Τέλος Αυγούστου στο χωριό και φιλοξενούσαν και φίλους.
Οι μεγάλες ζέστες είχαν περάσει πια και τα φρούτα είχαν ωριμάσει όλα: σύκα, σταφύλια, αχλάδια, ροδάκινα. Αφθονία για γιορτή, για τάρτες δηλαδή, για μούστο, για μαρμελάδες που θα θυμίζουν μέσα στον χειμώνα τη γλυκειά αψάδα του σύκου. Επιπλέον στεγνωμένη η ρίγανη και το φλισκούνι και σχεδόν έτοιμος ο μαραθόσπορος για συλλογή. Ευλογημένος καιρός.
Αλλά και μεγάλη η πίεση, όλη τη μέρα είχαν δουλειά, όχι ότι έχαναν το μπάνιο ή τη βραδινή βόλτα, αλλά η μεσημεριανή χαλάρωση δεν θα μπορούσε να αφιερωθεί, για λίγες μέρες τουλάχιστον, στο αστυνομικό και στο μισοΰπνι στην ξαπλώστρα.
Ωρίμασαν και οι καρποί της αμυγδαλιάς στη μπροστά αυλή, άρχισαν να σκάνε και να πέφτουν, περνούσαν τα τρακτέρ και τα φορτηγάκια και ακούγονταν ο ήχος του τσακίσματος κρακ κρακ κρακ, κρίμα τόσα αμύγδαλα χαμένα. Άσε που τα είχαν πάρει χαμπάρι (αλάνθαστο το ραντάρ τους…) τα ντόπια μικρά σκιουράκια, οι γαλιές, που όλη μέρα ροκάνιζαν στα κλαδιά, έτρωγαν τον φρέσκο καρπό και πετούσαν ξέγνοιαστες το περίβλημα, κίνδυνος να περνάς από κάτω από το δέντρο.
Είπαν, λοιπόν, ένα μεσημέρι να κατεβάσουν τα αμύγδαλα να ησυχάσουν.
Πήραν το μακρύ ματσούκι, την τέμπλα, ράβδιζαν τα κλαριά, έπεφταν οι καρποί. Όταν επέμεναν μερικοί να μένουν στο κλαδί, τους σημάδευαν ειδικά αυτούς και τους έριχναν. Συγκέντρωσαν μετά με την τσουγκράνα τον όγκο των πεσμένων αμυγδάλων, φύλων και μικρών σπασμένων ξερών κλαδιών, κάθισαν στο πεζούλι, ξεχώρισαν μέσα σε ένα πανέρι τα καθαρισμένα αμύγδαλα, μετά με τα μαχαιράκια καθάρισαν από τη φλούδα τους όσα είχαν φλούδα. Ε, πεντέξι κιλά ήταν σίγουρα. Θα τα άπλωναν στον ήλιο για λίγο και τον χειμώνα θα είχαν να τα σπάνε με σφυράκι για το ποτό τους, ένα κόλπο για να μην τρώνε και πολλά, γιατί άμα τα πάρεις έτοιμα από το ξηροκαρπάδικο τα τρως στην καθισιά σου, όσα και να’ναι.
Και τότε ήρθε να τους βρει η φιλοξενούμενη φίλη, φρέσκια από τη σιέστα, να ρωτήσει αν θα πιουν καφέ μαζί. Είδε το σωρό με τα φλούδια και τα φύλλα και τρόμαξε:
-Καλά, δεν ξαπλώσατε; Α! Μετά τη μπύρα κιόλας; Μπράβο σας, αντοχή! Και πόσα αμύγδαλα είναι αυτά βρε παιδί μου; Θα βγάλουν δυο κιλά καρπό; Ε, για ένα δεκάρικο ο καθένας σας κάνατε τόσο κόπο; Δε συμφέρουν αυτά τα πράγματα, οι παραγωγοί είναι αλλιώς οργανωμένοι.
Της είπαν ότι είχε δίκιο και έκοψαν την κουβέντα. Πού να εξηγούν…
Και εξακολουθούν να μαζεύουν τα αμύγδαλα από το δέντρο που φύτεψε η γιαγιά όταν έκτισε το σπίτι και να τα σπάνε και να τα τρώνε με μια ευχαρίστηση, σαν πιστοί χριστιανοί που κοινωνούν ή και σαν τροφοσυλλέκτες. Σάμπως πόσο απέχει χρονικά ο καιρός των τροφοσυλλεκτών από τον καιρό των Nut shops;