Ξύπνησε αργά νιώθοντας μια γλυκιά αίσθηση προσμονής. Ήταν σίγουρη ότι θα τον έβλεπε σήμερα. Το γλυκό βάσανο της σκέψης του, η υπέροχη εμμονή, που κανείς ώς τότε δεν της είχε χαρίσει με αυτό τον μεγαλειώδη τρόπο, την είχε κρατήσει ξύπνια μέχρι τις μικρές πρωινές ώρες να τριγυρνά μες στο σκοτεινό σπίτι. Γιατί φυσικά εκείνος δεν ήταν ο πρώτος της εραστής, πολλοί και διάφοροι είχαν περάσει από τη ζωή της. Μικροί, μεγάλοι, λεπτοί, χοντροί, διάκριση δεν έκανε σε σωματότυπο, ούτε ήταν ιδιαίτερα επιλεκτική στον χαρακτήρα. Αυτό που την ενδιέφερε βασικά ήταν το καλό σεξ. Πάντα πίστευε ότι το σεξ είναι η βενζίνη της σχέσης. ΄Ως τώρα. Αλλά, μόλις γνώρισε εκείνον, τα πάντα άλλαξαν. Γιατί η μικρή μας ήταν επιτέλους ερωτευμένη. Έρωτας κεραυνοβόλος! Με την πρώτη ματιά όλοι οι άλλοι έσβησαν από τη μνήμη, από τη ζωή της. Μαζί του δεν ήταν απλό σεξ, ήταν έρωτας με έψιλον κεφαλαίο. Ένα πάθος που την έκαιγε σύγκορμη, μια εμπειρία μαγική, πνευματική, θα έλεγε κανείς. Μέχρι τώρα νόμιζε ότι είχε ερωτευθεί αρκετές φορές στη ζωή της και κάθε φορά πίστευε ότι είχε βρει τον ιδανικό, τώρα όμως μηδένιζε τη μηχανή και ξεκινούσε από την αρχή. Όλοι οι άλλοι δεν ήταν παρά ξελογιάσματα που είχαν περάσει ξώφαλτσα, όσο πατάει η γάτα. Εκείνος τη δονούσε, άγγιζε τα τρίσβαθα της ψυχής της, τον πυρήνα τού είναι της. Άξιζε να αφιερώσει τη ζωή της σε κάποιον σαν κι αυτόν – ένα αρσενικό με τα όλα του. Τόσα χρόνια ταλαιπωρήθηκα με τον έναν και τον άλλον μαλάκα, αλλά χαλάλι στην αναμονή, σκέφτηκε. Ο τύπος είναι θεός. Νέος, ωραίος, με μακρύ, μαύρο μαλλί, πράσινα μάτια και κορμί σκέτη αμαρτία. Ένας κούκλος!
Σηκώθηκε νωχελικά από το κρεβάτι κι έκανε την τουαλέτα της με ιδιαίτερη φροντίδα. Της πήρε αρκετή ώρα. Ήθελε να ’ναι τέλεια για εκείνον. Κι όταν τελικά βγήκε στη βεράντα, ήταν πανέτοιμη για όλα. Κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ από μπαμπού μισοκλείνοντας με ύφος μπλαζέ τα υπέροχα αμυγδαλωτά της μάτια στον ανοιξιάτικο ήλιο. Γιατί όσο κι αν φλεγόταν από επιθυμία, δεν έπρεπε να το δείξει. Πρώτα απ’ όλα η αξιοπρέπεια.
Εκείνος όμως καθυστερούσε σήμερα και η αναμονή την τσάκιζε. Μα γιατί αργεί; αναρωτιόταν. Λες να μην έρθει; Και τι σημαίνει αυτό για τη σχέση μας; Μαύρες σκέψεις σκοτείνιαζαν τον νου της σαν κοράκια που μαζεύονταν να κουρνιάσουν με το σούρουπο.
Και η ώρα περνούσε αργά, βασανιστικά, τα λεπτά γίνονταν αιώνες.
Ξάφνου… Νά τος!
Έστριψε στη γωνιά και περπάτησε καμαρωτός μπροστά από το σπίτι της. Ο μαύρος περσικός γάτος των ονείρων της με τα πράσινα μάτια την προσπέρασε με την ουρά σηκωμένη ψηλά, χωρίς να της ρίξει ματιά. Στα κομμάτια η αξιοπρέπεια! σκέφτηκε εκείνη, μην μπορώντας να κρατηθεί άλλο. Και με ένα ναζιάρικο αλλά διαπεραστικό νιαούρισμα έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε στη στιγμή κοντά του.
Εξαιρετικό.
Απίθανο το εύρημα!