ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΜΟΙ
I can‘ t breathe
Το τραμ! Αχ , το πρόλαβε. Βρήκε και θέση. Τοποθέτησε την υφασμάτινη τσάντα πάνω στα πόδια της και άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης .
Γιατί ; Διότι πρόλαβε το τραμ . Το έπαιρνε κάθε φορά που πήγαινε για κάποια ψώνια στη Γλυφάδα αρκετά μακρύτερα από τη γειτονιά της στο Μοσχάτο θέλοντας αλλαγή , να δει τη θάλασσα ,
να κάνει με την ευκαιρία αυτή και μια βόλτα , να χασομερήσει λίγο ακόμα έξω απ΄το σπίτι που ήταν πια κλεισμένη και να χαζέψει τους άλλους . Είχε απολυθεί από την τεχνική – κατασκευαστική εταιρία στην οποία εργαζόταν ως γραμματέας λόγω της κρίσης και έτσι ζούσε τώρα όπως μια απλή νοικοκυρά .
Σιγουρεύτηκε λοιπόν ότι θα επιστρέψει στην ώρα της για να μαγειρέψει και ανάσανε για δεύτερη φορά ανακουφισμένη . Βέβαια , πέρασε από το μυαλό της πάλι , ενώ το τραμ διέσχιζε τη λεωφόρο και όταν τέλειωνε τις δουλειές και πήγαινε να ξαπλώσει μόλις ακούμπαγε το κεφάλι της στο μαξιλάρι πάλι αναστέναζε , ίσως λίγο διαφορετικά όμως σ’ αυτή την περίσταση , παραδέχτηκε .
Το θέμα αναπάντεχα άρχισε να την απασχολεί και να της δημιουργούνται ερωτήματα σε σχέση με την ανάγκη αυτή να βγάζει από τα πνευμόνια της ή και από πιο βαθιά ακόμη με δύναμη και συχνά μεγαλύτερη ποσότητα αέρα σα να είχε παρακρατηθεί μέσα της από κάποια κακή ρύθμιση όχι απλώς της αναπνοής , αλλά όλης της οικονομίας και διαχείρισης του εσωτερικού της κόσμου . Σαν να μην διέθετε την αυτονομία του και τους δικούς του νόμους λειτουργίας αυτός ο χώρος αλλά να ήταν ένα τυχαίο συμπλήρωμα κάποιου ευρύτερου χώρου ίσως του σπιτιού , της κοινωνίας , του νεοφιλελεύθερου οικονομικού συστήματος των οποίων η αναπνοή και ο τρόπος λειτουργίας ήταν σαφώς ισχυρότερα από τον δικό της.
Αν ” ανέπνεε ” και ήταν παραγωγικό το σύστημα , πιθανόν να άφηνε στη διάθεσή της κάποια κυβικά αέρα ακόμη για τις δικές της ανάγκες παρατήρησε έκπληκτη και η ίδια με τις σκέψεις της .
Της ήρθαν στο νου και τα λόγια του πρώην αφεντικού της . ” Προέχει η οικονομία όλοι εμείς για να την στηρίξουμε θα δεχτούμε θυσίες , όσες χρειαστεί , το καταλαβαίνετε ; Κι έτσι βρέθηκε με τους απολυμένους . Τους ” θυσιασμένους ” σκέφτηκε με πίκρα .
Το τραμ περνούσε τώρα μπροστά από κάτι φοίνικες αλλά αυτή τη φορά δεν τους καμάρωσε όπως έκανε άλλες φορές .
Η αναπνοή της άρχισε να επιταχύνεται χωρίς να κατανοεί την αιτία. Σε λίγα λεπτά θα βρισκόταν στο σπίτι της . Σα να τρόμαξε σ’ αυτή τη σκέψη κάπως και χωρίς να το καταλάβει πετάχτηκε από τη θέση της , πήρε τα πράγματα που είχε αγοράσει και πάτησε το κουμπί της στάσης .
Κατέβηκε πριν φτάσει στο σπίτι . Ήταν στην παραλιακή λεωφόρο ακόμη. Η θάλασσα μπροστά της περίμενε την καταιγίδα μ’ αυτή την ανήσυχη ηρεμία που τη διακρίνει πριν την έλευσή της .
Απέναντι ήταν τα cafe . Προχώρησε ολόισια σ ‘ένα από αυτά και μπήκε μέσα θέλοντας ν’ αποφύγει
την υγρασία του Νοέμβρη . Κάθησε σε μια κομψή πολυθρονίτσα. Στο τραπεζάκι υπήρχε ένα λεπτούτσικο ανθοδοχείο με ένα κίτρινο χρυσάνθεμο . Όταν έφτασε η παραγγελία με το τσάι της και
τα γνωστά φακελάκια της ζάχαρης , ένοιωσε μια ενόχληση . Πάντα νοσταλγούσε μια όμορφη πορσελάνινη λευκή κατά προτίμηση ζαχαριέρα να λάμπει στο χώρο . Σήμερα με όλη αυτή τη συννεφιά γύρω της σίγουρα θα έδινε έναν επιθυμητό τόνο φωτός . Άς ήταν και σομόν . Της άρεσε .
Ας είναι , όλα αλλάζουν χωρίς κανένας να μας ρωτάει .
Το βλέμμα της έψαχνε ολόγυρα για διαφυγές .Το φλιτζάνι με το τσάι , ζεστό , της πρόσφερε μια ευχάριστη υγρασία αν και όχι τόσο ισχυρή , όσο τη χρειαζότανε .
Που έμεινε ; Α , στις αναπνοές . Ναι . Της ήρθε η εικόνα του άντρα της . Του Στέφανου . Είχε άραγε εκείνος τέτοιο πρόβλημα ; Δεν είχε προσέξει κάτι ανάλογο. Πάντα ευθυτενής σαν στρατιωτικός που ήτανε , όταν τη φώναζε με τ’ όνομά της ή και όταν μιλούσε, η αναπνοή του ήταν κανονική , η φωνή του σταθερή , ίσως οφειλόταν στην εκπαίδευση που είχε συμπέρανε .
Δεν ήταν σαν τη δική της που λες και είχε μια βαλβίδα όπως οι χύτρες ταχύτητας και συσσώρευε την πίεση. Δεν τον είχε ακούσει ν’ αναστενάζει ποτέ, ούτε από ανακούφιση ούτε από παράπονο.
Είχε αντιληφθεί άραγε τι συνέβαινε με τη δική της αναπνοή; Πόσο συχνά κατέφευγε σε αναστεναγμούς κάθε είδους;
Άνοιξε άλλο ένα φακελάκι ζάχαρη και αποτέλειωσε το τσάι της αργά αργά . Άρχισε να χαλαρώνει.
Η γλυκιά γεύση του της έφερε μια σχετική ηρεμία .
Επέστρεψε στο σπίτι με τα πόδια . Με το που μπήκε , άφησε απρόσεκτα τη τσάντα στο πάτωμα και σωριάστηκε στον καναπέ . Το κεφάλι της ήταν άδειο και μηδενισμένη η θέλησή της .Τα ψώνια σκορπίστηκαν : μια βαφή μαλλιών , καινούργιο σφουγγαράκι για το μπάνιο , ένα μολύβι για τα μάτια και ένα μπουκαλάκι κολώνια. Καλλυντικά για μικρομεσαίες δηλαδή. Πιο πέρα όμως άρχισαν να κυλάνε και τα αυγά που αγόρασε την τελευταία στιγμή , παραλίγο να τα ξεχάσει κιόλας , για το αυγολέμονο στη σούπα.
Λευκά και λεία άρχισαν να κυλάνε στο καλογυαλισμένο παρκέ το καθένα σε διαφορετική τροχιά .
Είχαν ξεφύγει από την χάρτινη συσκευασία τους . Της φάνηκαν σαν μικροί πλανήτες που κινούνται
ωθούμενοι από κάποιον άγνωστο νόμο. Ένοιωσε μια παράξενη ηρεμία μπροστά σ’ αυτή την εικόνα. Αναρωτήθηκε για λίγο ποια ήταν η δική της τροχιά και μ ‘αυτή την απορία σαν ν’ αποκοιμήθηκε . Έτσι όπως ήταν, με τα χέρια ανοιχτά και ακουμπισμένα στα πλαϊνά στηρίγματα του καναπέ και τα πόδια κρεμασμένα να ακουμπούν στο πάτωμα χωρίς κανένα σκοπό .
Όταν άνοιξε η πόρτα αργότερα και μπήκε ο Στέφανος, έκπληκτος από το θέαμα της φώναξε ανήσυχος: ” Λίνα , τι συμβαίνει;”
Έτσι την αποκαλούσε και όχι Ευαγγελία , σε εξαιρετικές στιγμές.
Ένοιωσε την αναπνοή του να γίνεται έντονη . Ο Στέφανος , αν και αιφνιδιασμένος , σίγουρα κατάλαβε ότι θα πρέπει να λύσει ένα αναπάντεχο πρόβλημα. Αυτό την έκανε να χαρεί.