Το δέντρο [1]
Κλείνοντας τα μάτια εστίασε σ’ ένα περιδινούμενο σπήλαιο, βαθύτερο κι απ’ το σκοτάδι του κήπου, εκεί όπου το πρώτο δέντρο που πάνω του είχαν κουρνιάσει τα φανταστικά πουλιά έστεκε μόνο και υπέρλαμπρο σαν φωτιά. Δάκρυα κύλησαν από τα βλέφαρά του στη σκέψη του πρώτου δέντρου, του φυτεμένου τόσο κοντά του, σαν ένας φίλος στον κήπο. Σηκώθηκε αθόρυβα από το κρεβάτι και πήγε ακροπατώντας στην πόρτα. Το κουνιστό αλογάκι τινάχτηκε πάνω στα ελατήριά του κι όρμησε μπρος, και το παιδί, ξαφνιασμένο, γύρισε τρέχοντας αθόρυβα στο κρεβάτι. Κοίταξε το άλογο, το άλογο ήταν ασάλευτο. Ακροπατώντας στο χαλί προχώρησε κι έφθασε πάλι στην πόρτα, γύρισε το χερούλι κι έτρεξε έξω στο κεφαλόσκαλο. Ψηλάφισε μπροστά του στα τυφλά και βρήκε το δρόμο για την κορυφή της σκάλας. Από τα σκοτεινά σκαλιά κοίταξε κάτω το διάδρομο· είδε ένα σμάρι ίσκιους να στρίβουν, να μπαινοβγαίνουν στις γωνιές, άκουσε τις κυματιστές ομιλίες τους, φαντάστηκε τις κόχες των ματιών τους και τα ισχνά χέρια τους. Σίγουρα όμως θα ’ταν μικροί και μυστικοί κι αναιμικοί, δίχως περίβλημα αόρατης πανοπλίας, τυλιγμένοι απλώς σε υφάσματα λεπτά, αραχνοΰφαντα· θα ψιθύριζαν καθώς εκείνος περπατούσε, θ’ άγγιζαν τον ώμο του, θα του έλεγαν Σσσςς… σιγανά στ’ αυτί. Κατέβηκε τις σκάλες· ούτε ένας ίσκιος δεν κινιόταν στο διάδρομο, οι γωνιές ήταν έρημες. Άπλωσε το χέρι και χάιδεψε το σκοτάδι, κι ήταν σαν να άγγιζε κάποιο στεγνό, βελούδινο κεφάλι που γλιστρούσε κάτω από τα δάκτυλά του και τρύπωνε σαν πούσι μέσα τα νύχια του. Όμως δεν υπήρχε τίποτα. Άνοιξε την εξώπορτα και οι ίσκιοι σύρθηκαν στον κήπο.
Μόλις βρέθηκε στο μονοπάτι οι φόβοι του χάθηκαν. Το φεγγάρι είχε ξαπλώσει στα χορταριασμένα παρτέρια σκορπίζοντας το θάμπος του στη χλόη. Το παιδί έφθασε εντέλει στο τέρμα του χαλικόστρωτου μονοπατιού στ’ ολόφωτο δέντρο, γηραιότερο ακόμα κι από το θαύμα του φωτός, με τον ονίσκο υπνωμένο κάτω από το φλοιό, με τα κλαδιά του ν’ απλώνονται πέρα από τον κορμό σαν ξεπαγιασμένα γυναικεία χέρια. Το αγόρι άγγιξε το δέντρο· κι αυτό έσκυψε λες στ’ άγγιγμά του. Είδε ένα αστέρι, φωτεινότερο από όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού, να καίει σταθερά πάνω από τον πύργο των πρώτων πουλιών, ν’ αστράφτει στα γυμνά κλαδιά, στον κορμό, στις κινούμενες ρίζες μοναχά, αλλού πουθενά.
Ήταν ένας ηλίθιος στα ανατολικά της κομητείας που βάδιζε στη γη σαν διακονιάρης. Πότε στην αγροικία, πότε στης χήρας το σπίτι ζητιάνευε για το ψωμί του. Ένας εφημέριος του ’δωσε ένα κουστούμι, το ρούχο κρέμαγε στα αποστεωμένα του πλευρά και στους ώμους του κι έγνεφε στον άνεμο καθώς εκείνος περιπλανιόταν στα χωράφια. Όμως τα μάτια του ήταν τόσο μεγάλα, το λαρύγγι του τόσο καθαρό από το χώμα της εξοχής, που κανείς δεν του αρνιόταν ό,τι και να ζητούσε. Νερό ζητούσε και του ’διναν γάλα.
Κοίταξε κάτω, κοίταξε τα χέρια του και είδε ότι προσεύχονταν. Ξάφνου ένας φόβος για τον κήπο τον κυρίευσε. Οι θάμνοι ήταν εχθροί του και τα δέντρα, που έφτιαχναν μιαν αλέα μέχρι κάτω στην αυλόπορτα, σήκωσαν τα χέρια τους με τρόμο. Ο τόπος ήταν πολύ ψηλός και από εκεί περιεργαζόταν τους πανύψηλους λόφους· ο τόπος ήταν πολύ χαμηλός, ριγούσε πάνω στους φτερωτούς ώμους ενός νέου όρους. Εδώ ο άνεμος φρένιαζε, μαινόταν στη σιωπή, ύψωνε μια εβραϊκή φωνή μέσα από τα κλαριά της αφροξυλιάς· εδώ η σιωπή παλλόταν σαν καρδιά ανθρώπινη. Κι ενώ εκείνος καθόταν κάτω από τους άσπλαχνους λόφους, μια φωνή που ήταν εντός του ακούστηκε να κραυγάζει: «Γιατί μ’ έφερες εδώ;».
Ο ηλίθιος, χαμογελώντας ακόμα, στάθηκε ακουμπώντας τη ράχη του στην αφροξυλιά.
«Άνοιξε έτσι τα χέρια σου».
Ο ηλίθιος άπλωσε τα χέρια.
Το παιδί έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην καλύβα του κηπουρού και, επιστρέφοντας μέσα από τις μουσκεμένες πρασιές, είδε τον ηλίθιο να στέκεται ακίνητος στη θέση του· να στέκεται ορθός, χαμογελαστός, με τη ράχη ακουμπισμένη στο δέντρο και τα χέρια απλωμένα στα πλάγια.
«Άσε με να σου δέσω τα χέρια».
Ο ηλίθιος ένιωσε το σύρμα, που δεν είχε επισκευάσει την τσουγκράνα, γύρω από τους καρπούς του. Το σύρμα έκοψε τη σάρκα του και το αίμα από τις πληγές στάλαξε λαμπρό πάνω στο δέντρο.
«Αδελφέ» είπε. Κι είδε το παιδί να βαστά ασημένια καρφιά στην παλάμη του χεριού του.
[1]Δέντρο: Εδώ χρησιμοποιείται με την αρχαϊκή και θρησκευτική έννοια της λέξης, που σημαίνει σταυρός. (Σ.τ.Μ.)