Στην βιβλιοπαρουσίαση μου για τα Τεταρτημόρια, μια προηγούμενη συλλογή του Πασχάλη Κατσίκα, έγραφα:
«Πρόκειται εντέλει για μια ποίηση ώριμη και λυρικά εύστοχη. Μια ποίηση τολμηρή που προκαλεί συγκινήσεις και εντάσεις. Η υπαινικτικότητα και οι χαμηλοί τόνοι αναδεικνύονται για άλλη μια φορά σε βασικούς όρους της γλωσσικής και εικαστικής εκφραστικής δύναμης του ποιητή. Η ειλικρίνεια των συναισθημάτων, η δύναμη και η ένταση του ποιητικού λόγου, πάνω από όλα το εναγώνιο αίτημα για μια γραφή απαλλαγμένη από παροξυσμούς και λογοτεχνικούς καθωσπρεπισμούς τοποθετούν τα «Τεταρτημόρια», αν και πρωτόλειο, στο επίκεντρο της σύγχρονης ποιητικής γραφής στην Ελλάδα. Τα Τεταρτημόρια εμφανίζουν μια νέα και τολμηρή ποιητική γραφή, περιμένω με ενδιαφέρον να δω την εξέλιξη.»
Γράφω, λοιπόν, εδώ σήμερα για την εξέλιξη αυτή, για τα 37 ποιήματα που περιλαμβάνονται στα Κόκκινα πουλιά του Πασχάλη Κατσίκα, που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2022 από τις καλαίσθητες εκδόσεις ΔΡΟΜΩΝ, με την ακουαρέλα του πρόωρα χαμένου Γιάννη Δημητράκη στο εξώφυλλο. Τολμώ να πω πως η εξέλιξη μάς έχει δικαιώσει όλους στις αρχικές μας προσδοκίες. Η νέα αυτή ποιητική συλλογή, πιο ώριμη γλωσσικά, πιο δεξιοτεχνική ποιητικά, πιο διευρυμένη θεματικά, πιο δεμένη λειτουργικά έρχεται να αναδείξει ένα νέο, ανανεωμένο, πιο βασανισμένο και κατασταλαγμένο ποιητικό εγώ και να μας μεταφέρει με τα κόκκινα φτερά των πουλιών σε ενδιαφέροντες ποιητικούς χώρους και τόπους.
Θα ξεκινήσω με τον αγαπημένο ποιητικό χρόνο του Κατσίκα. Που είναι η νύχτα που αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο υφαίνει πολλά από τα ποιήματα της συλλογής ο ποιητής όπως ΤΑ Σ’ΑΓΑΠΩ, Τ’ ΑΧΝΑΡΙΑ ΣΟΥ, ΟΙ ΠΡΟΝΥΜΦΕΣ, ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΟΥΛΙΑ, ΟΙ ΑΡΑΧΝΕΣ, ΤΟ ΦΩΣ, Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ, Η ΓΡΑΒΑΤΑ.
Νύχτες που είναι ζοφερές, γκρίζες γεμάτες όνειρα, οικειοθελείς πτήσεις, θαλάσσια ερπετά, παραληρήματα κόκκινων πουλιών και φτερά αγγέλων.
ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΟΥΛΙΑ
Μια ζοφερή νύχτα ονειρεύτηκες κόκκινα πουλιά
μέσα σε παραλήρημα
σκέπασαν άξαφνα με κρότους έναν ακάνθινο ουρανό
Από τότε κοιμάμαι μ’ εκείνα τ’ αγκάθια
καρφωμένα στον φάρυγγα
ουρλιάζω στα φλαμίνγκο σου ν’ αποδημήσουν
Βασικό θέμα και αυτής της συλλογής ο έρωτας, παρών ήδη από το πρώτο ποίημα. Ένας έρωτας που προσωποποιείται (Κοιμάται ο έρωτας στην άμμο/ ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΛΕΞΗ, σ. 9) ή αναπαρίσταται μεταφορικά ως νόστιμο έδεσμα (Αν δεν καταβροχθίσουμε μαζί τουλάχιστον ένα σ’ αγαπώ/ ΤΑ Σ’ΑΓΑΠΩ, σ. 13). Ένας έρωτας άλλοτε σαρκικός και γεμάτος ηδονή (Ύστερα από τα σατέν βλέμματα/ τα αιχμάλωτα χάδια/ τα υγρά με απόκρυψη αποτυπώματα/ τους ανεπιτήδευτους οργασμούς/ ΥΣΤΕΡΑ, σ. 14), άλλοτε υπαινικτικός (Ας είμαι μόνο μια λακκούβα στο μαξιλάρι/ το πρωί σαν ανοίγεις τα μάτια/ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ, σ. 10), άλλοτε εξομολογητικός (Ευτυχώς με αγκυλώνεις στην πραγματικότητα/ μένω υπόχρεος που σ’ αγαπώ/ ΑΓΓΙΣΤΡΟ, σ.11), άλλοτε αισθαντικός (Όσο κι αν νίφτηκα/ η νοητή οσμή δεν λέει να ξεθωριάσει/ ΤΟ ΑΡΩΜΑ, σ. 12)
Με αφορμή το ποίημα αυτό να σχολιάσω ότι παρούσες στη συλλογή είναι όλες οι αισθήσεις, επιτείνοντας το λυρικό αποτέλεσμα μα ξεχωρίζει η όσφρηση και η ακοή: Και ας ξεκινήσω με την όσφρηση την εντονότερη από όλες τις αισθήσεις. Λένε ότι οι οσφρητικές μνήμες αποθηκεύονται σχεδόν αυτούσιες στα δεδομένα του εγκεφάλου. Επομένως, οι αναμνήσεις που συνδέονται με μυρωδιές είναι πιο ξεκάθαρες στον ανθρώπινο νου και διεγείρουν πιο έντονα συναισθήματα στο άτομο. Διαβάζουμε στη συλλογή:
«Η νοητή οσμή δεν λέει να ξεθωριάσει» ΤΟ ΑΡΩΜΑ, σ. 12, μυρίζουμε σχεδόν το «κομμένο χορτάρι» στο ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ, σ. 10 και τη «μυρωδιά από λιβάνι» στις ΑΡΑΧΝΕΣ, σ. 33.
Ακούμε «στα καλάμια το τιτίβισμα» Τ’ΑΧΝΑΡΙΑ ΣΟΥ, σ. 16, τα «Μακρινά ταμπούρλα της νιότης» που «ηχούν σε κάθε στάλα βροχής» ΜΠΟΥΓΕΛΑ, σ. 21, «τον ήχο της σκαπάνης» στο ΦΩΣ, σ. 34, «τον επιθανάτιο ρόγχο» στο ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΕΡΑ, σ. 40.
Ως γλωσσολόγος δεν θα μπορούσα να μην κάνω ιδιαίτερη αναφορά στη γλώσσα της συλλογής και πιο συγκεκριμένα σε εκείνους τους ρηξικέλευθους συνδυασμούς λέξεων που καταλήγουν σε έντονη εικονοποιία, και είναι συχνά μεταφορικοί, άλλοτε μετωνυμικοί ή γεμάτοι αντιθέσεις: σατέν βλέμματα! Πώς είναι ένα σατέν βλέμμα; Απαλό; Αισθαντικό; Αιχμάλωτα χάδια, εύγλωττη αφωνία, κόκκινη ανάσα, καταιγίδα από ποδήλατα, γέλια κοφτερά, ξέσκιζα ποιήματα, καφτάνι από όνειρα ραμμένο, δαμάσκηνο τα χρώματα της μέρας, θλιμμένη λέξη. Δίπολα και φράσεις σαν και αυτές, που φτάνουν τη γλώσσα στα όρια της ή και τα ξεπερνούν, αναδεικνύουν τη μεγάλη πορεία που διένυσε ο Κατσίκας προς τον έλεγχο του γλωσσικού υλικού του και τη χρήση του ως βασικού εργαλείου για το αισθητικό και αισθαντικό αποτέλεσμα. Είναι μια γλώσσα που διακρίνεται από την ανταπόκριση της σημασίας στον ήχο και τη μορφή, παντρεύοντας το σημαίνον και το σημαινόμενο και είναι κατά τη γνώμη μου ένα από τα χαρακτηριστικά που δίνει βάθος στην ποίησή του. Γιατί ο Κατσίκας, μας παίρνει από το χέρι με τις λέξεις του, και σαν σε διαδικασία μύησης, μας βάζει να δούμε τον κόσμο από την ποιητική σκοπιά του. Έτσι δημιουργεί νέες σημασίες, νέες σημάνσεις, νέες συνάψεις λέξεων, που οδηγούν σε νοητικά προκλητικούς συνειρμούς, και σε αναδιαπραγμάτευση της αρχικής σημασίας των λέξεων που χρησιμοποιεί.
Ας κλείσω με τον σχολιασμό του παρακάτω δίστιχου που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση:
«Ας είμαι μόνο μια λακούβα στο μαξιλάρι
Το πρωί σαν ανοίγεις τα μάτια»
από το ποίημα ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ, σ. 10. Πρόκειται, για μένα για μια δεξιοτεχνική χρήση της μετωνυμίας, όπου το αποτύπωμα σε ένα άψυχο αντικείμενο, το μαξιλάρι, χρησιμοποιείται αντί για το ερωτικό υποκείμενο, δίνοντάς μας ταυτόχρονα μια γεύση απουσίας.
Εν κατακλείδι, η συλλογή τα Κόκκινα Πουλιά μας έδειξε πως ο Πασχάλης Κατσίκας παρόλο που συνθέτει ποίηση γύρω από τις ίδιες θεματικές που προσέγγιζε και στις προηγούμενες τρεις ποιητικές του συλλογές, διένυσε μια όμορφη πορεία προς την ποιητική ωριμότητα και μας εξέπληξε με την γεμάτη μαεστρία χρήση της γλώσσας και τη ρηξικέλευθη εικονοποιία του χαρίζοντάς μας συγκίνηση, όνειρο και συναίσθημα.
Η Ζωή Γαβριηλίδου είναι Καθηγήτρια Γλωσσολογίας, Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Φοιτητικής Μέριμνας του Δ.Π.Θ.