ΧV. Πρελούδιο στο Βερντέν
«Το λυρικό όραμα του πολέμου που είχε βοηθήσει τους άνδρες να ξεκινήσουνε, δεχόταν ένα προδοτικό ταρακούνημα που το έκανε να τρεκλίζει. Ο πόλεμος έπαιζε στους πολεμιστές ένα άσχημο παιχνίδι, να μη μοιάζει μ’ εκείνη την εικόνα του που είχανε πάρει μαζί τους. Σύντομα οι άνδρες βλέπουν να επιβάλλεται πάνω τους η ιδέα της διάρκειας και της υπομονής».
(Ένα εκατομμύριο άνδρες)
[…] Όσο για τους στρατιωτικούς αρχηγούς μαθαίνανε, ψηλαφώντας το σώμα τους με ανησυχία, δαγκώνοντας τα χείλη τους για να σιγουρευτούνε ότι δεν είναι κοιμισμένοι, την αβυθομέτρητη νεωτερικότητα ενός γεγονότος το οποίο είχανε ετοιμάσει με την ησυχία τους, αλλά που καθόλου δεν είχανε συλλάβει: έναν πόλεμο που θα γινόταν από εκατομμύρια άνδρες.
Ανακαλύπτανε τις φυσικές ιδιότητες, που προηγούνται και είναι σχεδόν αδιάφορες, σε κάθε στρατηγική, του ενός «εκατομμυρίου άνδρες»: την ρευστότητά του, την ικανότητά του να επιδιορθώνει επί τόπου τις τρύπες που του κάνουν. να τυλίγει, να αγκαλιάζει, να καταπίνει, να αμβλύνει την αιχμή που το διαπερνά‧ να διπλώνεται κάτω από το χτύπημα, να λυγίζει χωρίς να σπάει‧ ν’ απλώνεται, σα λιωμένο μέταλλο[1] διασχίζοντας μια ολόκληρη περιοχή για να στήσει ένα σύνορο προσωρινό και ζωντανό, επειδή το «εκατομμύριο άνδρες» δικαιωματικά ανήκει στην ίδια τάξη μεγέθους όπου ανήκουν διαστάσεις Κρατών‧ ανακαλύπτανε την ευκολία που έχει να γραπώνεται στο έδαφος, να κολλάει στα παραμικρά εξάρματα, να σκάβει σχεδόν ακαριαία με το εκατομμύριο ζευγάρια χέρια του μία συνεχόμενη ουλή όπου εγκαθίσταται σαν ψώρα, και κατά μήκος της οποίας αρχίζει να παράγει προς τα πρόσω κάτι σαν τρεμούλιασμα φωτιάς, κάτι σαν κραδασμό θανάσιμο. σαν κάτι το απονενοημένο, το καυτό, που δεν αγγίζεται, να γινότανε μία από τις φυσικές γραμμές του εδάφους. Τότε ο ρόλος του αρχηγού δεν ήταν άλλος από το να δρομολογεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο μέχρι τα τελευταία τεντώματα αυτού του πλήθους, τρόφιμα, πολεμοφόδια, διαταγές μιας απλότητας στοιχειώδους, και καινούργιους άνδρες για να αντικαταστήσουν, στα σημεία τα οποία αυτοϋποδεικνύονται, τους κατεστραμμένους άνδρες.
Κάνανε κι άλλες ανακαλύψεις. Συνειδητοποιούσανε ότι το υλικό που είχανε φανταστεί και κατασκευάσει σε αφθονία, για να επιτύχουν με την μικρότερη δυνατή καθυστέρηση να βουλιάξουνε, να κατατροπώσουνε και να τρέψουνε σε φυγή τον εχθρό, έκρυβε μια δύναμη μεγαλύτερη από τη δύναμη που είχε να προκαλεί σοκ. Τα κανόνια ταχείας βολής και τα πολυβόλα, σφυροκοπούσανε, μάταια, χαρακώματα[2] που είχανε δημιουργηθεί μόλις σε εικοσιτέσσερις ώρες. Αλλά μπορούσανε, με βεβαιότητα, να τσακίσουνε μια έφοδο, να γεμίσουνε με πτώματα σε μερικά λεπτά, το κενό διάστημα ανάμεσα στις γραμμές και ακόμη κι αν έπρεπε να ξαναρχίσουνε δέκα φορές, κουραζόντουσαν πάντα λιγότερο γρήγορα από τον επιτιθέμενο.
Οι αρχηγοί ανακαλύπτανε ακόμη ότι αν, για να επιτεθούνε και να’χουνε μια πιθανότητα να νικήσουνε, καμιά σπανιότητα ματιέρας, καμιά τεχνική τελειότητα εργαλείου δεν ήτανε υπερβολική, δεν έφτανε για να αμυνθούνε‧ αντίθετα, οι πιο αθώες ματιέρες, πράγματα που τα βρίσκεις παντού, πονηριές παλιές όσο και ο κόσμος, αξεσουάρ της πιο ταπεινωτικής απλότητας, δείχνανε κραυγαλέα την χρησιμότητά τους: απλά φτυάρια για το σκάψιμο της γης‧ σάκοι, κασόνια, γεμάτα με σβώλους και χαλίκια ‧ κλαδιά που είχανε πατικωθεί μέσα σε χυλό νερού και άργιλου‧ σιδερένια πλέγματα κηπουρών με μυτερές άκρες για να τρυπάνε.
Αλλά δεν είχανε υποταχθεί αμέσως στην ανάγκη να συναγάγουν τα συμπεράσματα των ανακαλύψεών τους. Λέγανε μεταξύ τους ότι αυτό που τους είχε λείψει από την αρχή, ήτανε η ικανότητα να καταφέρουν το χτύπημα, η πρακτική εξάσκηση στις καινούργιες δυσκολίες και το μέτρο τους‧ ότι δεν είχανε παρά να πεισματώσουνε λίγο ώστε ο πόλεμος της κινητικότητας να βγει από το χαντάκι με το χυμένο μέταλο μέσα στο οποίο είχε την ατυχία να βυθιστεί από μιας αρχής σχεδόν, και να διεκδικήσουν το προβάδισμά τους οι μέθοδοι της Σχολής[3]. Οι ίδιοι οι Γερμανοί, που μόλις είχαν δώσει το παράδειγμα πώς να σφηνώνουνε μια στρατιά μέσα στο χώμα και ν’ απλώνουνε αιφνιδιαστικά, σε μήκος εκατοντάδων χιλιομέτρων ένα απροσπέλαστο σύνορο φωτιάς, παρατηρήσανε ότι τους έμενε στα δεξιά τους, προς το πλευρό της θάλασσας, ένα διάστημα ελεύθερο, μια ολόκληρη πεδιάδα που δεν ήταν εμποδισμένη από στρατιώτες. και ότι χωρίς να χαλάσουνε τίποτα από το κομμάτι εκατομμύριο άνδρες τους, που ήτανε σφηνωμένο, είχανε ακόμη στη διάθεσή τους από το «εκατομμύριο άνδρες» κομμάτια τα οποία επαρκούσαν για να τα ρίξουνε μέσα σ’ αυτό το κενό και να ξεκινήσουνε και πάλι, στ’ αριστερά του εχθρού τη μεγάλη μανούβρα του περικυκλώματος. Καθώς ήθελαν να κάνουν αυτήν την επιχείρηση χωρίς να ενοχληθούν, φροντίσανε να δώσουνε στ’ Ανατολικά[4], στην άλλη πλευρά της πατρίδας τους, ένα σφοδρό στραπάτσο στο ρωσικό ρύγχος (museau russe), για να υποχρεωθεί η άνευρη αυτοκρατορία μαμούθ να παραμείνει ήσυχη όσο χρειαζόταν.
Αλλά ο γαλλικός στρατός, αφού δεν ήτανε νεκρός, δεν είχε κανέναν λόγο να πεισθεί να γυρίσει. Έχοντας τώρα πυκνώσει τις γραμμές του με μια αρκετή ποσότητα Άγγλων, είχε κι εκείνος την δυνατότητα να κυλήσει σα λυωμένο μέταλλο μέχρι τα παράλια του Βορρά. Συνέβη αυτό το οποίο οι στρατιωτικοί αναλυτές, μέσα στη νοσταλγία τους της ιδιοφυίας και της κινητικότητας, ονομάσανε φυγή προς τη θάλασσα[5], η οποία όμως δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά μια άλλη επίδειξη των καθαρά φυσικών ιδιοτήτων του «εκατομμυρίου άνδρες», και τίποτα περισσότερο από δύο είδη ελαστικών τραβηγμάτων μιας παχύρευστης μάζας, όπου το ένα τράβηγμα γεννούσε το άλλο και τα οποία προσείλκυαν και κατηύθυναν το ένα το άλλο, συρρικνώνοντας σταδιακά την απόσταση που είχαν πιάσει σαν με τανάλιες ανάμεσά τους, ενώ δεν περίμεναν παρά να έρθουν σ’ επαφή για να πήξουνε το ένα μέσα στο άλλο.
Έβλεπε λοιπόν κανείς τότε ένα θέαμα[6] που δεν είχε δει ακόμη άνθρωπος, δυο τεράστιες στρατιές εντελώς αντιμέτωπες η μια με την άλλη, πολύ ανυπόμονες να τελειώνουν, αλλά ανίκανες να κάνουν την παραμικρή κίνηση.
Η, το λιγότερο, η ενέργεια από την οποία ξεχειλίζανε, και με την οποία δεν σταματούσαν να τους επαναφορτώνουν δεν μπορούσε να καταλήξει παρά σε ζυγιάσματα που έβρισκαν την ισορροπία τους αμέσως, σε επιτόπιους σπασμούς, και σε εντάσεις μυώνος ενάντια σε μυώνα, όπως στις φάσεις των αγώνων πάλης όπου τα δύο σώματα μοιάζουν παγωμένα, κουκουλωμένα μέσα στην οργή.
Είναι αλήθεια ότι εδώ είχε να κάνει κανείς όχι με μια επαφή όπως αυτή ανάμεσα σε δύο γυμνές σάρκες, αλλά με το πλησίασμα δύο επιφανειών χωρίς ανθρώπινη παρουσία[7], σιδερόφρακτων με αιχμές, που ιδρώνανε φωτιά και σκουριά. Κορ α κορ[8] παράδοξο, όπου το πιο δύσκολο ήτανε να καταφέρουνε ν’ αγγιχτούνε.
Καθένας απ’ τους δύο παρτενέρ πίεζε τον άλλον, χωρίς να κατορθώνει να τον αρπάξει πραγματικά, και ακόμη λιγότερο να τον κάνει να κουνηθεί. Παρ’ όλα αυτά υπήρχε σ’ αυτήν την ακινησία κάθε είδος περιπέτειας: προσποιήσεις, πλαστές ανάπαυλες, απόπειρες αιφνιδιασμού‧ υπήρχαν στιγμές σαν κι αυτές όπου, και μόνο από το μαλακό άφησμα ενός μυώνος για την οποία ο απέναντι μυώνας προειδοποιείται πάραυτα, η γλυκύτητα μιας ανακωχής υποδηλώνεται με ντροπαλοσύνη.
Θεατρικές εκδηλώσεις αδιαφορίας: «Είσαστε άνετα εκεί; Δε βιαζόσαστε, δεν ειν’ έτσι, ούτ’ εμείς. Αυτή η ιστορία μπορεί να τραβήξει σε μάκρος χωρίς να μας νοιάξει καθόλου. Δεν έχουμε την πρόθεση να κουραστούμε χωρίς να υπάρχει λόγος. Όταν βαρεθείτε, μας το λέτε».
Ξαφνικά σκληραίνουνε τη στάση τους‧ μικρές ωθήσεις σε σημεία που δεν το περιμένει κανείς, όχι με την ελπίδα, να κλονίσουν σοβαρά τον αντίπαλο, αλλά, έτσι, για να τον πειράξουνε, να πιάσουνε πάνω του κάποια κόπωση τοπική αλλά που θα σημαίνει κάτι‧ ή ακόμη, να τον αναγκάσουμε να κάνει πίσω ένα τόσο δα, μόνο και μόνο για να τον κάνουνε να πάρει μια θέση λίγο λιγότερο άνετη. […]
[1] σ.τ.μ. coulure, στο κείμενο: το τμήμα του μετάλου που χύνεται μέσα από τους αρμούς καλουπιού, όταν γίνεται η τήξις.
[2] σ.τ.μ. ατελείωτη αντοχή στον πόλεμο των χαρακωμάτων, δηλ. στην άμυνα, πλήρης αδυναμία στον πόλεμο κίνησης και εφόδου, δηλ. στην επίθεση. Γι’ αυτό μείνανε κολλημένοι και οι μεν και οι δε σ’ εκείνη την κόλαση.
[3] σ.τ.μ. Μάλλον, ο συγγραφέας αναφέρεται στη Στρατιωτική Σχολή του Saint-Cyr, στην Βρετάνη.
[4] μάχες του Tannenberg (27-30 Αυγ. 1914) και των λιμνών Mazures (8-10 Σεπτ. 1914).
[5] course à la mer: μάχες του Yser και του Ypres (Νοε.1914) όπου η επιμονή του Foch ανάγκασε τον Falkenhayn να σταματήσει την επίθεση.
[6] από τότε αρχίζει ο πόλεμος των θέσεων (guerre de position, 1915-1917).
[7] σ.τ.μ. οι ποσότητες ανθρώπων μετατρέπονται σε μη ανθρώπινα μεγέθη, κάποιου χ ψ πράγματος.
[8] corps à corps, σώμα με σώμα
Σημείωμα
Jules Romains, 1885-1972, ο μεγάλος στοχαστής, ο σεμνός διανοητής με την κατακλυσμιαία οξυδέρκεια, δημιουργός του σημαντικότερου roman-fleuve της Γαλλικής λογοτεχνίας, Les Hommes de Bonne Volonté, 27 τόμοι, όπου με βελούδινη γλώσσα, εκφραστική δύναμη που πολλές φορές συντρίβει, δημιουργεί την εξαιρετική, απόλυτη tapisserie των χρόνων 1908-1933 όσον αφορά την Γαλλία αλλά και την Ευρώπη. Και το κάνει μ’ έναν βαθύ ανθρωπιστικό τρόπο, ρεαλιστής μέχρι και τον νατουραλισμό κάποτε, με σατιρικά περάσματα, με συμπάθεια για το αιώνιο λάθος που είναι ο άνθρωπος, και τον όλο ζωντάνια και ελπίδα ενθουσιασμό των ιδεολογιών που είχαν τότε ακόμη ικμάδα ζωής μέσα τους… Μα ακόμη δεν είχε συντρίψει την Ανθρωπότητα το ολοκαύτωμα του Εβραϊκού Λαού – ή ακριβέστερα δεν είχε προσπαθήσει να την συντρίψει. Ο Jules Romains, ακαδημαϊκός από το 1946, είναι ο εισηγητής της πολύ σημαντικής θεωρίας του unanimisme, ανάλυση της συλλογικής ανθρώπινης ψυχής, η οποία εικονογραφείται πολύ εύστοχα στο παρατιθέμενο απόσπασμα και πάει πολύ μακρυά στο να ερμηνεύσει το φαινόμενο «πόλεμος». Βλέπουμε σ’ αυτές τις λίγες παραγράφους πως ένα εγχειρίδιο πολεμικής τακτικής, διαφωτίζεται, εμπλουτίζεται αλλά και ακυρώνεται με την εφαρμογή της προσέγγισης του unanimisme. Ο πόλεμος των χαρακωμάτων αναδεικνύεται σε όλη του τη φρίκη, την αδυναμία, την αποτυχημένη, εύθραυστη ανθρωπιά. Απορρίπτονται τα εγχειρίδια πολεμικής τέχνης, τακτικής. Στρατός, στρατιά, στρατιώτες. Πράγματι ψυχές, μία ψυχή, με απειρία δυνατοτήτων, μεταλλάξεων, διαθέσεων. Ίσως θα πρέπει να ξαναδούμε το θέμα. Ειδικά τώρα, εν όψει πολέμου.
Η μετάφραση αυτή, σχεδόν πολεμικό κατόρθωμα, έγινε από το βιβλίο, Jules Romains, Les Hommes de Bonne Volonté, extraits, Éditions Classiques Larousse, Paris, 1954
Μαρία Τσάτσου