You are currently viewing Ζωή Κατσιαμπούρα: Γιώργος Θεοχάρης: Δίφορη μνήμη, εκδόσεις Πόλις   

Ζωή Κατσιαμπούρα: Γιώργος Θεοχάρης: Δίφορη μνήμη, εκδόσεις Πόλις  

Με τον φακό της μνήμης

 

Ο Γιώργος Θεοχάρης (αν δεν μου έχουν διαφύγει ουσιαστικές πληροφορίες), είναι ποιητής, ανθολόγος ποίησης και εκδότης του περιοδικού Εμβόλιμον. Δηλαδή είναι ένας γενναίος άνθρωπος που δυναμώνει, με τη φωνή τη δική του, αλλά και  άλλων δημιουργών που επικοινωνούν μέσω της τέχνης τους, της τέχνης του λόγου, την κίνηση της σκέψης και της ευαισθησίας  στην ελληνική επαρχία, συγκεκριμένα στα Άσπρα Σπίτια  και ευρύτερα στη Βοιωτία.

 Ο Γιώργος Χαραλάμπους Θεοχάρης, λοιπόν, γεννήθηκε στη Δεσφίνα Φωκίδας τον Δεκέμβριο του 1951, σπούδασε δη­μοσιογραφία και δημόσιες σχέσεις και εργάστηκε  στη βιομηχανία παραγωγής αλουμινίου, στα Άσπρα Σπίτια της Παραλίας Διστόμου, στη Βοιωτία, όπου και ζει και γράφει. Το ποιητικό του έργο περιλαμβάνει έξι βιβλία, αλλά επιμελήθηκε, από το 2014, και πέντε ανθολογίες ελ­ληνικών ποιημάτων. Έχει εκδώσει και το βιβλίο Δίστομο, 10 Ιουνίου 1944, για το οποίο τιμήθηκε  με το κρατικό βραβείο χρονικού-μαρτυρίας το 2011. Έχει, δηλαδή, γενικότερα,  μια έντονη παρουσία στα σύγχρονα γράμματα, αρκετά γνωστή, ώστε να μου επιτρέπεται, χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες,  να εστιάσω απλώς στο συγκεκριμένο βιβλίο που με ενδιαφέρει.

Η  Δίφορη μνήμη, ένα πεζογραφικό έργο, είναι ένας μικρός καλαίσθητος τόμος των 184 σελίδων (εννοώ ότι δεν κινδυνεύουμε, διαβάζοντάς τον πολύ κουρασμένοι στο μαξιλάρι μας, να πέσει και να μας τσακίσει τη μύτη…), με εξώφυλλο μια παλιά και επιχρωματισμένη για τις γραφιστικές ανάγκες φωτογραφία του συγγραφέα σε παιδική ηλικία, κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες από τις γνωστές  για την ποιότητά τους εκδόσεις  Πόλις. Περιλαμβάνει διαφόρων τύπων κείμενα και μια εικοσαριά φωτογραφίες, όλες από τόπους της γενέτειρας  Δεσφίνας. Το  πρώτο αυτό πεζογραφικό του έργο ο Θεοχάρης το αφιερώνει στη  σημαντικότερη, ίσως,  νεοελληνίδα πεζογράφο, τη Μάρω Δούκα, και το αρχίζει με μια φράση του μαύρου αμερικανού διάσημου και επιδραστικού συγγραφέα James Baldouin (ενός από τους αγαπημένους του  Μπάρακ Ομπάμα, όπως γράφει ο τελευταίος  στη Γη της επαγγελίας) για τη μνήμη: «Η μνήμη είναι χρόνος και ο χρόνος θάνατος»!

Οπότε, έχουμε πλέον,  υπερπροσδιορισμένο ήδη, το θέμα του βιβλίου, τη μνήμη. Και μάλιστα «δίφορη». Οι λεξικογράφοι δίνουν στη λέξη «δίφορος»  την έννοια  αυτού που καρπίζει δυο φορές τον χρόνο.

Η μνήμη, λοιπόν, του συγγραφέα μας καρπίζει για δεύτερη φορά. Πιθανόν γιατί ο πρώτος της καρπός ήταν τα έως τώρα ποιήματά του. Πιθανόν διότι βλέπει τώρα, με καινούργιο βλέμμα, τις φωτογραφίες που αποτελούν το βασικό δομικό στοιχείο της αφήγησης στο βιβλίο, και η μνήμη τού ξαναφέρνει στον νου τις ιστορίες τους, οι οποίες, ακόμη και αν δεν είχαν τελείως λησμονηθεί, ξαναζωντανεύουν ως καρποί του λόγου. Και μέσα από την αφήγηση ακριβώς η μνήμη γίνεται αείφορη ‒ και για τον αναγνώστη πλέον. Διότι, ναι, μεν, η μνήμη είναι χρόνος και ο χρόνος  θάνατος, κατά Baldouin, αφού η μνήμη αφορά το παρελθόν που, αν δεν πέθανε, πεθαίνει, αλλά η μνήμη, σχηματοποιημένη στις αφηγήσεις είναι επίσης και αθανασία! Η αφήγηση, οι ιστορίες, είναι ακόμα κι ένας τρόπος να ξεχνιούνται οι αναγνώστες (και οι συγγραφείς…), να ξεπερνούν δηλαδή, έστω για λίγο, μέσω της απόλαυσης της τέχνης, τον φόβο του θανάτου. Τέλος, είναι ένας τρόπος να επιστρέφουν, οι αναγνώστες κι οι συγγραφείς, σε γεγονότα παγωμένα με τη γραφή μέσα στον χρόνο, νικώντας έτσι τον χρόνο-θάνατο, τη λήθη!

Ας δούμε πιο συγκεκριμένα τους  καρπούς της γόνιμης δίφορης μνήμης του Θεοχάρη:

Τα πρώτα τέσσερα κείμενα του βιβλίου αφορούν τη Δεσφίνα: του Μακρυγιάννη (εδώ έκανε τη συμφωνία του με τον ΑηΓιάννη!), της Εφημερίδος των Αθηνών, του διάσημου φιλέλληνα περιηγητή και συγγραφέα Ουίλιαμ Ληκ. Η Δεσφίνα του 19ου αιώνα!

Τα επόμενα δύο («Μνησθησόμεθα» και «Η πλατεία») είναι η αυτοπαρουσίαση του συγγραφέα, ως ποιητή και αριστερού, γοητευμένου από τη βυζαντινή μουσική παράδοση, μέσα στη ζωή του χωριού του.

Μετά, οι αφηγήσεις μητρός τε και πατρός, του Χαράλαμπου Θεοχάρη και της Παναγούλας Διαμαντή, για τη ζωή τους και τον γάμο τους που καρποφόρησε τον συγγραφέα. Και εδώ ακριβώς η αφήγηση απλώνει και αρχίζει να αφορά έναν ευρύτερο σύνολο, ο συγγραφέας, το αφηγηματικό εγώ ας το ονομάσουμε καλύτερα, εντάσσεται στο περιβάλλον του, στον συγγενικό του κύκλο, στους φορείς της κουλτούρας που τον υποδέχτηκε άμα τη γεννήσει του!

Στα επόμενα κεφάλαια περιλαμβάνονται:

  • και πάλι ειδήσεις από εφημερίδες, του 20ού αιώνα, σχετικές με τη Δεσφίνα, ειδήσεις που αποσπασμένες αποκτούν αξία ντοκουμέντου: δίνουν εικόνα των «γεγονότων» που τότε θεωρήθηκαν σημαντικά, σήμερα ίσως όχι. Τεκμηρίωση των αλλαγών του κόσμου.

  • Μια εντυπωσιακή συλλογή μικρών, κειμένων που τιτλοφορούνται το καθένα με το όνομα μιας φωτογραφικής μηχανής Zenit-19, Lubitel, Proctor-125 και παρουσιάζουν την «ιστορία» του προσώπου της φωτογραφίας. Μια άλλη που τιτλοφορείται «φωτογραφίες ταυτότητας». Μια άλλη «ξανακοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες».

  • Μια σειρά διηγημάτων, εννοείται με πρωταγωνιστικά πρόσωπα διάφορους Δεσφινιώτες και συμμετοχή (μπορεί όμως και όχι) του αφηγηματικού «εγώ» στην ιστορία.

  • Μια καταγραφή ναών και ναϋδρίων της περιοχής, και

  • Ποιήματα.

Το καταληκτικό ποίημα  ονομάζεται , πώς αλλιώς με τόσες φωτογραφίες;

Foto Lux

Έμεινε το διάφραγμα ανοιχτό στις αναμνήσεις.

Υπέρ των ανωνύμων που έγιναν επώνυμοι

μέσα από τα χημικά υγρά στο εμφανιστήριο.

Εδώ με τον πατέρα. Μπροστά στην κομπανία με

τα κλαρίνα.

Στο κέντρο «ΕΞΟΧΙΚΟΝ». Με τα μάτια ορθάνοιχτα

αντίκρυ στη μαγεία του μεγάλου πιάτου με τη λάμπα

και τις αστραπές. Λίγο μετά τον πόλεμο, σ’ ένα χωριό

 

που ’μαθε τον ηλεκτρισμό μέσ’ απ’ το Flash του φωτο-

γράφου..

Εκεί στη μονοήμερη εκδρομή. Με μπλε ποδιές.

Με τις λευκές κορδέλες στα μαλλιά. Μαθήτριες που

ανέβαζαν στα μάτια την Ψυχή τους και γίνονταν

ωραίες

κάθε φορά που αναμετριόντουσαν στο κλικ της μηχανής.

Έμεινε το διάφραγμα ανοιχτό στη θύμηση.

Χαράσσοντας το negative της ύπαρξης,

το άσπρο και το μαύρο της ζωής μας.

Εκεί  λοιπόν επιβιώνει η αλήθεια της ζωής.

Στου άσπρου και του μαύρου τις διαβαθμίσεις.

Σ’ εκείνες τις μικρές ασπρόμαυρες φωτογραφίες θα

υπάρξουμε.

Ίσως γιατί τα κατσαρά δοντάκια τους στο περιθώριο

έχουν τη δύναμη να ροκανίζουν τη φθορά.

 

Παραθέτω με τη σειρά μου το ποίημα που παρατίθεται στο τέλος του πεζογραφικού έργου, διότι με αυτό ο ποιητής Θεοχάρης καταθέτει το συμπέρασμά του: η ανάμνηση, οι φωτογραφίες (και τα κείμενα) που την προκαλούν «ροκανίζουν τη φθορά»,  η μνήμη καρπίζει δίφορη.

Παραθέτω κι ένα κομμάτι από τα πρώτα κείμενα, από την «Πλατεία»

«Στην πλατεία του χωριού δεσπόζει ο αιωνόβιος πλάτανος. Εκεί, στον ίσκιο του, μεσούσης της Κατοχής λιάζονταν και έπαιρναν κανέναν υπνάκο παρέες γερόντων που  τους νανούριζε η φωνή του Ιωάννη Μ. (λοχαγού του ελληνικού στρατού, ιδιωτεύοντος μετά την κατάρρευση του μετώπου). Ο λοχαγός διάβαζε ειδήσεις από το φύλλο μιας εφημερίδας, δίχως να κερδίζει το ακουστικό ενδιαφέρον των παρακοιμωμένων γερόντων, ώσπου αποφασίζει να απαγγείλει κατασκευασμένη είδηση, ως ακολούθως: «Η φίλη Αγγλία αποστέλλει, για τον πενόμενο ελληνικό λαό, δύο καράβια καθάρσιο. Αναμένεται να φθάσουν μεθαύριον εις Πειραιά», οπότε διαμιάς αφυπνίζονται οι γέροντες υβρίζοντας και λοιδορώντας την «φίλην Αγγλία», με κάποιον κραυγάζοντα: «Να το πιουν αυτοί να καθαρίσ’νε το κωλάντερότ’ς, οι κερατάδες!»

Πόσο σημαντική, δεσμός φιλίας συναγωγός και διαμορφώτρια αντίληψης δείχνει η συνύπαρξη στο καφενείο! Κι όχι για μυθιστορηματικούς, ξεχωριστούς ήρωες, αλλά για πρόσωπα κοινά που τπωρα που τα προσέχουμε δεν είναι πια κοινά, για τους γνωστούς παππούδες όλων των ελληνικών καφενείων…

Εδώ φαίνεται ο τρόπος αφήγησης του Γ. Θεοχάρη στη Δίφορη μνήμη. Η πλούσια, καλλιεργημένη και ακομπλεξάριστη γλώσσα του ίδιου πλαισιώνει και εκφέρει τη λαϊκή γλώσσα και το λαϊκό ήθος που αποτελεί και τη συγγραφική του προίκα. Ολόκληρο το βιβλίο ουσιαστικά είναι στοιχεία που κρατάει η μνήμη του συγγραφέα από τις ιστορίες του τόπου και ό,τι του φέρνει η ανάμνηση από τις φωτογραφίες. Ουσιαστικά δίνει φωνή στον τόπο του, εννοείται μέσα από τον δικό του λόγο. Παράλληλα, αυτοβιογραφείται, μάλλον παρουσιάζει τα συναισθήματα που του γεννά το χωριό του και οι ιστορίες των δικών του ανθρώπων, συγγενών και ξένων.

Διότι, εν τέλει, το βιβλίο τούτο, όσο κι αν μιλάει για τη Δεσφίνα, όσο κι αν (πιστεύω) θα συγκινήσει του Δεσφινιώτες και τους κατοίκους της περιοχής με την αφήγηση κοινών βιωμάτων, είναι, άλλο τόσο, ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών του συγγραφέα με τον εαυτό του και την ιστορία του, είναι μια διερεύνηση  του τι είναι ο ίδιος, πού ανήκει, γιατί είναι αυτό που είναι. Μας παρουσιάζει τα γεγονότα που θεώρησε και θεωρεί σημαντικά και άξια αφήγησης, επιλέγοντάς τα μέσω της μνήμης του, ανάμεσα σε πολλά άλλα, σίγουρα, διότι αυτά έχουν για αυτόν νόημα. Και ψάχνοντας για αυτό το νόημα, με τη γοητεία της αφήγησης, επικοινωνεί μαζί μας, με τους αναγνώστες, αναδημιουργώντας και τονίζοντας, με τους Δεσφινιώτες, ένα κοινό παρελθόν και με τους μη Δεσφινιώτες μια εικόνα του κόσμου της μνήμης, ουσιαστική, μαγική, αντίθετα από αυτήν που μπορεί ο καθένας μας να σχηματίσει περαστικός από έναν τόπο,   αποκαλύπτοντας και προσθέτοντας λίγο στον πλούτο της ανθρώπινης ιστορίας και της ανθρώπινης ζωής.

Τελειώνω με ένα ακόμα από τα κείμενα του βιβλίου:

Rolleiflex

Κλάματα γοερά στο σταυροδρόμι, πετάχτηκα απ’ την αυλόπορτα τρομαγμένος, έτρεξα να δω τι κακό έχει γίνει. Στο χώμα μια γίδα σπαρταράει κι η θεία Αθηνά την έχει αγκαλιά της και θρηνεί. Της την έφερε ο δημο-συντήρητος γιδοβοσκός του χωριού, καθώς γύριζε το κοπάδι από τη βοσκή κι άφηνε τις γίδες στους ιδιοκτήτες τους. Κάποιο χόρτο ραντισμένο; Κάτι άλλο; Ποιος ξέρει. Σε λιγάκι η γίδα τίναξε τα πόδια και μ’ έναν παράταιρο λυγμό βελάσματος εξέπνευσε. Η θεία Αθηνά μοιρολογούσε σαν σε προσφιλή της άνθρωπο, μέχρι που άρχισε να νυχτώνει. Ύστερα πήρε τη γίδα ο μπαρμπα-Γιάννης, ο άντρας της, και την κρέμασε στο τσιγκέλι να ξεκινήσει το γδάρσιμο…

Αυτή είναι η ζωή! Το συναίσθημα και η ανάγκη, κυρίως η ανάγκη, πλεγμένα μαζί, τη συνεχίζουν…

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.