Μια μέρα μόνο. Λίγες ώρες να προλάβω να ταξιδέψω στις εποχές που άφησαν τα χνάρια τους στο σώμα της σειρήνας της Μεσογείου της κόρης του Αχελώου και της Μελπομένης που την θέλησαν και την κατέκτησαν Φράγκοι, Ενετοί, Οθωμανοί, Εγγλέζοι.
Λευκή ουσία, Λήδρα, Λευκή, Λευκωσία σήμερα, η ελαφρώς χαοτική, φασαριόζικη, μικρή μοιρασμένη στα δυο πρωτεύουσα που μπορεί να μην σε μαγνητίζει με την ομορφιά της όπως άλλες πρωτεύουσες της Ευρώπης όμως σε κερδίζει η ξεχωριστή της απλότητα, η ομορφιά της μελαγχολίας της και η νοσταλγία που σου προκαλεί. Η αλήθεια είναι πως δεν συνειδητοποιείς αμέσως τι είναι αυτό που νοσταλγείς ακριβώς, και ίσως αυτό το ακαθόριστο που πλανάται στον αιθέρα και εντός σου είναι η μαγεία της.
Σε προκαλεί, ψάξε με σου ψιθυρίζει, περπάτησε με στο φως και στο νύχτωμα μου και εγώ θα σου χαρίσω την ανεξίτηλη αύρα μου, την ιστορία, τον παλμό μου. Κολλάει στο μυαλό σου και περπατάς ..περπατάς… την Ενετική πύλη, τα Οθωμανικά χαμάμ, τις μικρές εκκλησιές, προχωράς όλο και πιο μέσα στο ιστορικό κέντρο με λαχτάρα γιατί ξέρεις πως θα ανακαλύψεις την βαθιά της πληγή, την χαρακιά στη μέση του κορμιού της. Τελικά ενδόμυχα αυτό αναζητάς, το αποτύπωμα αχαρτογράφητων εικόνων μιας νεκρής ζώνης που διατηρεί την μοναδικότητα της στην νεότερη ιστορία και αφήνεις πίσω τις εποχές που αγκαλιάζουν τα μεσαιωνικά τείχη, οι πύλες, οι προμαχώνες για να χαθείς στην απόκοσμη ησυχία της πράσινης γραμμής. Εκεί που η πόλη σέρνει την μοναδικότητα της, την παραμορφωτική γραμμή που την μοίρασε στα δυο. Kαι εδώ αρχίζει ο παραλογισμός της πραγματικότητας που αντιμάχεται τον χρόνο, να ζουν οι άνθρωποι την καθημερινότητα τους δίπλα στους κατακτητές της μισής τους πατρίδας.
Περπατώντας κατά μήκος τους δρόμους και τα μικρά στενά της πράσινης γραμμής, βρίσκομαι αντιμέτωπη με την κάθε προσωπική ιστορία που κρύβουν οι συνοδοιπόροι μου, τα εγκαταλελειμμένα σπίτια και σαν να ξεδιαλύνεται κάπως μέσα μου το ακαθόριστο που προκαλεί την νοσταλγία καθώς αναδεικνύεται η πλήρης καταστροφή. Πεισμώνω στην υπεροψία της ανυπαρξίας. Ανυπαρξία ζωής δεν υπάρχει το μαρτυρούν οι μακρόσυρτοι αναστεναγμοί από τα μεγάλα παράθυρα που μένουν ορθάνοιχτα στους καιρούς, περιμένοντας τους απόντες τους.
Αφουγκράζομαι πια ολοκληρωτικά τους παλμούς της ξεχνώντας τον λόγο για τον οποίο βρίσκομαι εδώ. Ξεχνώ τα κείμενα, ξεχνώ την σημερινή παράσταση.
Αρνούμαι να εγκαταλείψω και προχωρώ. Περπατώ αργά αναζητώντας το αιώνιο που κρατά ψηλά τον καιρό στην πόλη αυτή, σκάβω με τα μάτια τις ρωγμές της, τις ψυχές των ανθρώπων που δεν πρόλαβαν να σχεδιάσουν το μέλλον τους και ανασαίνουν ακόμα την μνήμη μιας αλλιώτικης ζωής. Διαβάτες που κουβαλούν την πατρίδα, τη ρίζα, τη μοίρα τους. Τους προσέχω και παρατηρώ τις κλεφτές ματιές που ρίχνουν στην πράσινη γραμμή, στους τοίχους, στις σκοπιές. Θυμούνται, πονούν μα δεν μπορούν να σταματήσουν να ζουν.
Όλα αφημένα στο καυτό καλοκαίρι του 74, τον καιρό που οι άνθρωποι δεν έβρισκαν γη να πατήσουν, που φόρεσαν οι γυναίκες τα μαύρα μαντήλια ψάχνοντας τους αγνοούμενους τους με τις φωτογραφίες καρφιτσωμένες στα στήθη τους. Συρματοπλέγματα, φράχτες, βαρέλια, σακιά με άμμο μοιάζουν να έχουν απλώσει ρίζες, εμποδίζοντας τους ανθρώπους να ανατρέψουν την πεισματική υπενθύμιση της ιστορίας.
Φωτογραφίζω τα γκράφιτι, τα συρματοπλέγματα, την πρασινάδα μέσα στα χαλάσματα που μεγαλώνει άναρχα, τα μεγάλα παράθυρα με τα σκεβρωμένα παντζούρια. Μόνο η εχέμυθη σιωπή των άδειων σπιτιών δεν απαθανατίζεται. Αμίλητη στην υγρασία του απογεύματος, τρυπώνει στις βαθιές ρωγμές που βαθαίνουν στον χρόνο γνέφοντας την τραγωδία τους.
«Μην ξεχαστείς» ,φωνάζουν οι φίλοι «έχουμε παράσταση σε λίγο». Με αφήνουν με την Μυρτώ, κόρη αγνοούμενου, να προσπαθώ να σχηματίσω εικόνες παρελθόντος χρόνου διαπερνώντας με το νου σακιά, βαρέλια, σύνορα. Η κατεχόμενη πλευρά φωτίζεται με μνήμες ριζωμένες στην καρδιά της κοπέλας που ακόμα φλέγεται. Μυρίζω κέδρο, κανέλα, λιβάνι στις γειτονιές. Βλέπω τα μπακίρια να αστράφτουν κάτω από τον ήλιο στην αγορά. Ακούω τον ήχο της καμπάνας, την προσευχή του μουεζίνη, περνώ από κήπους περίτεχνους που παίζουν Ελληνόπουλα και Τουρκόπουλα, γεύομαι γλυκό τριαντάφυλλο και καφέ βραστό, φωνές από πανηγύρια, γιορτές, σχόλες. Η Μυρτώ θυμόταν ακατάπαυστα, τα μάτια της βούρκωσαν, η φωνή της σπάει. Με χαιρέτισε γρήγορα με περηφάνια και έφυγε σχεδόν τρέχοντας.
«Έχουμε παράσταση» μου περνάει στιγμιαία από το μυαλό μου. Αρνούμαι να κοιτάξω το ρολόι εξάλλου χρειάζομαι ένα καφέ και ένα τσιγάρο .
Γέμισαν οι χούφτες μου ροδόσταμο για το καλωσόρισμα στο μικρό καφέ δίπλα στα συρματοπλέγματα. Ησυχία. Πελάτες πέντε έξι Έλληνες και Τούρκοι, νεότερες γενιές.
Ανάβω τσιγάρο και ρίχνω μια τελευταία ματιά στα κείμενα της παράστασης.
Τα γράμματα παίζουν στα μάτια μου, αφήνω τις σελίδες στην άκρη. Η μυρωδιά του ροδόσταμου με πήγαινε αλλού. Ο ιδιοκτήτης κάθεται μαζί μου. «Α, είστε μέλος της ομάδας που θα παίξει απόψε» μου λέει ενθουσιασμένος. Μιλάμε για την τέχνη, τον πολιτισμό, για την παράσταση, ενημερώνει τα παιδιά που κάθονται παραδίπλα και γινόμαστε μια παρέα. Οι περισσότεροι είναι μουσικοί, ένα κορίτσι από τα κατεχόμενα γράφει στίχους. Θαυμάζει τον ανατρεπτικό λόγο του Μανώλη Ρασούλη και ακούει ρεμπέτικα. Καφές, γλυκό, κουβεντούλα δίπλα στο συρματόπλεγμα. Περίεργο συναίσθημα που γίνεται ακόμα πιο περίεργο όταν ακούς τη συζήτηση των νέων.
Δώρο είναι η ζωή. Κρατάμε τα σύνορα ανοιχτά στην ανθρωπιά, στο γειτόνεμα. Οι δρόμοι είναι για όλους. Στη διαδρομή μαθαίνεις να συνυπάρχεις και να δημιουργείς, στη διαδρομή μαθαίνεις να ‘’είσαι’’. Χαμογελούν, τα μάτια τους είναι φωτεινά.
Το τηλέφωνο μου χτυπά. «Έχουμε παράσταση!»
Χαμογελώ αμήχανα και βγάζω να πληρώσω. Πάω προς την έξοδο κουβεντιάζοντας με τους ιδιοκτήτες. Η μνήμη αναπόσπαστη με τους ανθρώπους. Η ιστορία τους ξεδιπλώνεται καθώς η κουβέντα γυρίζει πάντα στο παρελθόν. Κοιτούν την παρέα που κουβεντιάζει και γελά, μια στα ελληνικά, μια στα τούρκικα.
Ο άντρας κατεβάζει το βλέμμα με στεναχώρια. Καμιά λύση δεν θα δοθεί ποτέ, λέει σιγανά αφήνοντας μια μακριά πνοή ανάμεσα στις λέξεις όμοια με την μελαγχολία του σούρουπου .
Άραγε το σούρουπο σε αυτή τη πόλη έχει πάντα την μελαγχολία των αποχωρισμών;
Καληνυχτίζω και φεύγω. Περνώ πάλι την βουβή αίσθηση του κενού, την αυθεντικότητα του εγκαταλελειμμένου. Εδώ πλάι στην πράσινη γραμμή καταλαβαίνεις πως καμιά σημασία δεν έχει το μικρό ασήμαντο εγώ. Βγαίνω στην Λήδρας, οι επιγραφές έχουν ανάψει, ο κόσμος περπατά αμέριμνος, κάποιοι πίνουν τον καφέ τους στα πολύβουα καφέ, η μυρωδιά του καλαμποκιού ανακατεύεται με εκείνου της καραμέλας από το μαλλί της γριάς.
Αφήνω την πραγματικότητα να με τραβήξει. Πέφτει η αυλαία του πρώτου μέρους. Ετοιμάζομαι γρήγορα. Μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη και έφυγα.
Ετοιμασίες, οι προβολείς ανάβουν, τελευταίες πρόβες ήχου. “Που ήσουν τόσες ώρες;” με ρωτούν.
“Είχα παράσταση”απαντώ. Παράσταση δρόμου. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στα κείμενα μου, οι λέξεις θολώνουν, απομακρύνονται. Δεν μπορώ να κάτι τίποτα αυτή την στιγμή . Παίρνω βαθιά ανάσα διορθώνω το κραγιόν μου και πάω στην θέση μου. Στο πάλκο λοιπόν.
Ανοίγει η αυλαία, τα φώτα πέφτουν πάνω μου και με τυλίγει μια γλυκιά αίσθηση. Δεν είμαι μόνη είναι δίπλα μου η παναγία των περιθωριακών, η δωρική και ασυμβίβαστη Σωτηρία, η μαχητική Μαρίκα, η βελουδένια Στέλλα με το άστρο στο πέτο, η Ρόζα η ναζιάρα με το πολύχρωμο σαλβάρι και το κεντημένο φεσάκι στα σγουρά της μαλλιά, είναι η ιστορία τους, η ιστορία των γυναικών της Κύπρου, των γυναικών του κόσμου που κρύβει πόνο, απώλεια, πόλεμο, απόγνωση, προσφυγιά, έρωτα, θάνατο. Πώς μπλέκονται οι ζωές και οι ιστορίες των ανθρώπων, το ανακάτεμα των καιρών στους στίχους του ρεμπέτικου και στα χείλη του κόσμου…
Ο γυαλένιος ήχος του τρίχορδου μας παρασύρει στην μαγεία των λιτών και απέριττων ρυθμών και στην γοητεία που εκπέμπει το δωρικό βελούδο των φωνών των τεσσάρων γυναικών . Οι Ρεμπέτισσες τόσο οικείες, δικές μας, κομμάτι του ελεύθερου συνειδητού μας που τολμά, καινοτομεί, ανατρέπει, διεκδικεί.
Πρωτοπόρες, σπουδαίες, ελεύθερες, αλλιώτικες γυναίκες της σύγχρονης Ελλάδας, οι περήφανες και ιδιόρρυθμες τραγουδίστριες που τα τραγούδια τους έγιναν θεμέλιο της ελεύθερης λαϊκής έκφρασης, που πέτυχαν να αξιωθούν ανέγγιχτες από την λήθη, που φωτίζουν τις νύχτες μας και μας γεννούν συναισθήματα, αφού οι φωνές τους δονούν την ψυχή μας διαχρονικά και έχουν την ακόμα την δύναμη να μας καθορίζουν σαν ψυχές και σαν ακροατές.
Είχαμε μια πετυχημένη παράσταση . Πρωταγωνίστησαν η απόκεντρη ομορφιά της πόλης, η ιστορία, οι μνήμες, η μέθεξη, η λαϊκή μεγαλοσύνη του ρεμπέτικου, ο πόλεμος, ο φόβος ακόμα και η οργή. Και τα αφήσαμε να μας δοκιμάσουν γιατί έπρεπε. Έπρεπε για να μην χάσουμε αυτό που έχουμε κερδίσει, να είμαστε άνθρωποι, ελεύθεροι πολίτες του κόσμου.
Έφη Μαχιμάρη
Έφη. …ένιωσα ως το πιο μικρό οστό του κορμιού μου, ως το μικρότερο φλεβίδιο της ύπαρξής μου, τα συναισθήματα σου. Από τη μια η Λευκωσία, μαχαιρωμένη, από την άλλη οι άνθρωποι, ο πόνος κι οι μυρωδιές -που πονάνε πάντα περισσότερο κουβαλώντας μνήμες – κι ύστερα. …γυναίκες! Αυτό το στοιχείο ή και στοιχειό της φύσης που λες και ορίστηκε να σηκώνει τον κόσμο στις πλάτες του! Με το τραγούδι, με τη γέννα, με την υπερβατική θεώρηση του θανάτου!
Οι Ρεμπέτισσες είναι οι γυναίκες κάθε ελληνικής γωνιάς αλλά και κάθε βασανισμένου τόπου!