«Τα νύχια βγάζοντας σπινθήρες βάζοντας στη σκέψη και στις πένες»
ΤΑΥ: είκοσι οκτώ ριπές και ένα πολεμικό ανακοινωθέν. Έτσι τιτλοφορείται η δεύτερη ποιητική συλλογή της Έρινας Χαραλάμπους. Ο τίτλος ενός ποιήματος, μιας ποιητικής συλλογής, μιας ποιητικής σύνθεσης είναι και ο πρώτος στίχος του. Υπαινιγμός ή δήλωση, κυριολεξία ή μεταφορά, επιλέγεται από τον ποιητή και φωτίζει τη σκηνή όπου θα πρωταγωνιστήσουν οι λέξεις. Οι λέξεις που δηλώνουν χιλιάδες εναλλακτικές πιθανότητες, που είναι ζωντανές κι ελεύθερες έξω από τα λεξικά και δεν έχουν ποτέ ένα μόνο νόημα.
Ανάμεσα στις πρώτες εντυπώσεις που δημιουργεί η ανάγνωση του ΤΑΥ, είναι η αίσθηση ενός ποιητικού υποκειμένου που συνειδητά μπαίνει στον αγώνα με τις λέξεις· τις αιώνιες λέξεις που πότε δαμάζουν και πότε δαμάζονται. Ακόμη πιο άμεσα και φανερά ξεδιπλώνεται ο αγώνας της ποιήτριας να πυροδοτήσει τις λέξεις έτσι ώστε να μιλήσουν ελεύθερες και να δείξουν τον κόσμο ιδωμένο αυτή τη φορά μέσα από το γυναικείο μάτι. Για να πάρει στα χέρια την πένα μια γυναίκα και να έχει ελπίδα να μπει στον αγώνα της Τέχνης και να δημιουργήσει καλή λογοτεχνία, χρειάστηκε κι ακόμη χρειάζεται να ελευθερωθεί η ίδια από εσωτερικούς δυνάστες, κυρίως κοινωνικές συμβάσεις και ρόλους που καθορίστηκαν ερήμην της, και να διεκδικήσει θέση σε ένα ήδη από αιώνες διαμορφωμένο λογοτεχνικό πεδίο.
Ως προς το θέμα και το ύφος της γραφής του ΤΑΥ, το βιβλίο της Έρινας Χαραλάμπους είναι ένα ευαίσθητο δημιούργημα, γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος εύκολα και απλά να χαρακτηριστεί και να παραμεριστεί ως γυναικείο θέμα, που στο κάτω κάτω, όσον αφορά το δυτικό κόσμο και πολιτισμό και λογοτεχνία, δεν αντιμετωπίζεται από κάποιους/ες ως ζέον πρόβλημα, αν ήδη δεν έχει λυθεί κιόλας.
Το ζήτημα της γυναικείας γραφής είναι παλιό. Το γεγονός ότι ανανεώνεται η συζήτησή του με έργα όπως το ΤΑΥ δηλώνει πως υπάρχει ακόμη θέμα. Σε εκδήλωση που έγινε στην Αθήνα το 1990 με θέμα τη γυναικεία ποίηση με ομιλήτριες τις Άντεια Φραντζή, Παυλίνα Παμπούδη, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Ρέα Γαλανάκη, Αθηνά Παπαδάκη, η Παυλίνα Παμπούδη καταθέτει στην ομιλία της και τα εξής: «Η Λογοτεχνία, σε πείσμα των Πατέρων της Λογοτεχνίας, δεν είναι ούτε αντρική ούτε γυναικεία ούτε παιδική ούτε γκέι. Είναι, απλώς, κατά περίπτωση, καλή, μέτρια ή κακή. Ο συγγραφέας ποτέ δεν υποδύεται ένα μοναδικό, ατόφιο πρόσωπο γιατί είναι ταυτόχρονα και ο δημιουργός και ο πρωταγωνιστής και οι κομπάρσοι και ο παρατηρητής και ο σχολιαστής του κόσμου του. Αλλάζει αδιάκοπα περσόνες – μάσκες τραγωδίας, καρνάβαλου, εντάφιες, παιχνιδιού, ληστείας, περσόνες που συνοψίζουν ανθρώπινες ψυχολογικές καταστάσεις, και μετακινεί διαρκώς τα διεστώτα στοιχεία, τα συναρμόζει και τα οργανώνει σχηματίζοντας κάθε φορά κάποιο άλλο, λίγο ή πολύ αναγνωρίσιμο, παζλ. Μίλησα προς στιγμήν σοβαρά. Αν θέλω, όμως, να είμαι συνεπής προς το πνεύμα μου, πρέπει να κλείσω στο πνεύμα που άρχισα, χρησιμοποιώντας και πάλι κώδικες φύλου: η προσωπική μου εμπειρία με κάνει να μη μπορώ παρά να παραδέχομαι κι εγώ τελικά πως ο δαίμονας της Λογοτεχνίας διαθέτει, εκτός των άλλων, και ένα απίστευτο αριθμό νοητών αναπαραγωγικών οργάνων – προς γονιμοποίηση ή προς απλή ευχαρίστηση. (Ο εξοπλισμός του αυτός περιγράφεται ως Η κατάρα και η ευλογία του δώρου του Λόγου)».
Και καταλήγει η Παυλίνα Παμπούδη: «Διορθώνω, λοιπόν: Η Λογοτεχνία είναι πανηδονίστρια. Εκδίδεται δε και συνουσιάζεται αμερόληπτα, ανεξαρτήτως του φύλου των συγγραφέων και των αναγνωστών, κατά τις επιθυμίες και κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του καθενός».
Τριάντα δύο χρόνια μετά, θεωρώ ότι μπορούμε να επαναλάβουμε. Υπάρχουν ακόμη Πατέρες της λογοτεχνίας που μπορεί να είναι γένους αρσενικού, αλλά και θηλυκού θα προσθέσω, που συντηρούν και αναπαράγουν στερεότυπα για τη γυναίκα, τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία και στη λογοτεχνία. Συχνά συγχέουν «το δικό της δωμάτιο», όπως το έθεσε η Βιρτζίνια Γουλφ από το 1929, με κατακτήσεις που δεν έχουν σχέση με τον λογοτεχνικό κανόνα ούτε με την εσωτερική ελευθερία της γυναίκας κι αποδέσμευσή της από όσα την εμποδίζουν να γράψει αυθεντικά, άρα και καλά. Είναι πολύ ενδιαφέρον το ειρωνικό και σαρκαστικό σχόλιο της Εύας Πολυβίου. Η δρ Εύα Πολυβίου, εκπαιδευτικός, ερευνήτρια, συγγραφέας, σημειώνει σε άρθρο της: «Μπορεί η σωστή ισορροπία ανάμεσα στην αυθεντική έκφραση και την ικανοποίηση κοινού και κριτικής να είναι πρόκληση για κάθε καλλιτέχνη, αποτελεί ωστόσο την αχίλλειο πτέρνα της γυναίκας που φιλοδοξεί να ενταχθεί σε έναν λογοτεχνικό κανόνα ήδη διαμορφωμένο ερήμην της. Ακροβατώντας ανάμεσα σε φιλοδοξίες και όνειρα, κοινωνικά στερεότυπα, ενδόμυχες επιθυμίες, προσδοκίες, πάθη και ενοχές, πιο εφικτό φαίνεται για τη γυναίκα του 21ου αιώνα να αποκτήσει το δικό της σπίτι ή το δικό της γραφείο στη δουλειά παρά ένα δικό της δωμάτιο».
Η Νάνσυ Αγγελή, που έχει μεταφράσει τη Βάσκα ποιήτρια Λέιρε Μπιλμπάο (Νερά Μάνες, Βακχικόν 2022), στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου παρατηρεί ότι ο διάλογος στην εποχή μας ανάμεσα στις φωνές των γυναικών που αποσιωπήθηκαν κι αυτών που παίρνουν με τόλμη τη σκυτάλη είναι αναγκαίος περισσότερο από ποτέ. Περισσότερο από ποτέ, το ζητούμενο είναι το βάθος και η ειλικρίνεια.
Η Έρινα Χαραλάμπους, όπως συνειδητά μπαίνει στον αγώνα των λέξεων, συνειδητά μπαίνει στον ποιητικό αγώνα και ως προς τον σκόπελο των αρσενικών αδένων, την εσωτερίκευση των δεσμών της πατριαρχικής παράδοσης, την αναπαραγωγική μηχανή και τον κρίκο «οι μάνες των μανάδων των μανάδων» και όλα όσα έχει να αντιμετωπίσει η γυναίκα στο κοινωνικό και λογοτεχνικό πεδίο.
Η πρόσληψη του βιβλίου από άντρες ομοτέχνους είναι αξιοπρόσεχτη. Ο ποιητής, φιλόλογος και κριτικός Παναγιώτης Νικολαΐδης καταγράφει και σχολιάζει ως εξής τα θέματα του ΤΑΥ: «Τα θέματα (α) της ασφυκτικής καταπίεσης της γυναικείας ύπαρξης και του γυναικείου ερωτισμού από μια αντρική μηχανή-κοινωνία, (β) της αυξάνουσας σωματικής και ψυχολογικής φθοράς, (γ) της αίσθησης της εγγύτητας του θανάτου και (δ) της ποιητικής/σωματικής δυστοκίας/υπογονιμότητας συνδεδεμένης με μια τραυματική, αλλά και αναγεννητική για το γυναικείο σώμα και πνεύμα εμπειρία της γέννας, συνυπάρχουν αντιθετικά με ένα έντονο αίσθημα ερωτισμού και αιωνιότητας, καταδεικνύοντας έτσι μια ποίηση που γράφει μια γυναίκα, η οποία αντιστέκεται συνειδητά στις ανδροκρατούμενες συμβάσεις και έχει διαμορφώσει τη γραφή της όχι πάνω στις αρχές της εξομοίωσης με τον άνδρα, αλλά πάνω στη συνειδητοποίηση της διαφοράς της με αυτόν». Χαρακτηρίζει δε το έργο της Έρινας Χαραλάμπους ως μία «αιμάσσουσα και μαχητική ποιητική πραγματεία της υπογονιμότητας ανδρός και γυναικός».
Ο ποιητής Σταύρος Ζαφειρίου σημειώνει τα εξής: «Διαβάζοντάς το, για να είμαι ειλικρινής, δεν ένιωθα να με πυροβολούν. Σελίδα τη σελίδα εκείνο που ένιωθα, ήταν σαν να κρατώ στα χέρια μου μια σπαραγμένη μήτρα, σαν να μετρώ σελίδα τη σελίδα τους σπασμούς της. Επειδή αυτό πιστεύω ότι κάνει η Χαραλάμπους στα ποιήματά της: Βυθίζεται στη μήτρα της ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ, την αποσπά και την αποθέτει μπροστά μας, δείχνοντάς μας με τόλμη σε τούτο το σάρκινο όργανο, όχι απλώς το βαθύτερο σημείο της γυναικείας ύπαρξης αλλά κυρίως μια τραυματισμένη μητρότητα που αναμετριέται αφενός με το αβάσταχτό της και αφετέρου με την κοινωνική συνθήκη του ρόλου της. Όμως, δεν είναι μονάχα αυτό. Δεν μας δείχνει μόνον αυτό. Γύρω από το δυσπλασικὸ σχήμα “ταυ” συσπειρώνονται, με ποιητικούς όρους πλέον, η θηλύτητα, η σεξουαλικότητα, οι συμβάσεις και οι καταλύσεις τους, το “ανεπαισθήτως” του χρόνου, η συσσωρευμένη, εντέλει, εμπειρία του φύλου».
Αιμάσσουσα και μαχητική χαρακτηρίζεται η ποίηση της Έρινας Χαραλάμπους και από τους δύο ποιητές. Ριπές ωσάν διαδοχικοί γρήγοροι πυροβολισμοί, ριπές βίαιες, σφοδρές κινήσεις των σπλάχνων, το εν ριπή οφθαλμού συλληφθέν και ασύλληπτο και οι σπασμοί κυριολεκτικά μιας σπαραγμένης μήτρας.
Το ΤΑΥ, που είναι ο πρώτος παλμός της ποιητικής σύλληψης και γέννησης του έργου και που συνοδεύει ως θέμα και ρυθμός όλη τη σύνθεση, προσδιορίζεται με το ποίημα/ριπή XVI. (σελίδα 26). Το σχετικό σχόλιο στις σημειώσεις που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου είναι χρήσιμο για τον αναγνώστη: «Για επιστημονικά ανεπιβεβαίωτους μέχρι στιγμής λόγους, κατά τη διάρκεια της κύησης, η μήτρα του εμβρύου μπορεί να πάρει σχήμα ταυ. Αυτή η όχι και τόσο σπάνια δυσπλασία της μήτρας, ενίοτε, συνδέεται ιατρικά με την υπογονιμότητα».
Ακόμη κι αν ο αναγνώστης ανατρέξει σε βιβλιογραφία για περισσότερες πληροφορίες και ενδιατρίψει σε επιστημονικές έρευνες, οφείλει να επιστρέψει στη λιτή πληροφορία και στις ακριβείς λέξεις που έχουν επιλεγεί για να επεξηγηθεί ο τίτλος και να ερμηνευθεί η ποιητική σύνθεση. Θα υπογράμμιζα το «ανεπιβεβαίωτους λόγους» και το «ενίοτε, συνδέεται». Αίρουν μεγάλο βάρος ενοχών και όγκο άκυρων και αχρείαστων σχολίων.
Τι άλλο όμως είναι το ταυ; Έξω από ένα λεξικό και πέρα από την αλήθεια μιας λέξης, η ποιήτρια κατορθώνει να δείξει τι είναι συνδυάζοντας περιεχόμενο και φόρμα, κερδίζοντας, όπως και στην πρώτη της συλλογή, το προσωπικό της ύφος:
«διαδοχικές αναλύσεις – ταυ – τακτικές εξετάσεις – ταυ –
απανωτές ακτινογραφίες – ταυ – αναπόφευκτες τομο-
γραφίες – ταυ – ακαριαία αποτελέσματα – ταυ – απα-
ραίτητες επεμβάσεις – ταυ – συνιστώμενες συνταγο-
γραφήσεις – ταυ – βασικές μετρήσεις – ταυ – καθοριστι-
κές τοποθετήσεις
υποκατέστησαν
τη λέξη
το μέτρο
τη στίξη
το ποίημα
στο σημειωματάριό μου
το κάθε άλλο
παρά προσωπικό
το αλύπητα και αναπόφευκτα
εξωσωματικό»
Συναντούμε το ταυ οκτώ φορές στο ποίημα/ριπή XVI. (σελίδα 26). Ένα ταυ που διακόπτει, αναστέλλει, εμποδίζει και με την επανάληψή του, από σημείο γίνεται ο τόπος όπου μπορούμε να αναζητήσουμε το ασύλληπτο, την ανάσα που χωρίζει κι ενώνει την ύπαρξη από την ανυπαρξία και που εκρήγνυται στη μήτρα της αναπαραγωγής. Κυριολεκτικά. Αλληγορικά, το δράμα του ταυ -με την πρώτη σημασία βέβαια και καθόλου με την έννοια του μελοδραματικού- είναι η περιπέτεια κι ο αγώνας του ποιητικού υποκειμένου που «παλεύ– εἶ» αλλά διαπιστώνει με λύπη του πάντα μια αδιάβατη και απροσπέλαστη περιοχή, που δεν την κοινωνεί με τις λέξεις, με το ποίημα του «το κάθε άλλο/ παρά προσωπικό/ το αλύπητα και αναπόφευκτα/ εξωσωματικό». Το ταυ και οι συνδηλώσεις του καθόρισαν τον ρυθμό και την αρχιτεκτονική όχι μόνο του συγκεκριμένου ποιήματος αλλά ολόκληρης της ποιητικής σύνθεσης.
Από τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου είναι η δραματική αφήγηση: «Πάνε δέκα χρόνια κιόλας/ ατέρμονη αναμονή/ για το κυριολεκτικά/ ασύλληπτο/ Βαθιά εισπνοή». Πέντε στίχοι, μόλις δώδεκα λέξεις, τοποθετούν την αφήγηση σε χρόνο συντελεσμένο και ταυτόχρονα διαρκείας.
Ο χώρος δεν είναι άλλος από τη μήτρα. Στο ποίημα/ριπή ΙΙΙ. (σελίδα 11) προτάσσονται οι στίχοι της Έλενας Τουμαζή Ρεμπελίνας: «Η μήτρα μου κι η θάλασσα/ Ποτέ δεν ησυχάζουν». Στίχοι που παραπέμπουν στο γνωστό στίχο του Δ. Σολωμού. Τα σπλάγχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν, στη γυναίκα όμως το κέντρο αγώνα κι ελευθερίας εντοπίζεται στη μήτρα.
Η μήτρα γίνεται ο χώρος όπου εκτυλίσσεται ένα παιχνίδι ανάμεσα στη μη σύλληψη/μη ύπαρξη, στη σύλληψη/γέννηση, στην απώλεια/θάνατο, στον έρωτα/θάνατο. Είναι ενδιαφέρον πώς αυτά τα διεστώτα συμπιέζονται μέσα σε λίγους στίχους, μέσα στο διάστημα εισπνοής-εκπνοής, κάτι που οξύνει την δραματικότητα. Η Έρινα Χαραλάμπους πετυχαίνει να απομακρυνθεί από τον πυρήνα του θέματος κερδίζοντας μια βαθύτερη θεώρηση. Μήτρα είναι και η γλώσσα/γραφή, μήτρα είναι και οι όροι που καθορίζουν τις κοινωνικές συμβάσεις και τους ρόλους. Μήτρα σημαίνει γέννηση και δημιουργία αλλά και καλούπι.
Η Έρινα Χαραλάμπους συνομιλεί με την Τζένη Μαστοράκη, την Έλενα Τουμαζή, την Ζωή Καρέλλη, τη Νίκη Ρεβέκκα Παπαγεωργίου κι από τη συνομιλία ευτυχώς απουσιάζει η φλυαρία κι η «φιλολογία». Είναι πατήματα που συντροφεύουν την ποιητική αγρύπνια της Έρινας. Συλλειτουργούν με σπαράγματα μνήμης, υπαινιγμούς τραγικότητας, μοναξιάς, ερωτισμού, θανάτου, αγώνα απελευθέρωσης με όρους ατομικότητας και φύλου. Η εσωτερική κίνηση μεταξύ τρυφερότητας και επιθετικής διεκδίκησης που φορτίζει συγκινησιακά τους στίχους εξυπηρετείται μέσα από τις αναφορές/συνομιλίες της ποιήτριας με τα θηλυκά πρόσωπα της οικογένειάς της, τη μητέρα, τη γιαγιά, τις θείες.
Στο ποίημα/ριπή XIX. (σελίδες 30-31) o δεκαπεντασύλλαβος διχοτομημένος σε οκτασύλλαβους και εφτασύλλαβους στίχους αυξάνει την ένταση μιας τελετουργίας που παραπέμπει σε αρχέγονες μυήσεις και σκοτεινούς φόβους στους οποίους αντιστέκεται σε πρωταγωνιστικό ρόλο το ποιητικό υποκείμενο.
Η σωματικότητα ως χαρακτηριστικό του ΤΑΥ είναι βασική συνισταμένη της ποίησης γυναικών, όταν με θάρρος λύνουν δεσμά που για αιώνες τις ήθελαν κυριολεκτικά, αλλά και με όρους γραφής, να τηρούν μια σιωπή γύρω από το σώμα τους, τις λειτουργίες και τις επιθυμίες του.
Η τρυφερότητα που χρωματίζει τη φωνή της ποιήτριας σε κάποιες ριπές και στην οποία εύστοχα αναφέρεται και το σχόλιο του ποιητή Βάκη Λοϊζίδη δεν αποτελεί παράδοξο. Το θηλυκό υποκείμενο της αφήγησης που θέλει να καταρρίψει και να απεκδυθεί ρόλους, συμβάσεις, προκαταλήψεις, εξουσίες, συνοδοιπορεί με άλλες γυναίκες, ταυτίζεται και οικειώνεται τον πόνο τους, πολεμά όμως και αντιστέκεται ταυτόχρονα στην αναπαραγωγική μηχανή που στήθηκε κι εδραιώθηκε ερήμην γυναικών και υιοθετήθηκε από γυναίκες εξ ανάγκης και κατόπιν επιβολής.
Στοιχεία αφηγηματικότητας και λιτότητα. Ταυτόχρονα, αποκαλυπτικές αντιστίξεις, γλωσσικές ανατροπές, παιγνίδι λέξεων, συνειρμική κι ελλειπτική σύνθεση σκηνών, όπως συμβαίνει στο όνειρο, καταγράφουν την ψυχική πραγματικότητα του ποιητικού υποκειμένου στην αναζήτηση αυθεντικής γραφής και ζωής εκεί όπου θέτει τα δεσμά της κυριολεκτικά και μεταφορικά η υπογονιμότητα και μια μακρά ιστορία συμβάσεων στην κοινωνία και στη λογοτεχνία.
Η ποιήτρια καρφώνει πότε με λέξεις πότε με το σώμα το κυριολεκτικά ασύλληπτο, την πιθανότητα της ύπαρξης/ανυπαρξίας, την απώλεια, τον θάνατο, τον κομπασμό των λέξεων πάνω στο σώμα που υποκύπτει στο θάνατο, τη θλίψη της μητρότητας, την κραυγή και τον ψίθυρο του μητρικού ρόλου, την πάλη του θηλυκού με το αρσενικό και την αρσενική οπτική του σύμπαντος, που δεν παλεύεται παρά μόνο «τα νύχια βγάζοντας σπινθήρες βάζοντας στη σκέψη και στις πένες». Κι αυτό κάνει με επιτυχία η Έρινα Χαραλάμπους με τη νέα της ποιητική συλλογή.