«Σπηλιά η ποίηση/ είναι λόγος που σωπαίνει»
Ο τίτλος «Αμοντάριστα πλάνα» που έδωσε η Φροσούλα Κολοσιάτου στη δέκατη ποιητική συλλογή της, η οποία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν τον Φεβρουάριο του 2021, παραπέμπει απευθείας στην τέχνη των κινούμενων εικόνων του σινεμά. Αφήνει μια έντονη αίσθηση εκκρεμότητας εμπλέκοντας εξαρχής την υπαρξιακή διάσταση του χρόνου, της στιγμής: όσο διαρκεί ένα πλάνο. Η ποιήτρια προσκαλεί τον αναγνώστη να συμμετάσχει στο μοντάζ, στο «δέσιμο» των αμοντάριστων πλάνων ώστε να σχηματιστεί μια ενιαία αφήγηση, συνδημιουργός της οποίας θα γίνει εκείνος. Μια μοντέρνα οπτική που αφήνει στον δέκτη ελευθερία, ενώ ταυτόχρονα επιβεβαιώνει τη βαθιά κοινωνική και επικοινωνιακή διάσταση της ποίησής της. Τα πλάνα που επέλεξε να προβάλει, μας περιέχουν όλους.
Η συλλογή αφιερώνεται στον Κύπριο ποιητή Μιχάλη Ζαφείρη, τον ένα εκ των δύο ποιητών-αδερφών της. Επιτυχημένη είναι η επιλογή της ασπρόμαυρης φωτογραφίας του Ιάσωνα Στούμπου για το εξώφυλλο της έκδοσης, από την πλατεία Μοναστηρακίου: Οι διακεκομμένες καμπύλες, οι «ροές» στο μωσαϊκό με το οποίο αναμορφώθηκε η πλατεία, (που συμβολίζουν την πολυχρωμία και την κινητικότητα των λαών της Μεσογείου), θυμίζουν ταυτόχρονα κινηματογραφικά φιλμ που ξετυλίγονται παράλληλα, ενώ κάποιοι διαβάτες κινούνται ανάμεσά τους κάτω από τη βροχή.
Τα ποιήματα των «Αμοντάριστων πλάνων» διακρίνονται από την ποιήτρια σε δύο ενότητες. Η πρώτη έχει τον τίτλο «Χαμηλό Υψόμετρο», ενώ η δεύτερη «Προσωπική Γεωγραφία». Αν και τα θέματά τους προέρχονται από διαφορετικούς κύκλους, υπάρχει μεταξύ τους συνάφεια, που δεν είναι μόνο αυτή που εξασφαλίζεται από την ταυτότητα της ποιητικής φωνής: Η πρώτη ενότητα παρουσιάζει τα θλιβερά θραύσματα της εποχής μας, επίκαιρα-αμοντάριστα πλάνα, σύγχρονες όψεις του ανθρώπινου δράματος. Η δεύτερη ενότητα αποκαλύπτει τη συνταγή του φίλτρου που μετατρέποντας τον πόνο και το πένθος σε κινητήρια δύναμη επιτρέπει στον κόσμο να ανασυγκροτείται και να συνεχίζει την πορεία του μέσα στον χρόνο.
Στο «Χαμηλό υψόμετρο», η Κολοσιάτου, ποιήτρια με μακρά θητεία στις ανατροπές της ζωής και στη μελέτη της οδύνης, αντικρίζει με παιδική απορία («Η σιωπή βαραίνει/ Απορία μικρού παιδιού» -«Καθηλωμένα αεροπλάνα») το απρόοπτο, την ακραία βαναυσότητα και τον παραλογισμό που συγκαλύπτονται κάτω από ό,τι συνήθως ονομάζουμε «τελευταίες ειδήσεις»: όσα αποτελούν την ανεπεξέργαστη ακόμα πρώτη ύλη της «Ιστορίας». Η ποίηση, όπως φαίνεται και από το μέχρι τώρα έργο της, είναι ο τρόπος της για να προσεγγίζει την αδιανόητη πραγματικότητα αναζητώντας τα ίχνη της ανθρωπιάς μας, εστιάζοντας στην ιστορικότητα κρίσιμων στιγμών.
Τα δύο πρώτα ποιήματα («Μαγνήτης» και «Το δέρμα της άμμου») δίνουν το υπαρξιακό στίγμα του «Χαμηλού υψόμετρου».
ΜΑΓΝΗΤΗΣ
Κατάπληκτος ο κόσμος λικνίζεται και γέρνει
Μπροστά ερωτευμένος χρόνος
Ένα μοτίβο άνοιξη
Η νευρική μέλισσα δεν είναι προτεραιότητα
Μια σκιά φάνηκε πίσω από τα δάκρυα
Όπως τη νύχτα των κρυστάλλων έκλαιγε η Ελένη
Με το σώμα του αέρα να γέρνει
Η αληθινή αιτία να πεθάνεις
Με αναρίθμητες αφορμές
Μοιάζει να είναι
Ένα ρήγμα που βαθαίνει
Ένας αόρατος μαγνήτης
Μας τραβάει όλους προς τα κάτω
Το πιο πολύτιμο
Απόλυτα εύθραυστο
Τα μεγάλα ερωτήματα σχετικά με τον χρόνο, τη ζωή και τον θάνατο που καθορίζουν την ύπαρξη, διατυπώνονται ξανά. Η σκληρή εποχή μας, ωστόσο, αυτό «το επιμελητήριο του σκότους» («I can’t breath») δεν μπορεί να εμποδίσει την αλήθεια να αποκαλυφθεί: «Η αλήθεια είναι σαν το νερό/ Βρίσκει ρωγμές/ Και αναδύεται» («Το δέρμα της άμμου»).
Στο ποίημά της «Ρευστή αντίληψη» γράφει: «Η ασπλαχνία μας/ Σαν αθωότητα μέχρι τον ουρανό/ Καγχάζει». Η «ασπλαχνία μας» παρουσιάζεται σε κάποιες από τις πιο αντιπροσωπευτικές μορφές της στα υπόλοιπα δεκαοχτώ ποιήματα του «Χαμηλού υψόμετρου».
Το οικολογικό ζήτημα (εμπρησμοί/ καταστροφές/ δικαιώματα των ζώων και της φύσης) το προσφυγικό (που επανέρχεται μετά τη συλλογή της «Φοράει τα μάτια του νερού», εκδ. Γαβριηλίδης 2017) η βία μιας άκαμπτης εξουσίας που συντρίβει με γελοία προσχήματα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ίδια τη ζωή (Χελίν Μπόλεκ του Grup Yorum, Τζορτζ Φλόιντ, άστεγοι κλπ) τέλος, η πανδημία μέσα από μια σειρά ποιημάτων που προχωρούν πολύ πέρα από αυτήν, προεκτείνοντας τις συνέπειές της σε ένα μέλλον που διαγράφεται σκοτεινό.
Αντιπροσωπευτικό δείγμα:
ΚΑΘΗΛΩΜΕΝΑ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ
Η σιωπή βαραίνει
Απορία μικρού παιδιού
Αποσυρθήκαμε
Όταν φύγουν τα μέτρα έκτακτης ανάγκης
Φαίνεται πως μερικά θα παραμείνουν
Οι θερμικοί σαρωτές
Τα συστήματα αναγνώρισης προσώπων
Συμβατά με την ιδεολογία που έρχεται
Μέτρα επιτήρησης υψηλής τεχνολογίας
Μιας επιδοτούμενης ανεργίας
Μαζί με ανθρώπους που θα βλέπουν στον δρόμο
Ένα σύμπαν από ένα πλάνο
Στο πρώτο αυτό μέρος ο λόγος της Κολοσιάτου, κυμαίνεται ανάμεσα στην αναγνωρίσιμη αινιγματική-αφαιρετική λυρική της ιδιόλεκτο (όπως στο ποίημα «Ο μαγνήτης») από τη μια μεριά, και σε μια γλώσσα καθημερινή που μοιάζει να εμπεδώνει την τραχύτητα των θεμάτων που πραγματεύεται, όταν αποφασίζει απερίφραστα, καίρια, να κατονομάσει το κακό, από την άλλη: «Υπάρχει μια ράτσα λιώνει ανθρώπους/ Γοργά και θανάσιμα// ….Σβήνει η ανάσα του Τζορτζ Φλόιντ/ Κάτω από την μπότα του φασίστα» («I can’t breath»). Λόγος κοφτός, ρυθμικός, ελλειπτικός, οξύς, αποτελεσματικός. Το νόημα κατακερματίζεται με τη επιδέξια χρήση πολλαπλών διασκελισμών, μα δε χάνεται, αντιθέτως, με αυτόν τον τρόπο υπογραμμίζεται το αίσθημα του αιφνίδιου πόνου, της ελλιπούς προετοιμασίας μας για όσα έφερε η εποχή που διανύουμε. Ως παράδειγμα:
ΑΓΓΙΓΜΑ
Τώρα που το σχολείο στέκει σιωπηλό
Η σκέψη υπερβολική
Κρύβω σε μεταλλικό κουτί
Την ακινησία της λύπης
Τα βήματα μοιάζουν χορευτή στο δάπεδο
Αιφνιδιασμένη
Να ταΐσω καρότο ένα ελάφι στην Πάρνηθα
Πάρε νύχτα αγκαλιά τη σιωπή
Να μην ακούω
Γοερές κραυγές
Τα μινκ
Ένα δύο τρία είναι πολλά
Εκατομμύρια
Είχαν κάρτα προσωρινής διαμονής
Θλιβερή διαβίωση
Εκτροφεία σφαγεία
Μαύρα σαν δελτίο ειδήσεων
Εικόνες αποκάλυψης αναδύθηκαν
Σαν τιμωρία
Αντικατοπτρισμοί του αλλόκοτου
Φτιάχνω μια λίστα των πραγμάτων
Όταν θα τελειώσει η καραντίνα
Η Προσωπική Γεωγραφία, δεύτερη ενότητα των «Αμοντάριστων πλάνων», μας μεταφέρει στο «σπίτι» της ποιήτριας. Στις προσωπικές συντεταγμένες της. Τόπος και χρόνος εδώ είναι η μνήμη που τα χωρά όλα. Συνυπάρχουν οι ζωντανοί με τους νεκρούς: πρόσωπα, ζώα, τόποι που αγάπησε και συνεχίζει να αγαπά. Η Κύπρος, πάντα συνδυασμένη με την Άνοιξη. «Έχει μια αύρα τούτος ο τόπος/Τα μάτια μου αφηγούνται το φως του/ Που μεγάλωσα/ Ένα λουλούδι στο πέλαγος» (Διάκοσμος).
Στην «Αυτοβιογραφία της σπασμένης κούκλας» σημειώνει: «Έπαιρνα πάντα μια απόσταση/ Από τις καταστάσεις», ενώ αφοπλιστικά καταλήγει: «Όλα αυτά τα δικά μου/ Δεν είναι για μένα». Γίνεται σαφές ότι τελικά ο δρόμος της οικείωσης «όλων αυτών των δικών της» που «δεν ήταν για κείνην» υπήρξε και συνεχίζει να είναι η τέχνη της ποίησης. Συνεπώς, η ποίηση δεν είναι μόνο ο τρόπος της να ανατέμνει την πραγματικότητα (όπως ήδη αναφέραμε), μα είναι ο τρόπος της να ανασαίνει και να απελευθερώνεται. Θα λέγαμε ότι είναι η πρότασή της για τη ζωή.
Στην Προσωπική Γεωγραφία ο λόγος της μεταδίδει μια διακριτική στην έκφρασή της, ντροπαλή σχεδόν, μα ισχυρή συγκίνηση. Όπως σημειώνει η ίδια, «Μπήκαμε στο καθιστικό των συναισθημάτων», (Βίκτωρ). « …Μια αδιόρατη εμμονή αγάπης» (Δακτυλόριζα) διαπερνά το σύνολο της ενότητας που περιέχει κάποια από τα ωραιότερα ποιήματα της συνολικής διαδρομής της. Ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνει η κραταιά, διαρκώς αναγεννώμενη φύση: ζώα, πουλιά, λουλούδια και φυτά, νερά, ουράνια σώματα, φως και σκοτάδι. Τα αντικείμενα, από την άλλη, υποδηλώνουν πολύ περισσότερα από όσα οι χρήσεις τους. Τέλος, κεντρική σημασία έχει η εξομολόγηση του αφομοιωμένου πλέον πένθους για τις πιο μεγάλες προσωπικές και συλλογικές απώλειες: η αποδοχή του πολύτιμου πόνου κρατά ζωντανή την αγάπη και εγγυάται τη συνέχεια, τη διάρκεια.
ΣΑΝ ΚΑΤΟΙΚΙΔΙΑ ΤΟΥ ΤΩΡΙΝΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ
Η θλίψη ξετυλίχτηκε
Από τα πράγματα
Τυχαία
Όπως το μαντζούνι του μουγκού Σιερκέττη
Ανάμεσα στις πορσελάνες στη σουβάντζα
Και τις κούκλες
Γραμμή δίπλα στα πιάτα
Μέσα στη σάλα με τη μεγάλη κάμαρα
Όταν ηχούσε η φωνή του Περικλή του παγωτάρη
-Γαλάτου παγωτό
Τριανταφύλλου παγωτό
Γέμιζε η αυλή παιδιά
Γυάλινοι ήχοι
Και θολές φιγούρες
Φούσκωνε η σκιά τριαντάφυλλα σπασμένα
Πίσω της
Έτσι όπως έπεφτε η σκιά
Είδα θαρρώ τη μάνα
Κάπως να μου χαμογελάει
Με τους ώμους σκυφτούς
Από μια θλίψη απροσδιόριστη
Εκεί που ανθίζουν οι ακακίες
Από την «Κατοχική εποχή» (Διογένης, 1979), την πρώτη ποιητική συλλογή της, μέχρι και τα «Αμοντάριστα πλάνα» η Φροσούλα Κολοσιάτου διακρίνεται σταθερά για το ποιητικό της ένστικτο, την τόλμη, την ειλικρίνεια της. Συνδυάζει τον πρωτότυπο ελεύθερο στοχασμό με έναν αρχέγονο εγγενή λυρισμό: Ο μύχιος παλμός της εκπέμπεται προς τον Κόσμο από εποχή σε εποχή αποζητώντας τη συνάντηση, τον διάλογο, την κατανόηση. Η ποίησή της στρέφεται προς εμάς.
Ενέχει πάντοτε τον κίνδυνο του λάθους ή και της αυθαιρεσίας να αποδίδουμε στους δημιουργούς προθέσεις. Αναπόφευκτα, όμως, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο συχνά προσεγγίζουμε την Τέχνη. Η ποίηση της Φροσούλας Κολοσιάτου αν και απέχει από τον διδακτισμό, θέτει ευκρινώς το ηθικό αίτημα, όμως, δεν περιορίζεται σε αυτό. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι η ποιήτρια πρεσβεύει έναν «αισθητικό» Ανθρωπισμό. Έναν Ανθρωπισμό που συμπεριλαμβάνει όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, του ζωτικού της χώρου και που δεν αρκείται στο «ηθικά σωστό» ή το «λογικά ορθό» μα αποζητά συγχρόνως αυτό που συγκινεί, που διεγείρει τις αισθήσεις, το ωραίο. Με τον ιδιαίτερο τρόπο της μας παροτρύνει να ελέγξουμε τα δικά μας αμοντάριστα πλάνα, να αντέξουμε την αλήθεια τους, να διεκδικήσουμε χωρίς ενδοιασμούς το δικαίωμά μας στην ελευθερία και την ομορφιά, σε όλα όσα δίνουν νόημα στη ζωή.