μικρές νίκες»
Είναι οι φορές εκείνες που η γραφή μετατρέπεται σε κάλεσμα, κάτι σαν το τραγούδι του Σουγιούλ: «Ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά». Και τότε η μάνα έρχεται ντυμένη με μοβ δειλινιάτικα χρώματα ομιχλώδες περίγραμμα απούσας παρουσίας.
Ένα άλλο σημείο που κυριαρχεί στη γραφή της Θεοδοσίου είναι τα ποιήματα ποιητικής όπου η γλώσσα της ποίησης, αυτός ο ασύλληπτος καταδότης, είναι ο υπαίτιος μιας παραίσθησης στα πλαίσια της οποίας εξομολογείται:
Μερικές φορές διαρρηγνύω / το θολό μου περίγραμμα / το εξαφανίζω ως διά μαγείας. // Χωρίς διαχωριστικά σύνορα / απροστάτευτη / δίχως άμυνες / διαχέομαι στους γύρω. // Ανεξήγητο πραγματικά. / Μπορεί όμως να είναι / και ποίηση. «Παραίσθηση»
Μια αίσθηση σπουδαίου και ιερού που αφορά ανθρώπους ασήμαντους αλλά μεγάλους. Άλλωστε δεν είναι λίγο πράγμα αυτό που διενεργείται ερήμην μας μέσω της ποίησης. Αυτή η σταδιακή διαδικασία μεταμόρφωσης που λειαίνει το βλέμμα και κάνει τον χρόνο να λαμπυρίζει γύρω μας φρέσκος και αναγεννημένος.
Και τώρα λίγη εντομολογία. Ας μιλήσουμε για τα λεπιδόπτερα. Αρκούν λίγες μέρες ή και μήνες, ώστε ένα άσχημο πλάσμα σφηνωμένο σε ένα κουκούλι να μεταμορφωθεί μαγικά σε εντυπωσιακή χορεύτρια των αιθέρων, σε πεταλούδα. Τι ακριβώς συμβαίνει κατά τη διάρκεια των ημερών που το πανέμορφο λεπιδόπτερο βρίσκεται ερμητικά κλεισμένο; Πώς τρέφεται; Πώς ακριβώς αναπτύσσεται; Πώς καταλήγει σε ζωντανό «έργο τέχνης»; Όλες οι συνάξεις γύρω από τους στίχους στα μαθήματα δημιουργικής γραφής στην Κύπρο ευθύνονται για αυτήν τη μεταμόρφωση. Δηλαδή, η παρούσα ποιητική συλλογή δεν είναι βιβλίο μα πεταλούδα; Ακριβώς. Άλλωστε, η σελίδα της ζωής που μας δωρίζεται άγραφη από τη γέννησή μας είναι ωραίο να φέρει επάνω της κάποτε χρωματιστά φτερά και πετάγματα έστω σύντομα, έστω μάταια έστω εύθραυστα αλλά οπωσδήποτε γύρω από το φως που δεν καίει πάντα τα φτερά μα τα φωτίζει να στολίζουν τους αιθέρες σ’ αυτή τη γιορτή της ζωής που αξιωθήκαμε.