Ήταν ωραία στη Τζια το απόγευμα εκείνο.
Ζεστή, ανοιξιάτικη μέρα και από τη ράχη του νησιού η θέα στο Αιγαίο σαγηνευτική. Να κάθεσαι και να κοιτάς, να σταματάει ο χρόνος, να είσαι σαν σε μυθιστόρημα.
Τα παιδιά αργούσαν να ετοιμαστούν, τα μεγάλα απασχολημένα με τα κινητά τους και τα μικρά με τα παιγνίδια τους, τελείως ξεμυαλισμένα. Ναι, αλλά έπρεπε να πάνε στην Καρθαία. Δεν γίνεται να έρθεις στην Κέα και να μην πας στην Καρθαία, λένε οι οδηγοί. Οπότε;
Οπότε κατέληξαν στον δρόμο της Καρθαίας γύρω στις πεντέμισι, πάρκαραν το αμάξι και πήραν με τα πόδια τον κατήφορο. Υπέροχα! Οι γυμνές πλαγιές πρασινοκιτρίνιζαν με την άνοιξη, μακριά κάτι πέτρινα σπιτάκια, από αυτά τα αγροτικά του νησιού, με τον προφυλαγμένο εξώστη και χωρίς παράθυρα, έσβηναν τον χρόνο. Τέτοια θα ήταν μάλλον τα σπίτια των κυκλαδιτών και όταν έστησαν τις πήλινες χορεύτριες στον τόπο της σημερινής Αγίας Ειρήνης. Ψυχή δεν υπάρχει τριγύρω, αλλά με αυτή τη μορφή του τοπίου, με το αρχαίο καλντερίμι, με τους πέτρινους κύβους που χωνεύονται στη γραμμή των βράχων, δεν θα ήταν παράταιρο να εμφανιστεί και καμιά χοντρούλα γυμνόστηθη! Φαντασία καλλιεργημένη από τον Άρχοντα των δακτυλιδιών και το μουσείο της Ιουλίδας!
Μοσχοβολούσαν οι ανθισμένες φασκομηλιές, γαβγιζε κάπου κάπου κανένας σκύλος, βέλαζαν οι κατσίκες από τις αόρατες γύρω αγροικίες. Κατηφόριζε απότομα το πέτρινο μονοπάτι, έπεσαν και τα δυο κορίτσια τρέχοντας παράφορα και ο μικρός κουράστηκε και μεταφερόταν στον σβέρκο μάνας, πατέρα και παππού εναλλάξ. Α, δύσκολο πράγμα! Και περνούσε η ώρα, και έστριβε και ξανάστριβε ο κατήφορος και η Καρθαία δεν φαινόταν με τίποτα. Ούτε σημάδι ότι κάπου κοντά είναι θάλασσα. Βρε αμάν!
Μια πινακίδα έδειξε στους πεζοπόρους ότι είχαν ακόμα 1400 μέτρα. Και η ώρα ήταν εφτά. Και στις οχτώ και κάτι θα νύχτωνε. Τα τρία κατηφορικά χιλιόμετρα πήραν μιάμιση ώρα; Εμ, την πήραν, με γλιστρήματα και υποβαστάγματα και τα παιδάκια να τρέχουν και να πέφτουν, μεγάλη λαχτάρα και μεγάλη κούραση. Τώρα; Τι κάνουμε τώρα;
«Πάμε στην Καρθαία, αφού το είπαμε» αποφάσισαν οι νέοι. Οι μικρές πήραν να διαδηλώνουν «Καρθαία, Καρθαία».
Αυτής της είχε κοπεί η ανάσα μέχρις εδώ και έμεινε κομμένη στην προοπτική ότι θα έκανε κι άλλον δρόμο κυνηγώντας και προσέχοντας τα μικρά. Ντρεπόταν, τι να πει; Θα ήταν όμως τόσο προφανές το πρασίνισμα στο πρόσωπό της, ώστε η κόρη της μεταλλάχτηκε σε Σολομώντα: «Βρε μαμά, που να πας εσύ τώρα κάτω, που σε πονάει και το πόδι. Εξάλλου, είπες ότι θέλεις να μαζέψεις και φασκόμηλο. Άσε να πάμε οι άλλοι και περίμενέ μας εδώ». Ναι, καλά! Μόνη της!
Αλλά ο άντρας της τη συμπόνεσε, μπορεί και να πιάστηκε ο σβέρκος του κι εκείνου, να μεταφέρει τον δεκαπεντάκιλο εγγονό που κλωτσούσε ένθρονος και ενθουσιασμένος . Πάντως και αυτός δεν θα κατέβαινε άλλο, δήλωσε. «Δεν πειράζει, εμείς είμαστε κοντά στη Τζια. Τι είναι η Καρθαία; Έρχεσαι μια βόλτα ημερήσια το καλοκαίρι και πας με καΐκι από τον Κούνδουρο».
Είχαν φτάσει στο ρέμα. Νερό. Πηγές ενός λιλιπούτειου ποταμού, διαμορφωμένες σε στέρνα για πότισμα, με βρύσες. Κάτι ελάχιστα περιβολάκια δίπλα στη στέρνα τους έβαλαν σε σκέψεις: μα ποιος να έρθει εδώ κάτω με τόσο κόπο να καλλιεργήσει ντομάτες και μαρούλια; Ύστερα θυμήθηκαν ότι ο νεαρός σερβιτόρος στο εστιατόριο που τους είχε δώσει τις πληροφορίες για την Καρθαία είχε πει «Δεν είναι τίποτα, μια ώρα δρόμος, εγώ τον κάνω πολλές φορές κάθε καλοκαίρι, έχει κι ένα μπιτσόμπαρο εκεί!». Ποιος ξέρει, μπορεί και οι καλλιεργητές τούτων των κηπάκων να είναι 18χρονοι και 25χρονοι και να τον κάνουν τον δρόμο σε μια ώρα…
Ξεκουράστηκαν, δροσίστηκαν, άρχισαν να φτιάχνουν τεράστια μπουκέτα με τα άνθη των φασκομηλιών και πήραν σιγά σιγά τον ανήφορο. Λιγότερο κουραστικός τους φάνηκε, χωρίς τις γλίστρες του κατήφορου και την έγνοια για τα πιτσιρίκια. Νύχτωσε πια όταν έφτασαν στο αυτοκίνητο, στον στρωμένο δρόμο. Και άκουσαν πίσω τους να έρχονται και τα παιδιά, που, χωρίς αυτούς, πήγαν, φωτογραφήθηκαν στα αρχαία, έβρεξαν τα πόδια τους στη θάλασσα και τους πρόφτασαν στην επιστροφή, οχτώμιση η ώρα. Τελικά, ποιος ήταν που καθυστερούσε την ομάδα;
Την τρόμαξε και τη στενοχώρησε αυτή η σκέψη. Δεν την κοινοποίησε. Και άρχισε να μιλάει στα παιδιά για την ιστορία και την αρχαιολογία της Καρθαίας. Ε, σε αυτόν τον τομέα είναι προσόν τα χρόνια…
Πολύ ωραίο τρυφερό και με πολλές εικόνες το διήγημα σου . Νιώσαμε σαν να είμαστε εμείς η γιαγιά και ο παππούς . θα ήθελα να σου γράψω περισσότερα, αλλά δυσκολεύομαι να εκφράσω όσα σκέφτομαι.
Καί στήν γλαφυρή περιγραφή τῶν παθῶν μας εἶναι προσόν τά χρόνια…
Πολύ ωραίο τρυφερό και με πολλές εικόνες το διήγημα σου . Νιώσαμε σαν να είμαστε εμείς η γιαγιά και ο παππούς . θα ήθελα να σου γράψω περισσότερα, αλλά δυσκολεύομαι να εκφράσω όσα σκέφτομαι.
Μπράβο, Ζωή.
Μοσχοβολάει το διήγημα σαν ποίημα του Κάλβου.
Πολύ γλυκό!
Είμαστε από τους τυχερούς που μεγαλώνουμε βέβαια και καταλαβαίνουμε ότι παλιότεροι ρυθμοί απλώς δεν είναι σωστοί.
Σαν να ήμουν κι εγώ μαζί σας εκεί…
Γιώργος Βέης