Έρωτας στον κάμπο
Το καμπίσιο χωριό δεν είχε να επιδείξει πολλά κλέη στην ιστορία του. Ήταν «τιμάριο» κάποιου στα ύστερα βυζαντινά χρόνια και κράτησε το όνομά του από αυτόν. Έγινε ελληνικό μαζί με σχεδόν ολόκληρη τη Θεσσαλία το 1881 και αυτό ήταν όλο.
Τη δεκαετία του ’60 όμως σε όλα τα χωριά του κάμπου έστηναν αγάλματα και ηρώα, «ίδρυαν» ένα ένδοξο τοπικό παρελθόν, σμιλεύοντας σε μάρμαρο ή μέταλλο τους ξεχωριστούς ήρωες, στρατιωτικούς ή διανοούμενους που θα μπορούσαν στο μέλλον να απεικονίζουν τον ηθικό πλούτο του χωριού, ως παράδειγμα προς μίμησιν.
Τούτο το χωριό όμως, μακελεμένο και στον Εμφύλιο, δεν είχε κάποιον με γενική αναγνώριση να μαρμαρώσει. Ποιος ξέρει, λοιπόν, πώς το σκέφτηκαν, κι έψαξαν και βρήκαν: τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη! Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στα τέλη της ζωής του, παρέλαβε από έναν χωριανό δάσκαλο με τον οποίο, λέει, είχαν υπάρξει φίλοι, και ο οποίος έπαιξε ρόλο στην οργάνωση του αγροτικού κινήματος στην περιοχή, το καταστατικό που αυτός ο πρωτοπόρος δάσκαλος είχε συντάξει για έναν αγροτικό σύλλογο, ένωση 20 αγροτών από το χωριό, οι οποίοι αποφάσισαν την 1-7-1908 ότι:
«Σκοπὸς τοῦ σωματείου τούτου εἶναι ἡ ἐνίσχυσις τῆς γεωργίας καὶ κτηνοτροφίας, ἡ φύτευσις δένδρων παντὸς εἴδους, ἡ ἐπίβλεψις τῆς κτηματικῆς περιουσίας καὶ τῆς δενδροφυτείας, ἡ διοχέτευσις τῶν ὑδάτων ἐντός τοῦ χωρίου καὶ τῆς ὅλης περιφερείας του, ἡ διευθέτησις τῶν ὁδῶν τούτου, ἡ ἀνέγερσις εὐπρεποῦς ναοῦ καὶ σχολείου, ἡ ἀποξήρανσις ἑλῶν, ἡ ἐπέμβασις πρὸς συμβιβαστικὴ λύση τῶν ἑκάστοτε ἀναφυομένων μεταξὺ τῶν κατοίκων διαφορῶν, ἡ συνδρομὴ ἐν περιπτώσει ἀνάγκης εἰς τὴν δημοσίαν ἐξουσίαν πρὸς πρόληψιν καὶ τιμωρίαν τῶν ἀδικημάτων καὶ περιφρούρηση τῆς τιμῆς, ζωῆς καὶ περιουσίας τῶν πολιτῶν καὶ ἐν γένει ἡ ὑπὲρ τῶν κοινωφελῶν ἔργων Κ… μέριμνα τῇ προαιρετικῇ ἀρωγῇ τῶν ἐνταῦθα καὶ ἁπανταχοῦ εὑρισκομένων συμπολιτῶν τούτου, ὡς καὶ παντὸς ἄλλου ἔχοντος τὴν ἀγαθὴν προαίρεσιν καὶ τῇ συνδρομῇ τῶν διαφόρων ἀρχῶν τοῦ κράτους διὰ τὴν εὐημερίαν καὶ πρόοδον τῆς κοινότητος Κ… (ἄρθρο 2 καταστατικοῦ)».
Άριστοι οι σκοποί , και μπράβο τους θα λέγαμε σήμερα! Γιατί δεν έκαναν άγαλμα για αυτόν τον ρηξικέλευθο δάσκαλο; Αλλά ποιος ξέρει τι μνήμες και τι διαφωνίες θα προκαλούσε το όνομά του και ο συνδικαλισμός…
Εν πάση περιπτώσει, ο ρηξικέλευθος δάσκαλος έδωσε στον Παπαδιαμάντη το καταστατικό του σωματείου και εκείνος έγραψε, λέει, στο εξώφυλλο:
«Τὸ βιβλιάριον τοῦτο, τὸ περιέχον τὸ καταστατικόν τῆς νεωστὶ ἀποκαταστάσης Κοινότητος τοῦ μικροῦ χωρίου Κ… τῆς Κ… μοὶ φαίνεται ὡς μία αἴγλη φωτός, ἓν φαεινὸν βῆμα, ἓν εὔηχον κήρυγμα προόδου, εὐημερίας καὶ ἀλληλεγγύης μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων».
Σίγουρα δεν ακούγονται και δεν γράφονται συχνά τέτοια λόγια για μια κοινότητα, έστω και από ευγένεια. Πόσο μάλλον από έναν διάσημο πλέον στη δεκαετία του ’60 και αναγιγνωσκόμενο στα σχολικά αναγνωστικά Παπαδιαμάντη. Οπότε, άγαλμα στο χωριό ο Παπαδιαμάντης!
(Ψάχνοντας στο Διαδίκτυο η Ειρήνη βρήκε και μια αδέσποτη πληροφορία, ότι ο Παπαδιαμάντης διετέλεσε δάσκαλος στο χωριό. Μπορεί; Ίσως, αν δεν το έβγαλε από το μυαλό του ο αναρτήσας. Δεν κατάφερε να το διασταυρώσει. Ούτε και παίζει ρόλο εξάλλου…).
Την άνοιξη λοιπόν του 1965 θα γίνονταν μια Κυριακή, μετά τη λειτουργία, τα αποκαλυπτήρια της μεταλλικής παπαδιαμαντικής προτομής. Και από το σχολείο τους είπαν να πάνε να παρίστανται και πολλοί και πολλές βρήκαν μια καλή δικαιολογία να ξεφύγουν από τον δικό τους κυριακάτικο υποχρεωτικό εκκλησιασμό. Το χωριό τους απέχει από το Κ… μερικά χιλιόμετρα, αλλά τότε ο δρόμος δεν ήταν άσφαλτος και τα σφάλματά του απαιτούσαν ποδηλατάδα για πάνω από μια ώρα ‒ μικρά ήταν άλλωστε, δεν είχαν και τη φοβερή ποδηλατική δεξιότητα.
Ξεκίνησαν, ξαδέρφες και συμμαθήτριες, μια δεκαριά πρωτάκια, ενθουσιασμένες που μπορούσαν να πάνε με άδεια των γονιών μόνες τους τόσο μακριά («μας είπαν από το σχολείο» γαρ) και ποδηλατούσαν τρομάζοντας από τα αγριεμένα γαυγίσματα των τσομπανόσκυλων στον δρόμο, τρομάζοντας τόσο που όταν τις έφτασε ο Κώτσιος, τον δέχτηκαν στην παρέα με ανακούφιση. Είχαν πλέον σκυλομάγγο!
Ο Κώτσιος ήταν λίγο μεγαλύτερος, ένα ή δυο χρόνια, δεν θυμάται καλά η Ειρήνη, αλλά δεν πήγαινε στο γυμνάσιο, δεν τα έπαιρνε τα γράμματα. Γυρνούσε, λοιπόν, από δω κι από κει. Μάλλον τις είδε που περνούσαν από το σπίτι του και ξεκίνησε να τις συνοδεύσει, χωρίς να ξέρει πού πάνε ακριβώς. Ήταν και στ’ αλήθεια σκυλομάγγος[1] δυο κοριτσιών από τη συντροφιά, οπότε θεώρησε πως είχε το δικαίωμα.
Ήθελε να εντυπωσιάσει; Ήθελε απλώς να επικοινωνήσει με τα γυμνασιοκόριτσα, που είχαν και μια αίγλη; Ποιος να το ξέρει; Πάντως άρχισε να μιλάει, με δυνατή φωνή να τον ακούνε όλες και, για να σιγουρευτεί, έκανε και πίσω μπρος στη σειρά της παρέας βόλτες με το ποδήλατό του. Και τι να λέει; Πως αυτός δεν πάει στο γυμνάσιο, γιατί δεν σκοπεύει να γίνει υπάλληλος με τρεις και εξήντα, σκοπεύει να αυξήσει το κοπάδι του πατέρα του και να αγοράσει και χωράφια και λέει να παντρευτεί όπου να ’ναι, να πάρει προίκα!
Τα κορίτσια άρχισαν να κρυφογελάνε μεταξύ τους με την παντρειά του δεκαπεντάχρονου τσομπάνου, ασκημούτσικου κιόλας, αλλά δεν είχαν τη διάθεση να τον αντικρούσουν ‒ούτε και το θάρρος. Συνέχισε, λοιπόν, εκείνος ακάθεκτος την ιστορία του, για το ότι έπρεπε να βρει και την κατάλληλη νύφη! Η πρώτη του επιλογή έμεινε στη μνήμη της Ειρήνης και τη θυμάται και γελάει!
«Σκέφτομαι τη Βαγγελίτσα του Τάδε, αυτήν μου τη δίνουν στο φύρδην μίγδην, αλλά λέω να βρω καμιά καλύτερη…».
Πώς του ήρθε το «φύρδην μίγδην»; Τι να νόμιζε ότι έλεγε; Κάποιες από τα κορίτσια χαχάνισαν, οι άλλες δεν ήξεραν την έκφραση και δεν τους ένοιαξε. Πάντως εδώ υπήρξαν αντιρρήσεις για την επιλογή: η συγκεκριμένη Βαγγελίτσα ήταν μια κούκλα, φτωχής οικογένειας, αλλά πανέμορφη και ήταν προφανές στην αντίληψή τους ότι δεν υπήρχε λόγος να παντρευτεί στα δεκατέσσερά της (και με μεγαλύτερες αδελφές…) για να πάρει τον Κώτσιο, σιγά το κελεπούρι!
Εκείνος τις βεβαίωσε, ωστόσο, πως είναι σίγουρος. Κάποια τόλμησε την ερώτηση «Τα έχετε φτιάξει;». Κοκκίνισε εκείνος «Όχι, μαρή, τι λες; Αλλά σίγουρα θα μου τη δώσουν…»
Και συνέχισε να μιλάει για τη Βαγγελίτσα και για τα αδέλφια της Βαγγελίτσας και για τις φίλες της Βαγγελίτσας και για το φουστάνι που φορούσε στη βόλτα της Κυριακής η Βαγγελίτσα και τέτοια. Και ας μην είχε προίκα. Και ας του ήταν εξευτελιστικά προσιτή, κατά την άποψή του.
Τα κορίτσια βαρέθηκαν. Μπορεί και να ζήλεψαν λίγο την ανίδεη Βαγγελίτσα, κι ας τον περιφρονούσαν τον Κώτσιο, τον κατώτερο αγράμματο καυχησιάρη. Άρχισαν να προσπαθούν να αλλάξουν θέμα. Εξάλλου έφτασαν στο χωριό. Τα κατάφεραν κιόλας να χαθούν στους δρόμους λίγο και όταν βρέθηκαν στην πλατεία τα αποκαλυπτήρια είχαν γίνει. Είδαν το άγαλμα, σιγά το άγαλμα, ένα μαύρο κεφαλάκι.
Πάντως τον εκκλησιασμό τον γλύτωσαν και η επιστροφή είχε περισσότερο ενδιαφέρον, τις συνόδευε μια παρέα μεγαλύτερων γυμνασιόπαιδων, η παρέα του αδερφού μιας από αυτές.
———————————–
Θυμήθηκε η Ειρήνη, καθώς παρακολουθούσε, μια ζωή μετά, μέσω zoom, ένα συνέδριο για τον Παπαδιαμάντη, τη βόλτα στο Κ…! Θυμήθηκε και την ηρωίδα της ιστορίας: Η Βαγγελίτσα, Λίτσα όταν μεγάλωσε, καλοπαντρεύτηκε έναν πλασιέ στην Αθήνα. Θυμήθηκε και τον αφηγητή: Ο Κώτσιος ο καημένος έγινε τελικά υπάλληλος με τρεις και εξήντα, πήγε τραυματιοφορέας σε νοσοκομείο με μέσον. Είχε μισθό, οπότε βρήκε και κάποια νοστιμούλα χωρίς προίκα που μάλλον θα του τη δώσαν, στον δημόσιο υπάλληλο, στο «φύρδην-μίγδην». Πέθανε νωρίς όμως, δεν πρόλαβε να καμαρώσει την προκοπή του.
Και η Ειρήνη λυπήθηκε που ο Παπαδιαμάντης δεν είχε πάει να μείνει στα χωριά του κάμπου, να εμπνευστεί και από τους καμπίσιους έρωτες. Ίσως θα μπορούσε να περιγράψει μια Βαγγελίτσα-Μοσχούλα και θα είχαν και τα χωριά να καμαρώνουν. Κρίμα…