You are currently viewing Ζωή Κατσιαμπούρα: ένα αφήγημα   

Ζωή Κατσιαμπούρα: ένα αφήγημα  

ΧΙΟΝΙΑ

 

Ο Βαγγέλης  το φθινόπωρο του 1948 ήταν 15 χρονών. Μαθητής στο Γυμνάσιο Καρδίτσας, μακριά από το σπίτι του και από τον απότομο, αυταρχικό πατέρα του, άνοιγε το μυαλό του στη γνώση που θα τον έκανε, έλπιζε,  να αλλάξει ζωή και να γλυτώσει από τα εφηβικά του βάσανα (με πρώτο, εννοείται, την πατρική επιβολή και τη μιζέρια της ζωής στο λασπωμένο καμποχώρι).

Δεν ήταν μόνο τα αρχαία και τα μαθηματικά που του άρεζαν.  Εκείνο που τον γοήτευε ήταν ότι μάθαινε, από την παρέα του, την πολιτική, τη σύγχρονη πολιτική, τον πόλεμο που εξελισσόταν δυόμισι χρόνια τώρα, στα βουνά, εδώ κοντά, στα βουνά του Καρπενησιού και της Καρδίτσας, ανάμεσα στον Δημοκρατικό Στρατό και τους στρατιώτες του κράτους.   Ο πατέρας του σφόδρα αντικομμουνιστής, δεν σήκωνε κουβέντα για τους Κατσαπλιάδες, δεν ήθελε να τους ακούσει (του είχαν πάρει και ένα άλογο…), οπότε στο σπίτι δεν ήταν δυνατόν να γίνει συζήτηση, ούτε αναφορά καν για το μέλλον, για τον ελεύθερο κόσμο, για τη λαοκρατία και όχι βασιλιά, για την ελευθερία που συζητούσε τώρα με τους συμμαθητές του, μερικούς από αυτούς.

Είχε ακουστεί ότι οι αντάρτες θα έκαναν επίθεση στην Καρδίτσα. Φοβόταν ο Βαγγέλης, αλλά και το ήλπιζε βαθιά μέσα του, όπως το ήλπιζαν και πολλοί ακόμα στο σχολείο.

Και όταν έγινε η επίθεση, τον Δεκέμβρη, όταν οι αντάρτες μπήκαν στην πόλη, όταν τους κάλεσαν στο σχολείο και τους είπαν να πάνε μαζί τους στον Αγώνα, βεβαίως δεν δίστασε. Διψούσε η ψυχή του για επανάσταση, για ισότητα και για περιπέτεια! Να κάνει κάτι, επιτέλους, να δείξει και στον πατέρα του ότι δεν είχε πια τη διάθεση να ακούει,  από δω και μπρος,  εκείνο το άγριο «Άειντε βρε, δεν ξέρεις εσύ».

Η κατάληψη της πόλης κράτησε δυο μέρες. Την τρίτη έφτασε ο στρατός με τανκς. Έφυγαν όλοι μαζί, πολεμιστές και στρατολογημένοι, βιαστικά  για τα βουνά. Φόβος και ταλαιπωρία, αλλά και ενθουσιασμός! «Στρατοπέδευσαν» στην αρχή στο βουνό, σε έρημο τόπο – έτσι κι αλλιώς τους χωριάτες τους είχε κατεβάσει με το έτσι το θέλω ο στρατός στα καμποχώρια, να μη βρίσκουν οι αντάρτες προμήθειες. Τους έδειξαν να πυροβολούν, τους εξήγησαν και μερικά πράγματα για την κοινωνία που θα πρόβαλλε μετά τη νίκη επί των «φασιστών», αλλά ούτε όπλο τους έδωσαν, σε κανέναν τους και καμιά τους, ούτε  καν τους λογάριαζαν για αγωνιστές. Πήρε να κρυώνει ο ενθουσιασμός τους, όπως και ο καιρός, που δεν σταματούσε το χιόνι, για μέρες και βδομάδες. Ο Βαγγέλης  και ο πιο φίλος του, που μαζί ονειρεύονταν και χαίρονταν για τη μελλοντική καινούργια κοινωνία όσο ήταν στο σχολείο, στην αρχή ούτε που κοτούσαν να εκφράσουν τη δυσκολία τους, την ματαίωσή τους, μάλλον, και τον φόβο τους.  Δεν κοτούσαν να αισθανθούν αυτό που αισθάνονταν και έσφιγγαν τα δόντια τους να αντέχουν το κρύο και την πείνα στα βουνά.

Αλλά ο στρατός μετά την ανακατάληψη της Καρδίτσας και του Καρπενησιού, στο τέλος του Γενάρη, άρχισε να ανεβαίνει στα βουνά για να κυνηγήσει τις μεραρχίες του Δημοκρατικού. Και εκείνοι, νικημένοι, τρομαγμένοι, με αγωνία και έριδες προχωρούσαν, όσο μπορούσαν, μέσα στο χιόνι και στον πάγο, στα Άγραφα να ανέβουν προς τη Μακεδονία.

Ένα απόγευμα, σε πορεία μέσα στο ελατόδασος, έπιασε πάλι να χιονίζει πολύ, χιονοθύελλα, δεν έβλεπαν όπως στροβίλιζαν οι νιφάδες,  πού πατούσαν. Αυτός και ο πιο φίλος του, χωρίς συνεννόηση, απελπισμένοι και πουντιασμένοι, καθώς το μαθητικό τους πανωφόρι, ο «σάκκος τους», δεν είχε κατασκευαστεί για πορείες στο χιόνι και στολές με χλαίνες δεν είχαν ούτε οι παλιότεροι πολεμιστές, πού να βρεθούν για τους μικρούς «επίστρατους», έχοντας κιόλας βρεθεί από κούραση κι αδυναμία στο τέλος της πορείας, χώθηκαν κάτω από ένα έλατο. Έτρεμαν, χτυπούσαν τα δόντια τους, απελπισμένοι και παγωμένοι έμειναν ακίνητοι  σφιγμένοι ο ένας πλάι στον άλλον. Τελικά, θυμόταν αργότερα, ήταν σαν αντίσκηνο το παγωμένο χιόνι στα κλαδιά του έλατου κι αυτοί μέσα. Άδειο το μυαλό τους, ούτε σκέψη ούτε φόβος.

Πόσες ώρες πέρασαν; Η νύχτα σίγουρα, αλλά την άλλη μέρα, τι ώρα; Δεν θυμόταν. Άκουσαν θόρυβο και βγήκαν, μισοπαγωμένοι. Σήκωσαν τα χέρια τους ψηλά και παραδόθηκαν στους στρατιώτες που τους καταδίωκαν.

Ανάφερνε πολύ συχνά την ιστορία αυτή ο Βαγγέλης  στα ώριμά του χρόνια, στα ανίψια του και σε όποιον ήθελε να ακούσει. Δεν έλεγε  με λεπτομέρειες  τι έγινε μετά, πώς κατέβηκαν, πώς αφέθηκαν ελεύθεροι, πώς  συνέχισε το σχολείο…

Κάποιοι  ακροατές,  από τα ανίψια, ανατρίχιαζαν με την περιπέτεια και, μέσα  στον ρομαντικό ενθουσιασμό τους για τους ηρωικούς  μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, λυπόντουσαν που τους χάλαγε η εικόνα με τέτοιες λεπτομέρειες. Τον  ρώσικο χειμώνα και το χιόνι του προτιμούσαν να τον σκέφτονται ως εχθρό και νικητή του Ναπολέοντα και του Χίτλερ.

Τέλος πάντων, πέρασε πολύς καιρός, έπεσαν πολλά χιόνια από τον καιρό και της  ιστορίας και της  αφήγησης, κρύωσε πολλές φορές η  καρδιά και των ρομαντικών ακροατών και μάλλον, μερικοί από αυτούς έχουν καταλάβει πια πως δεν μπορείς να τα βάλεις με την ανθρώπινη φύση, που παγώνει και φοβάται, όσο κι αν σου αρέσουν οι ιστορίες για  αγώνες…

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.