ΘΕΛΩ ΘΕΛΩ
Στόμα ανοιχτό, το θείο μωρό
Τεράστιο, φαλακρό, αν και μωρού κεφάλι,
Ουρλιάζει, ψάχνει της μάνας τη θηλή.
Σκίζονται, σπάνε τα ηφαίστεια,ξερά.
Άμμος γδέρνει το χωρίς γάλα χείλος.
Κλαίει τότε αυτό, το αίμα του πατέρα ψάχνει
Που σφήκα, λύκο, καρχαρία έστρωσε στη δουλειά,
Και κορμοράνου ράμφος μηχανεύτηκε.
Με μάτι στεγνό ο αμετανόητος πατριάρχης
Τους αποστεωμένους άντρες του ανέθρεψε,
Αγκάθια στην επιχρυσωμένη του κορώνα τη συρμάτινη,
Αγκάθια στο ματωμένο τού ρόδου μίσχο.
ΜΑΝΙΤΑΡΙΑ
Αποβραδύς, πολύ
Διακριτικά, πάλλευκα
Σιγανά
Τα δάκτυλα των ποδιών μας, οι μύτες μας
Γραπώνουν την πηλώδη γη
Εξουσιάζουν τον αέρα.
Κανείς δεν μας βλέπει,
Δεν μας σταματά, δεν μας προδίδει.
Οι μικρότεροι σπόροι ανοίγουν χώρο.
Τρυφερές γροθιές επιμένουν
Ανασηκώνουν τις πευκοβελόνες,
Το φυλλώδες στρωσίδι
Μέχρι και το λιθόστρωτο,
Τα σφυριά μας, τα έμβολά μας,
Δίχως αυτιά, δίχως μάτια,
Τελείως άφωνα,
Φαρδαίνουν τις ρωγμές,
Βάζουν τον ώμο στις οπές.
Νερό είναι η τροφή μας
Τρίμματα ίσκιου
Με τρόπο μειλίχιο, ζητάμε
Ελάχιστα ή τίποτα
Είμαστε τόσο πολλά!
Τόσο πολλά!
Είμαστε ράφια, είμαστε
Τραπέζια, είμαστε ταπεινά,
Είμαστε βρώσιμα
Σκουντάμε απαλά, σπρώχνουμε
Παρά τη θέλησή μας
Το είδος μας πολλαπλασιάζεται.
Ως το πρωί θα έχουμε
Κληρονομήσει τη γη
Το πόδι μας είναι στην πόρτα.
(από το Colossus and other poems)