Στο σπίτι στο χωριό, μακρά παραμονή φέτος, κοροναϊός γαρ. Μια που καθόμαστε που καθόμαστε εδώ σχεδόν μόνοι μας, αφού ο τουρισμός εγχώριος και αλλοδαπός δίστασε, και άρα, χωρίς παρέα, μειώσαμε τα έξοδα εκδρομών και ταβερνών, και μια που, κλεισμένοι μέσα από τον Μάρτη, έχουμε αποταμιεύσει τα έξοδα εκδρομών και ταβερνών, είπαμε να επενδύσουμε σε σίτες στα παράθυρα, να μη μας τρώνε τα παλιοκούνουπα, να μη μπαίνουν τίποτα ζούδια, να μπορούμε να ανοίγουμε τα παντζούρια το βράδυ, να έρχεται λίγο το αεράκι, βρε παιδί μου, να μη μας αρρωσταίνει το αιρκοντίσιον.
Και μπήκαν οι σίτες, μια χαρά.
Κι ένα βράδυ, προχτές μπαίνω στην κάμαρη για ύπνο και τι να βρω; Μια νυχτερίδα έκοβε βόλτες ψηλά, στο ταβάνι. Παρέκαμπτε τα μαδέρια, άλλαζε ταχύτατα ρότα μπροστά στους τοίχους, φρρρρ, φρρρρ. Άνοιξα και τις σίτες στα παράθυρα, της φώναξα με ό,τι αποτρεπτικό ήξερα, τσιτ, ξουτ, ντε, ουστ, τίποτα, ξέρω από το δημοτικό ότι ακούνε καλά οι νυχτερίδες, αλλά μάλλον δεν καταλαβαίνουν τον λόγο, από ό,τι φάνηκε.
Κάλεσα και τον άντρα μου να αναλάβει, μαλώσαμε για το ποιος άφησε ανοιχτή την εξώπορτα και μπήκε τούτος ο κορονοϊός, κουνούσαμε και οι δυο τα χέρια μας, ανεβήκαμε στο κρεβάτι μήπως και την πιάσουμε σε κανένα από τα βολ πλανέ της, εμείς κόντεψε κάνα δυο φορές να πέσουμε, αυτή δεν διέκοψε το έντρομο και τρομαχτικό πέταγμά της. Αυξήσαμε την επικράτειά μας στον χώρο με το κοντάρι της σκούπας και με τη σφουγγαρίστρα, μπα, το χάρτινο φωτιστικό βαρούσαμε, πουφφφ, να πετάγεται η σκόνη, η νυχτερίδα φρρρ, φρρρ, ακάθεκτη.
Τέλος πάντων, με τα πολλά, σβήσαμε το φως και συνεχίσαμε τον σκουποπόλεμο, παρακαλώντας να τη φέρει η βόλτα της και τα σκουπο-όπλα μας σε κάποιο από τα παραθύρια, να βγει έξω, να ησυχάσουμε.
Ανάψαμε το φως και είχε φύγει. Ααχχ, δόξα σοι ο θεός. Καθαρίσαμε και τις βρωμιές που πέσαν από τη σφουγγαρίστρα και το φωτιστικό.
Πέρασε η ώρα να μας πάρει ο ύπνος, καθώς θυμηθήκαμε όλες τις παιδικές δοξασίες, που αν μπει νυχτερίδα στα μαλλιά σου πρέπει να σε κουρέψουν γουλί, που μπορεί να σε τσιμπήσει στα αυτιά ή να στα φάει και τέτοια. Και ναι μεν γελάμε με αυτά τώρα, αλλά η απέχθεια έχει μείνει, προφανώς, δεν ήταν μόνο ο θόρυβος από το πέταγμά της που μας ενοχλούσε και παιδευτήκαμε μισή ώρα. Είναι κι αυτό με τον κορονοϊό από την Κίνα, οι νυχτερίδες και οι παγκολίνοι… Κυρίως αυτό…
Το πρωί που μπήκα στο μπάνιο, να την η νυχτερίδα στο παράθυρο, να προσπαθεί να βγει, να περπατεί πάνω κάτω παγιδευμένη στη σίτα που το κλείνει. Ένα τόσο δα πλασματάκι, ένα μικρούλι ποντικάκι που μου φαινόταν να τρέμει κιόλας μετακινώντας τα ελάχιστα ποδαράκια της πέρα δώθε, και οι τρομερές της φτερούγες μια διάφανη σχεδόν μεμβράνη…
Έκλεισα πίσω της το τζάμι και την άφησα να βρει την τρύπα στο πλαίσιο της σίτας, που περιμένουμε, μέρες τώρα, τον αλουμινά να μας το επισκευάσει. Σίγουρα το βρήκε, γιατί μετά που κοίταξα δεν ήταν εκεί.
Αλλά προσέχουμε πια πολύ, δεν αφήνουμε ανοιχτή την εξώπορτα, φοβόμαστε, κι ας είναι οι νυχτερίδες κάτι αξιολύπητα φτερωτά γκαβά ποντικάκια.